Pages

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 501-603)


Άρθρο 501. - Κύρια συζήτηση α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών.


1. Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια

συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση

απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί

μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και

υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λπ.

Εφαρμόζεται επίσης ανάλογα και η διάταξη του άρθρου 341. (το πρώτο εδάφιο της παρ.1

αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 48 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
2. Η απόρριψη της έφεσης εκείνου που την άσκησε και απουσιάζει δεν εμποδίζει την κατά το

άρθρο 502 συζήτηση της έφεσης άλλου διαδίκου που εμφανίστηκε ή της έφεσης του

εισαγγελέα.
3. Το δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο εκκαλών δεν μπόρεσε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για

λόγους ανώτερης βίας ή για άλλα ανυπέρβλητα αίτια, μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη

απόφαση να επιτρέψει την εκπροσώπηση από συνήγορο που έχει ειδική πληρεξουσιότητα

στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι ο εκκαλών δικάζεται σαν να ήταν παρών, και ο συνήγορός

του τον εκπροσωπεί πλήρως.
3. (4). Εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση του

άρθρου 370 εδάφ. β' και γ', το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην

έκδοση σχετικής αποφάσεως. (η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.8 Ν.1941/1991,ΦΕΚ Α

41). (η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και η παρ.4 αναριθμήθηκε σε παρ.3 με το άρθρο 48

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

4. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά

τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύτηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως

ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών. (η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 48

Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 502. - β) Όταν εμφανιστεί ο εκκαλών:


1. Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του

άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Εκτός από

τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν

είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα

από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε

περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της

πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, οι

ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στην προδικασία στις περιπτώσεις του άρθρου 365 και τα

έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 364. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 - 338,

340, 344, 347, 348, 349, 352, 357 - 363, 366 - 373. Το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές

απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από

το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. (τα πρώτο και τέταρτο εδάφια της

παρ.1 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 49 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα

τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι.

3. Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από το δικαστήριο βάσιμη, το εφετείο

δικάζει την υπόθεση στην ουσία της, αν υπάγεται στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου

της περιφέρειάς του διαφορετικά, την παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο.

4. Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει ακυρότητα (άρθρα 170 και 171), το δευτεροβάθμιο

δικαστήριο την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της ανέκκλητα.

5. Αν γίνει δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά της απόφασης με την οποία

απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, το εφετείο την παραπέμπει στο

αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.

6. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής

απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από

την απόφαση του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής. (η

παρ.6 προστέθηκε με το άρθρο 18 παρ.5 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 112/3.6.1999).



Άρθρο 503. - Τύχη της εγγύησης.



1. Με την απόφαση που εκδίδει για την έφεση, το δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την

απόδοση της εγγύησης που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497, αν η κατάπτωσή της δεν έχει

διαταχθεί σύμφωνα με τα άρθρα 501 και 502. 2. Αν ο εκκαλών καταδικάστηκε χωρίς να είναι

παρών όταν απαγγέλθηκε η απόφαση του εφετείου, προσκαλείται από τον εισαγγελέα εφετών,

είτε ο ίδιος είτε με τον αντίκλητό του, να εμφανιστεί μέσα σε οκτώ ημέρες στον εισαγγελέα που

ορίζεται στην πρόσκληση και να υποβληθεί με τη θέλησή του στην εκτέλεση της απόφασης. Αν

δεν εμφανιστεί, η εγγύηση που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ.2 καταπίπτει με

απόφαση του εφετείου, στο οποίο κλητεύεται και ο κατηγορούμενος και εκείνος που έδωσε την

εγγύηση, εκτός αν αυτή είχε προηγουμένως καταπέσει σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ.1.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αναίρεση.

Άρθρο 504. - Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται.


1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της

απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης

του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις

αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε

οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Αναίρεση κατά των αποφάσεων

του Πταισματοδικείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1

στοιχ. Α', Γ΄, Ε', ΣΤ' και Η'. (το τελευταίο εδάφιο της παρ.1,το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 13

παρ.9 Ν.1941/1991, αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).
2. Αναίρεση επιτρέπεται επίσης κατά της απόφασης που κήρυξε το δικαστήριο υλικά αναρμόδιο

και που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.
3. Στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 492 επιτρέπεται αναίρεση κατά του μέρους της

απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση. (σημ.: η παρ.8 του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 (Α

173) ορίζει ότι: "Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου

ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση

διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει

ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά

τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 Κ.Π.Δ.

εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση, εκτός αν η απόφαση ή το βούλευμα

εκδόθηκε από τον Αρειο Πάγο ή δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που αποφαίνεται τελεσιδίκως.

Εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και οι διατάξεις του άρθρου 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ., εκτός αν

η απόφαση εκδόθηκε από τον Αρειο Πάγο." (σημ.:η παρ.9 του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 (Α

173) ορίζει ότι: "Τρίτος, κατά της περιουσίας του οποίου διατάχθηκε δήμευση, χωρίς να

συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της

σχετικής διάταξης της απόφασης, μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοσή της σ' αυτόν. Τα άρθρα

492 και 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση."

4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και

οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.


Άρθρο 505. - Ποιοί ζητούν την αναίρεση.

1. Εκτός από την περίπτωση της παρ, 3 του προηγούμενου άρθρου, αναίρεση μπορούν να

ζητήσουν: α) ο κατηγορούμενος, β) ο αστικώς υπεύθυνος για την καταδικαστική απόφαση που

αναγνωρίζει την αστική του ευθύνη, γ) ο πολιτικώς ενάγων για την καταδικαστική απόφαση,

μόνο όμως για το τμήμα της που επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει

την αγωγή του, επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, δ) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τις

αποφάσεις του δικαστηρίου όπου είναι τοποθετημένος και τις αποφάσεις των μονομελών

πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων της περιφέρειάς του, ο εισαγγελέας που

άσκησε την κατηγορία στο μεικτό ορκωτό δικαστήριο για τις αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού,

και ο εισαγγελέας εφετών για τις αποφάσεις του εφετείου και τις αποφάσεις των μεικτών

ορκωτών και των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων που ανήκουν στην περιφέρειά

του.
2. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε

απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3).

Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους

λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων

της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

3. Όταν ζητείται αναίρεση απόφασης, υποβάλλονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μαζί με

την αίτηση αναίρεσης ή τη δήλωση που συντάσσεται με βάση το άρθρο 473 παρ. 2 ατελώς και

δύο αντίγραφα, καθώς και δύο αντίγραφα των πρόσθετων λόγων και των υπομνημάτων του

αναιρεσείοντος. (η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).






Άρθρο 506. - Αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων.


Την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορούν να ζητήσουν: α) ο κατηγορούμενος, αν

αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας, β) Ο εισαγγελέας του πλημμελειοδικείου, του μεικτού

ορκωτού δικαστηρίου ή του εφετείου (κατά τις διακρίσεις του άρθρου 505 παρ. 1 στοιχ. δ) αν η

αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) ο

μηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση και στα

έξοδα (άρθρ. 71). (η περ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω
με το άρθρο 50 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 507. - Προθεσμία για την αναίρεση.



1. Η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473. Για τον εισαγγελέα που δεν

υπηρετεί στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση η προθεσμία είναι

δεκαπενθήμερη από τη δημοσίευση της απόφασης και δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Δεν

αναστέλλει επίσης την εκτέλεση και η αίτηση αναίρεσης που υποβάλλεται από τον εισαγγελέα

του Αρείου Πάγου (άρθρο 505 παρ.2). 2. Για τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του

πταισματοδικείου που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου, η

προθεσμία για την αναίρεση είναι μηνιαία και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης. 3. Για

τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν στον απόντα

κατηγορούμενο μόνο χρηματική ποινή, η προθεσμία για την αναίρεση είναι δίμηνη και αρχίζει

από τη δημοσίευση της απόφασης. 4. Αν επιβλήθηκε ποινή σε χρήμα και η απόφαση είναι

ανέκκλητη, η προθεσμία για την αναίρεση και η άσκηση της αναίρεσης δεν έχουν ανασταλτικό

αποτέλεσμα.



Άρθρο 508. - Πότε είναι παραδεκτή η αναίρεση.



1. Η αίτηση αναίρεσης της απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της

ελευθερίας είναι τότε μόνο δεκτή, όταν αυτός αποδείξει ταυτόχρονα ή και μεταγενέστερα,

πάντως έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, με πιστοποιητικό του διευθυντή φυλακών ότι

κρατούνταν όταν άσκησε την αναίρεση. Το πιστοποιητικό αυτό δεν απαιτείται αν από τα έγγραφα

προκύπτει η κράτηση ή αν η εκτέλεση της ποινής έχει ανασταλεί ή αναβληθεί ή αν η ποινή έχει

μετατραπεί σε χρηματική και έχει αποτιθεί ή αν, όταν πρόκειται για στρατιωτικό εν ενεργεία, δεν

έχει διαταχθεί η εκτέλεση από το αρμόδιο όργανο. Αν έως την ημέρα που συζητείται η αναίρεση

δεν είχε διαταχθεί η εκτέλεση της ποινής, εκείνος που καταδικάστηκε οφείλει ακόμη να

προσκομίσει πιστοποιητικό του αρμόδιου υπουργού, όπου να βεβαιώνεται συγκεκριμένα για ποιο

ανυπέρβλητο υπηρεσιακό κώλυμα δεν έγινε η εκτέλεση. Η αίτηση αναίρεσης, είναι απαράδεκτη,

αν μετά την υποβολή της εκείνος που καταδικάστηκε αποδράσει από τις φυλακές. 2. Η διάταξη

της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται, αν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται εναντίον αποφάσεως,

που έχει απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αν δόθηκε είτε αρχικά είτε

μεταγενέστερα ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 471

παράγραφος 2.



Άρθρο 509. - Έκθεση αναίρεσης.



1. Και στην αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης δικαστηρίου εφαρμόζονται τα άρθρα 473

παρ.2 και 474. Ο εισαγγελέας ο οποίος δεν ασκεί τα καθήκοντά του στο δικαστήριο που εξέδωσε

την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να δηλώσει την αίτησή του για αναίρεση και στο

γραμματέα του δικαστηρίου όπου υπηρετεί, ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και στο

γραμματέα του Αρείου Πάγου. 2. Εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την

αναίρεση (άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2), μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με

έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση

της αναίρεσης ημέρα στο γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και συντάσσεται

ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα που κατατίθενται• αν δεν τηρηθεί η παραπάνω

προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Στη συζήτηση ύστερα από αναβολή το

έγγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης κατατίθεται δεκαπέντε ημέρες πριν από την ορισμένη

νέα δικάσιμο• διαφορετικά είναι απαράδεκτο.



Άρθρο 510. - Λόγοι αναίρεσης.

1. Ως λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθούν μόνο: Α) η απόλυτη ακυρότητα

που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171), Β) η σχετική ακυρότητα που

συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρου 170 παρ. 1) και δεν καλύφθηκε

σύμφωνα με το άρθρο 173 και 174, καθώς και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2, Γ)

η παράβαση των διατάξεων για την δημοσιότητα της
διαδικασίας στο ακροατήριο, Δ) η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που

επιβάλλει το Σύνταγμα, Ε) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής

διάταξης, ΣΤ) η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρου 57), Ζ) η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του

δικαστηρίου που δίκασε, (ή η μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού

νόμου) ή η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε

δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν: α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση

που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα

με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. γ) έκρινε

για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας αυτά που ορίζουν τα άρθρα 65 παρ. 1 και 66 παρ. 1, δ)

καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση (άρθρα

41 και 46) ή για το οποίο δε δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 54) ή για το οποίο δεν έχει ρητά

επιτραπεί η έκδοση (άρθρο 438). (σημ.: η αρχική περ. Η΄ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ και η παρ. Θ'

αναριθμήθηκε σε περ. Η' και αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).

2. Εκτός από τους πιο πάνω λόγους μπορούν να προταθούν, σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της

απόφασης και το σχετικό με την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων, και οι λόγοι

αναίρεσης οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία.


Άρθρο 511. - Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως.


Αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο

Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που

αναφέρονται στα στοιχεία Α', Γ΄, Δ', Ε', ΣΤ' και Η' της παραγράφου 1 του άρθρου 510. Δεν

επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο

Αρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος

λόγος, και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της.

(το άρθρο 511 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 512. - Λόγοι για την αναίρεση της αθωωτικής απόφασης.



Οι λόγοι αναίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 510 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του

άρθρου 506 στοιχεία α' και γ'.



Άρθρο 513. - Διαδικασία.


1. Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου

απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και μπορεί να καταδικάσει εκείνον που την

ασκεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Διαφορετικά, αρχίζει η διαδικασία στον Αρειο Πάγο,

σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει

τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα

άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου

του Αρείου Πάγου ή στην ολομέλειά του. Για την κλήτευση στην ολομέλεια απαιτείται η

σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Αρείου Πάγου, αφού ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των

λόγων αναίρεσης. Η αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

εισάγεται πάντοτε στην Ολομέλεια. (σημ.: το πρώτο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω

με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

2. Αν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον

εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

3. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Αν ο αναιρεσείων κρατείται στη

φυλακή, μπορεί να διορίσει συνήγορο με δήλωσή του στο διευθυντή της φυλακής, οπότε

συντάσσεται έκθεση, που διαβιβάζεται αμέσως στο γραμματέα του Αρείου Πάγου.


Άρθρο 514. - Συζήτηση. α) Μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος.


Αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται και μπορεί να καταδικασθεί σε

χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν

επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης. Κατ' εξαίρεση,

ακόμα και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, ο Αρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως: α) παραθέτει το

σχετικό άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν αυτό

δεν έχει παρατεθεί σε αυτή ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα και β) εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον

επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 511). (σημ.: το άρθρο

514 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 515. - β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος.



1. Με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου

σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή

δικάσιμο• στη δικάσιμο αυτή όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς νέα κλήτευση,

ακόμα και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. 2. Αν

εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και

αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Πρώτος αγορεύει ο συνήγορος του αναιρεσείοντος και

ύστερα από αυτόν οι συνήγοροι του καθού και των άλλων διαδίκων. Σ' αυτούς επιτρέπεται να

απαντήσει ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, οπότε ανταπαντούν οι συνήγοροι των αντιδίκων, για

μια όμως μόνο φορά. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αν δεν ζητεί ο ίδιος την αναίρεση,

αγορεύει τελευταίος• ύστερα ακολουθεί η απόφαση. 3. Η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται, αν

κριθεί αβάσιμη. Αν επί πλέον η αίτηση θεωρηθεί παράλογη, καταδικάζεται εκείνος που άσκησε

την αναίρεση σε χρηματική ποινή έως 2,90 ευρώ. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το χρηματικό ποσό σε δραχμές

του παρόντος άρθρου έχει μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001

ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 516. - Αναίρεση για αναρμοδιότητα.



1. Αν η αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή λόγω αναρμοδιότητας του δικαστηρίου (άρθρ. 510 παρ. 1

στοιχ. Ζ' ), ο Άρειος Πάγος αποφασίζει ταυτόχρονα την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, το

προσδιορίζει στην απόφαση και καταδικάζει τον ηττημένο στην πληρωμή των εξόδων. 2. Ο Άρειος

Πάγος διατάσσει επίσης όσα ορίζονται στην παρ.1 και όταν ζητείται να αναιρεθεί απόφαση που

δέχθηκε καθ' ύλην αναρμοδιότητα (άρθρ. 504 παρ. 2), είτε γίνει δεκτή η αίτηση, είτε απορριφθεί

ως αβάσιμη. 3. Το δικαστήριο που ορίστηκε ως αρμόδιο ενεργεί στη συνέχεια σύμφωνα με το

άρθρο 135.







Άρθρο 517. - Αναίρεση λόγω δεδικασμένου.


1. Αν η απόφαση αναιρέθηκε επειδή παραβιάστηκε το δεδικασμένο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.

ΣΤ'), ο Αρειος Πάγος ακυρώνει την απόφαση και κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη

(άρθρ. 57 παρ. 3).

2. Στην ίδια ενέργεια προβαίνει ο Αρειος Πάγος, αν η αναίρεση έγινε για τους λόγους που

αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' δ'. (η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο

50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 518. - Αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.


1. Αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής

διάταξης, ο Αρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική

διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Αν στην

τελευταία περίπτωση υπάρχουν πολιτικές απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 71, ο Αρειος

Πάγος αποφασίζει και γι' αυτές. (το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50

Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).
2. Αν η αναίρεση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία επειδή λείπει στην απόφαση

κάποιος όρος του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης για τον οποίο παρέλειψε να αποφανθεί το

δικαστήριο, μολονότι ο όρος αυτός περιεχόταν στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο

θέσπισμα, ο Αρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί πάλι κατά το άρθρο 519.



Άρθρο 519. - Αναίρεση για άλλους λόγους.


Αν η αναίρεση έγινε για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α',

Β', Γ΄, Δ' και Η'", ο Αρειος Πάγος αποφασίζει μόνο για την αναίρεση, καταδικάζει τον

ηττημένο στην πληρωμή των εξόδων και, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει έπειτα τη

δίκη για νέα συζήτηση σε ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, άλλο από εκείνο του οποίου η

απόφαση προσβλήθηκε με αναίρεση, ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από

άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. (σημ.: η πρώτη περίοδος

αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 520. - Αναίρεση για παραβάσεις μετά την ετυμηγορία.


Αν αναιρέθηκε απόφαση του δικαστηρίου των συνέδρων για κάποια παράλειψη ή υπέρβαση

που έγινε μετά την παράδοση τον πρόεδρο των συνέδρων της τακτικής και απρόσβλητης

ετυμηγορίας των ενόρκων, ο Αρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο

συνέδρων, που αποφασίζει με βάση την ετυμηγορία των ενόρκων. Το δικαστήριο των

συνέδρων πρέπει να αποτελείται από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν και προηγουμένως,

εκτός αν αυτό είναι αδύνατον. (το άρθρο 520 απαλείφθηκε με το άρθρο 51 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).


Άρθρο 521. - Αναίρεση ως προς τις ιδιωτικές απαιτήσεις.



Ο Άρειος Πάγος, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο πολιτικό

δικαστήριο, έστω και αν η πρωτόδικη απόφαση θα ήταν ανέκκλητη λόγω ποσού, όταν η αναίρεση

γίνει μόνο ως προς τις διατάξεις ή τα κεφάλαια της απόφασης που αφορούν τις ιδιωτικές

απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου που αθωώθηκε ή το μέρος της

απόφασης που αφορά την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων (άρθρο 373).



Άρθρο 522. - Εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου.



Η απόφαση που εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο στέλνεται χωρίς αναβολή από τον εισαγγελέα του

Αρείου Πάγου στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου εφετών ή πρωτοδικών, για να

εκτελεστεί αμέσως. Πέρα από αυτό κάθε απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγγέλλει αναίρεση

ανακοινώνεται από τον ίδιο εισαγγελέα στους δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση που

αναιρέθηκε και σημειώνεται στο περιθώριο της απόφασης αυτής• μπορεί επίσης να διαταχθεί

από τον Άρειο Πάγο και η δημοσίευσή της στον τύπο με δαπάνη του ηττημένου διαδίκου.



Άρθρο 523. - Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής.


Στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ένορκος και

δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως' εξαιρείται η περίπτωση του άρθρου 520.

(σημ.: το τελευταίο εδάφιο απαλείφθηκε με το άρθρο 51 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 524. - Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής.


1. Η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τα άρθρα 518 παρ. 2 και

519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του

άρθρου 135. (σημ.: η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 51 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).

2. Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον

που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την

απαγόρευση του άρθρου 470.


ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ - ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Επανάληψη της διαδικασίας.

Άρθρο 525. - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασμένου.



1. Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το

συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1)

αν δύο άνθρωποι καταδικάστηκαν για την ίδια πράξη με δύο διαφορετικές αποφάσεις και γίνεται

αναμφισβήτητα φανερό από τη σύγκρισή τους ότι ένας από τους δύο είναι αθώος. 2) αν, ύστερα

από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα -άγνωστα στους δικαστές που τον

καταδίκασαν- γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν

προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή

καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. 3) αν βεβαιωθεί

ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου ψευδείς καταθέσεις

μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή πειστήρια, τα

οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψη στη διαδικασία του ακροατηρίου, ή δωροληψία ή άλλη

από πρόθεση παράβαση καθήκοντος του δικαστή ή του ενόρκου που μετείχε στο δικαστήριο που

απάγγειλε την καταδίκη. 4) αν μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποδείχθηκε ότι ο καταδικασμένος

αθωώθηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα και 5) Αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά

το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε.

2. Οι κατά την παρ.1 αρ.3 αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας, της πλαστογραφίας, της

δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος πρέπει να αποδεικνύονται με αμετάκλητη δικαστική

απόφαση, εκτός αν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν

την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη. (Όπως προστέθηκε

περ. 5 στην παρ.1 από το άρθρο 11 του ν. 2865/2000)



Άρθρο 525Α. -



Επανάληψη της διαδικασίας κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν υπέχει υποχρέωση σε

αποζημίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής αποζημίωση στις περιπτώσεις του άρθρου 533 μπορεί

να ζητήσει εκείνος που ζημιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραβίαση, εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους, της

Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τη διαμόρφωση της οικείας

κρίσης. (Όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3060/2002 ΦΕΚ 242Α/11-10-2002).



Άρθρο 526. - Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε.



1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική

διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνο: α) αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την

αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του

δικαστικού καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση και β) αν από την

αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της

πράξης. 2. Η αναφερόμενη στην παρ.1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας ή της δωροδοκίας ή

της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική

απόφαση. 3. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για εκείνον που αθωώθηκε αμετάκλητα με

βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου.



Άρθρο 527. - Ποιοι ζητούν την επανάληψη και με ποιες διατυπώσεις.



1. Η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον

ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δεύτερου βαθμού ή από το

συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε• η αίτηση αυτή μπορεί

να υποβληθεί και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή έπειτα από την έκτιση ή την παραγραφή

της ποινής που του επιβλήθηκε. 2. Την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του

κατηγορουμένου που αθωώθηκε μπορεί να τη ζητήσει μόνο ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που

απάγγειλε την αθώωση ή ο προϊστάμενός του εισαγγελέας. 3. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους

λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν,

γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, και υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών αν η αμετάκλητη

καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα

να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή

ή εισαγγελέα• κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή

δικαστήριο όπου υπηρετεί.



Άρθρο 528. - Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία.



1. Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης είναι κατά τις διακρίσεις της

παραγράφου 3 του άρθρου 527 το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον

οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα

για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης• αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν

κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την

υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στην

περίπτωση του άρθρου 525 παρ.1 αρ.4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά

που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Κατά της απόφασης του συμβουλίου των εφετών επιτρέπεται

αναίρεση στον εισαγγελέα και στον αιτούντα κατά τα άρθρα 484 και 485. 2. Αν στην περίπτωση

του άρθρου 525 παρ.1 αρ.3 δεν εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση επειδή δεν μπορούσε να

εκδικαστεί στην ουσία της η υπόθεση ή επειδή υπήρχαν λόγοι που ανέστειλαν την ποινική δίωξη,

τηρείται η διαδικασία των παρακάτω παραγράφων. 3. Η βεβαίωση του εγκλήματος της

ψευδορκίας, της πλαστογραφίας, της δωροδοκίας ή της παράβασης του δικαστικού καθήκοντος

που τελέστηκε σε βάρος του καταδικασμένου γίνεται από το δικαστήριο των εφετών, το οποίο

είναι αρμόδιο να κρίνει την αίτηση για επανάληψη, αν η καταδίκη είχε απαγγελθεί από το

πλημμελειοδικείο, διαφορετικά από το δικαστήριο των εφετών που πήρε εντολή από τον Άρειο

Πάγο και που είναι διαφορετικό από εκείνο που καταδίκασε. Ο εισαγγελέας του δικαστηρίου των

εφετών κλητεύει υποχρεωτικά (άρθρα 155-159 και 166) τον καταδικασμένο, εκείνον που ζητεί την

επανάληψη της διαδικασίας αν είναι πρόσωπο διαφορετικό από το προηγούμενο, και τους

διαδίκους που είχαν παραστεί στη συζήτηση κατά την οποία απαγγέλθηκε η καταδίκη. Καλεί

επίσης εκείνον στον οποίο αποδίδεται η ψευδορκία, η πλαστογραφία, η δωροδοκία ή η

παράβαση του δικαστικού καθήκοντος να παραστεί, αν θέλει, στο ακροατήριο του δικαστηρίου

των εφετών για να δώσει πληροφορίες ή εξηγήσεις. 4. Το δικαστήριο των εφετών της

προηγούμενης παραγράφου σε δημόσια συνεδρίαση εξετάζει τους μάρτυρες που κάλεσαν οι

διάδικοι ή ο εισαγγελέας, και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν και, αφού

ακούσει όσους εμφανίστηκαν από εκείνους που είχαν κλητευθεί κατά την παρ.3, αποφαίνεται

αμετάκλητα αν τελέστηκε η αξιόποινη πράξη που επικαλείται ο αιτών. 5. Αν το εφετείο αποφανθεί

ότι έχει τελεστεί το έγκλημα που αναφέρεται στην αίτηση, το αρμόδιο συμβούλιο των εφετών ή ο

Άρειος Πάγος, κατά τις διακρίσεις της παρ.3 του άρθρου 527, εφόσον προκειμένου για

ψευδομαρτυρία ή πλαστογραφία κρίνει ακόμη ότι αυτή είχε ουσιώδη επίδραση στην καταδίκη

του κατηγορουμένου, δέχεται την αίτηση και διατάσσει όσα ορίζονται στην παρ.1. Διαφορετικά,

απορρίπτει την αίτηση. 6. Η επανάληψη σύμφωνα με το άρθρο 525 διατάσσεται για όλους όσοι

καταδικάστηκαν, και όταν ένας μόνο τη ζήτησε, εκτός αν οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί

αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του.



Άρθρο 529. - Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής.



Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο που είναι αρμόδιο να

την κρίνει, αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την

αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος.



Άρθρο 530. - Επανάληψη της συζήτησης.



1. Η συζήτηση που διατάχθηκε να επαναληφθεί γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα• η

απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται από αυτόν.

2. Στο δικαστήριο απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη

φορά. Αν το δικαστήριο κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι δεν είναι δυνατή η

εμφάνιση των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την πρώτη συζήτηση, διατάσσει να

διαβιβαστούν στο ακροατήριο οι μαρτυρικές καταθέσεις της πρώτης συζήτησης και οι ένορκες

καταθέσεις που δόθηκαν κατά την ανάκριση• διαφορετικά, η διαδικασία ακυρώνεται. Οι

μάρτυρες ή οι πραγματογνώμονες που καταδικάστηκαν για ψευδορκία (άρθρο 525 παρ.1 αριθ.3)

δεν μπορούν να εξεταστούν, ούτε διαβάζονται οι ένορκες καταθέσεις τους ή οι εκθέσεις

πραγματογνωμοσύνης. Εξετάζονται πάντοτε οι νέοι μάρτυρες που προσκλήθηκαν από τον

εισαγγελέα ή από τους διαδίκους. Αν η επανάληψη ζητήθηκε σε όφελος εκείνου που

καταδικάστηκε, το δικαστήριο δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη τη θέση του.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποκατάσταση.

Άρθρο 531. - Αίτηση που βεβαιώνει τους λόγους της.



Η αποκατάσταση που επιτρέπεται κατά τους όρους του ποινικού κώδικα διατάσσεται από το

συμβούλιο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί μόνιμα εκείνος που τη ζητεί. Η

αίτηση πρέπει να περιέχει και δήλωση των τόπων στους οποίους διέμενε μετά την απόλυσή του

από τις φυλακές αυτός που την υπέβαλε, και παραδίδεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του

τόπου όπου κατοικεί, τώρα με τα αποδεικτικά στοιχεία της. Ο εισαγγελέας, αφού συγκεντρώσει

τα στοιχεία που πιστοποιούν τους απαιτούμενους όρους για την αποκατάσταση και λάβει

βεβαιώσεις για τη διαγωγή και τους πόρους του αιτούντος από τις αστυνομικές και δημοτικές ή

κοινοτικές αρχές, καθώς και από τους ειρηνοδίκες των περιφερειών όπου διέμενε ο αιτών κατά το

χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε, υποβάλλει όλα τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών• ο

τελευταίος εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών.



Άρθρο 532. - Απόφαση για την αίτηση.



1. Το συμβούλιο εφετών, αφού ακούσει τον αιτούντα, το συνήγορό του και τον εισαγγελέα,

αποφαίνεται με βούλευμα για την αίτηση και μπορεί να διατάξει να συμπληρωθεί η βεβαίωση

των λόγων της αίτησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε από τον ίδιο είτε από κάποιο

μέλος του είτε από ανακριτή. 2. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται

αναίρεση και σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση και στον εισαγγελέα. 3. Η απόφαση που

διατάσσει την αποκατάσταση σημειώνεται στο περιθώριο της καταδικαστικής απόφασης και στο

ποινικό μητρώο του καταδικασμένου.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν

και μετέπειτα αθωώθηκαν.

Άρθρο 533. - Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση.



1. Έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το δημόσιο αποζημίωση: (α) οι προσωρινά κρατηθέντες,

που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, (β) οι κρατηθέντες με

καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα συνεπεία ένδικου μέσου

και (γ) οι καταδικασθέντες και κρατηθέντες, που αθωώθηκαν με δικαστική απόφαση ύστερα από

επανάληψη της διαδικασίας. Επίσης αποζημίωση δικαιούνται όσα από τα παραπάνω πρόσωπα

τιμωρήθηκαν μετέπειτα με ποινή μικρότερης διάρκειας από αυτή που εξέτισαν αρχικά. 2. Όσοι

κρατήθηκαν λόγω καταδίκης ή κρατήθηκαν προσωρινά κατά την παράγραφο 1 έχουν το δικαίωμα

να ζητήσουν αποζημίωση, και αν ακόμη έχουν απαλλαγεί επειδή, μολονότι τέλεσαν την πράξη,

δεν τους επιβλήθηκε ποινή για οποιονδήποτε λόγο. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το

άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 534. - Ποιοι άλλοι έχουν δικαίωμα για αποζημίωση.



Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προϋποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους

οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση

διατροφής. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-

05-01)



Άρθρο 535. - Πότε δεν υπάρχει δικαίωμα για αποζημίωση.



Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε

προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης. (Όπως το

άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 536. - Αρμόδιο δικαστήριο και ύψος αποζημίωσης.



1. Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο που

εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από

προφορική ή γραπτή αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και αφού προηγουμένως ο αιτών και ο

εισαγγελέας ακουσθούν. 2. Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, του

επιδικάζεται κατ' αποκοπή ημερήσια αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και

για ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών ούτε

ανώτερη των είκοσι εννέα ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί

υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και το ανώτερο

όριο της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών

Οικονομικών και Δικαιοσύνης. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν.

2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01). (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος

άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ

203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 537. - Μεταγενέστερη αίτηση.



1. Εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα την αίτησή του για αποζημίωση στο

ίδιο δικαστήριο. 2. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου

αυτού μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την απαγγελία της απόφασης στο

ακροατήριο ή από την κοινοποίηση στον προσωρινά κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος

ή της απαλλακτικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του. Η παραπάνω προθεσμία δεν

παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως. Η αίτηση εισάγεται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο, που

συγκαλείται ειδικώς και εκτάκτως για την εκδίκασή της κατά το δυνατό σε μία από τις πρώτες

εργάσιμες ημέρες μετά την παράδοση της αίτησης. 3. Το δικαστήριο αποτελείται κατά προτίμηση

από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση. (Όπως το άρθρο

αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 538. - Ακυρότητα της απόφασης.



Απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση, αν εκδόθηκε κατά

παράβαση των διατάξεων των άρθρων 536 και 537, είναι άκυρη. (Όπως το άρθρο

αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 539. - Αγωγή για την αποζημίωση.



1. Αν αναγνωρισθεί από το ποινικό δικαστήριο μόνο η υποχρέωση για αποζημίωση από το

δημόσιο, χωρίς να επιδικασθεί αποζημίωση, ή αν η επιδικασθείσα αποζημίωση κρίνεται από τον

δικαιούχο ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του ή από το δημόσιο υπερβολική, οι

διάδικοι μπορούν να εγείρουν αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων

663 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής

της υποχρέωσης, για τον ακριβή προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Μόνο σε

εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να υπερβεί το ανώτατο όριο της παραγράφου 2

του άρθρου 536. 2. Η αξίωση παραγράφεται ύστερα από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε

αμετάκλητη η απόφαση για την ποινική υπόθεση. 3. Η αξίωση μεταβιβάζεται στους

κληρονόμους εκείνου που ζημιώθηκε, αφού αναγνωρισθεί από το ποινικό δικαστήριο. Είναι

άκυρη η εκχώρηση και η κατάσχεσή της πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που επιδικάζει την

αποζημίωση. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29

-05-01)



Άρθρο 540. - Αντικείμενο της αξίωσης στα πολιτικά δικαστήρια.



1. Αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια είναι κάθε ζημία που

προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κράτησης στην

περιουσιακή κατάσταση εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά ή καταδικάσθηκε, κρατήθηκε και

μετέπειτα αθωώθηκε και η ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 δεν

αφορούν τους δικαιούχους του άρθρου 534. 2. Εκτέλεση ποινής θεωρείται και η προσωρινή

κράτηση που υπολογίσθηκε σ΄ αυτή. 3. Στην προσωρινή κράτηση υπολογίζεται και η κράτηση

που έγινε πριν από αυτήν με ένταλμα της ανακριτικής αρχής για την πράξη για την οποία

διατάχθηκε η κράτηση. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001

ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 541. - Υποκατάσταση του δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου.



Έως το ποσό της αποζημίωσης που πληρώθηκε, το Δημόσιο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα

δικαιώματα του ζημιωμένου, ως ειδικός διάδοχος, εναντίον οποιουδήποτε που με παράνομη

ενέργεια έγινε αίτιος να καταδικασθεί ή προσωρινά να κρατηθεί αυτός που ζημιώθηκε. Οι

δικαστικοί λειτουργοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με το νόμο δεν ευθύνονται

για καταδίκη ή προσωρινή κράτηση που επέβαλαν, εκτός αν δεν ενήργησαν στο πλαίσιο των

καθηκόντων τους και θεμελιώνεται σε βάρος τους ποινικό αδίκημα. (Όπως το άρθρο

αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 542. - Εφαρμογή και στον Άρειο Πάγο και στα υπόλοιπα δικαστήρια.



1. Οι διατάξεις των άρθρων 533-541 εφαρμόζονται ανάλογα και από τον Άρειο Πάγο, όταν αυτός

απαλλάσσει εκείνον που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα. 2. Οι

διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης από τα στρατιωτικά δικαστήρια. (Όπως το άρθρο

αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 543. - Εφαρμογή και υπέρ των αλλοδαπών.



Οι διατάξεις των άρθρων 533-542 εφαρμόζονται και υπέρ των αλλοδαπών ή ανιθαγενών. (Όπως

το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 544. - Έννοια δικαστηρίου και απόφασης.



Στις διατάξεις των άρθρων 533-542 ως δικαστήριο και απόφαση νοούνται και τα δικαστικά

συμβούλια και τα βουλεύματά τους. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν.

2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



Άρθρο 545. - Επιστροφή αποζημίωσης, που πληρώθηκε σε περίπτωση μεταγενέστερης

καταδίκης



Σε περίπτωση μεταγενέστερης αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης λόγω επανάληψης της

διαδικασίας κατά εκείνου που είχε αθωωθεί αμετάκλητα, αυτοί που εισέπραξαν την αποζημίωση

είναι υποχρεωμένοι να την επιστρέψουν προς το Δημόσιο. (Όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από

το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ109Α/29-05-01)



ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ – ΕΚΤΕΛΕΣΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποφάσεις εκτελεστές.

Άρθρο 546. - Πότε η απόφαση είναι εκτελεστή.



1. Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις

γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις. 2. Αμετάκλητη

είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη

προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε.



Άρθρο 547. - Πότε εκτελείται η αθωωτική απόφαση.



Η αθωωτική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ο νόμος

ορίζει διαφορετικά.



Άρθρο 548. - Πότε εκτελείται η προπαρασκευαστική απόφαση.



Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να

ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του.



Άρθρο 549. - Ποιοι φροντίζουν για την εκτέλεση της απόφασης.



1. Για την εκτέλεση της απόφασης φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος

κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει, ενώ σε όσα πταισματοδικεία δεν υπάρχει

δημόσιος κατήγορος (άρθρο 27) για την εκτέλεση φροντίζει ο πταισματοδίκης. 2. Ο

επιφορτισμένος με την εκτέλεση μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλον εισαγγελέα, δημόσιο κατήγορο

ή πταισματοδίκη, ιδίως όταν ο καταδικασμένος διαμένει έξω από την έδρα του επιφορτισμένου

με την εκτέλεση, και ο τελευταίος εγκρίνει την έκτιση της ποινής σε φυλάκιση έξω από την

περιφέρειά του. 3. Η εκτέλεση της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή περιοριστική της

ελευθερίας σε στρατιωτικό ξηράς, θάλασσας, αέρα ή της χωροφυλακής, ή σε πρόσωπο που

υπηρετεί στο σώμα της αστυνομίας πόλεων ή στην πυροσβεστική υπηρεσία γίνεται με διαταγή

του προϊσταμένου του υπουργού, ο οποίος, μετά τη λήψη της καταδικαστικής απόφασης και της

αίτησής του κατά την παρ.1 εισαγγελέα για εκτέλεση, οφείλει χωρίς αναβολή να παραδώσει στον

εισαγγελέα τον καταδικασμένο ή να φροντίσει αμέσως για την εκτέλεση, όταν ο νόμος ορίζει ότι

αυτή θα γίνει σε ειδικές στρατιωτικές φυλακές. 4. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στα υπόλοιπα

πρόσωπα του άρθρου 157, καθώς και στα πρόσωπα του άρθρου 158, ανακοινώνονται στους

προϊσταμένους τους μόλις εκτελεστούν.



Άρθρο 550. - Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα.



Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον

του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, εκτελείται μόνο εκείνη που επιβάλλει την ελαφρότερη

ποινή• αν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό, αποφαίνεται αμετάκλητα το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο

565). Με την εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει την ελαφρότερη ποινή ακυρώνονται

αυτοδικαίως όλες οι άλλες αποφάσεις.



Άρθρο 551. - Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα.



1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες

καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί

του ποινικού κώδικα για τη συρροή. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια,

αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το δικαστήριο που

επέβαλε τη βαρύτερη ποινή ή, αν πρόκειται για ομοειδείς ποινές, το δικαστήριο που επέβαλε την

ποινή που έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια• σε κάθε άλλη περίπτωση το δικαστήριο που εξέδωσε τη

νεότερη απόφαση. Αν ένα από τα δικαστήρια που επέβαλαν τις ποινές είναι το μικτό ορκωτό

δικαστήριο, αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο, και αν είναι το μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι

το πενταμελές εφετείο. Αν μία από τις ποινές επιβλήθηκε από στρατιωτικό ή άλλο έκτακτο

δικαστήριο, αρμόδιο είναι το δικαστήριο των εφετών της περιφέρειας του. 2. Αν μεταξύ των προς

εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για

τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή,

εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση

αυτή, για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας, λαμβάνεται

υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει τη συνολική ποινή. 3. Εκείνος που καταδικάστηκε

κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και την προθεσμία του άρθρου 166 στο δικαστήριο

που είναι αρμόδιο κατά την παρ.1 αυτού του άρθρου• αν κρατείται μακριά από την έδρα του

δικαστηρίου, δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο, που

διορίζεται και με απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο διευθυντής της φυλακής,

ή και να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει τον

καταδικασμένο ή το συνήγορό του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα ή το δημόσιο

κατήγορο. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα.



Άρθρο 552. - Εκτέλεση της ποινής.



1. Η έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με την καταδικαστική αμετάκλητη απόφαση γίνεται

σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση

των ποινών. Για την παράδοση εκείνου που καταδικάστηκε στη φυλακή, προκειμένου να εκτίσει

τη στερητική της ελευθερίας ποινή, συντάσσεται έκθεση, υπογραφόμενη από τον κλητήρα ή από

το όργανο της δημόσιας δύναμης που τον παραδίδει και από το διευθυντή της φυλακής που τον

παραλαμβάνει• η έκθεση επισυνάπτεται στη δικογραφία. 2. Αν ο καταδικασμένος σε ποινή

στερητική της ελευθερίας δεν κρατείται προσωρινά, είναι όμως παρών στην απαγγελία της

απόφασης, εκείνος που φροντίζει για την εκτέλεση της απόφασης (άρθρο 549) διατάσσει και

προφορικά ακόμη την εκτέλεσή της, όταν αυτή μπορεί να εκτελεστεί αμέσως. διαφορετικά, μόλις

η απόφαση γίνει αμετάκλητη διαβιβάζει στην αρμόδια αστυνομική αρχή έγγραφη εντολή για

εκτέλεση, που περιέχει το ονοματεπώνυμο και κάθε άλλο στοιχείο ταυτότητας του

καταδικασμένου, τον αριθμό, τη χρονολογία της απόφασης και την ποινή που επιβλήθηκε.



Άρθρο 553. - Απότιση της ποινής σε χρήμα.



1. Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώσουν στο δημόσιο ταμείο τα

ποσά των ποινών σε χρήμα, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, μέσα στον επόμενο μήνα από

τότε που έγιναν αμετάκλητες οι αποφάσεις που τις επέβαλαν. 2. Οι διατάξεις των παρ.4 έως 7

του άρθρου 588, καθώς και το άρθρο 589, εφαρμόζονται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση. Ως

προς τα υπόλοιπα ισχύουν οι διατάξεις του κώδικα "Περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων", εκτός

αν ειδική διάταξη ορίζει διαφορετικά.



Άρθρο 554. - Λήξη της ποινής.



Ο χρόνος λήξης της στερητικής της ελευθερίας ποινής προσδιορίζεται, κατά τους ορισμούς του

ποινικού κώδικα, από εκείνον στον οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση, ο οποίος και αναγράφει το

γεγονός αυτό στο αντίγραφο της απόφασης που παραδίδεται στο διευθυντή της φυλακής.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αναβολή και διακοπή της εκτέλεσης της ποινής.

Άρθρο 555. - Πότε αναβάλλεται.

Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής αναβάλλεται αν ο καταδικασμένος

προσβλήθηκε μετά την καταδίκη του από ψυχοπάθεια σε βαθμό που να μην έχει συνείδηση της

εκτελούμενης ποινής ταυτόχρονα διατάσσεται ο εγκλεισμός του καταδίκου σε δημόσιο

ψυχιατρείο. (σημ.: οι παρ.1 και 3 απαλείφθηκαν η δε παρ. 2 τέθηκε ως μόνο κείμενο του

παρόντος άρθρου τροποποιούμενη ως άνω με το άρθρο 52 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).

(σημ.: η θανατική ποινή καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ.1 του Ν.2172/1993 ΦΕΚ Α 207), το

οποίο ορίζει τα εξής:"Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις

προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι

απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με

άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μόνο η τελευταία")



Άρθρο 556. - Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης.



Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να αναβληθεί: α) αν η γυναίκα που

καταδικάστηκε διανύει τους δύο τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της ή γέννησε πρόσφατα,

ωσότου περάσουν 3 το πολύ μήνες από τον τοκετό, β) αν το δικαστήριο που καταδίκασε πρότεινε

να δοθεί χάρη, γ) στην περίπτωση του άρθρου 430 παρ.2, δ) αν η ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο

έτη για αποδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες και ε)

στην περίπτωση του άρθρου 429 παρ.3. (Όπως προστέθηκε εδάφιο δ΄ με το άρθρο 18 παρ. 8 του

ν. 2721/1999).



Άρθρο 557. - Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής.



1. Η εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής που έχει αρχίσει μπορεί να διακοπεί στις

περιπτώσεις των άρθρων 429 παρ.3 και 556 στοιχ. α', β' και, καθώς και των παρ.2 και 7 αυτού του

άρθρου. 2. Αν εκείνος που εκτίει την ποινή νοσηλεύεται σε νοσοκομείο σύμφωνα με τις διατάξεις

για την νοσηλεία των κρατουμένων και αν εξαιτίας βαριάς νόσου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση,

ώστε η συνέχιση της νοσηλείας του σε οποιοδήποτε τέτοιο νοσοκομείο να μην μπορεί να

αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας του ή κίνδυνο της ζωής του, μπορεί, αν η αποτροπή είναι

δυνατή με νοσηλεία του σε άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα που κατονομάζεται ειδικά, να ζητήσει να

εισαχθεί σ' αυτό για να συνεχίσει με δικές του δαπάνες τη νοσηλεία του• η κατ' οίκον νοσηλεία

αποκλείεται. 3. Για την παραπάνω αίτηση αποφαίνεται το δικαστήριο κατά τη διαδικασία του

άρθρου 560, με απόφαση του που πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία• η

απόφαση αυτή εκδίδεται ύστερα: α) από γνώμη δύο ιατροδικαστών, ή, αν δεν υπάρχουν, δύο

γιατρών υπαλλήλων του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου για το αν είναι

αναγκαίο να εισαχθεί ο κρατούμενος στο νοσηλευτικό ίδρυμα που προτείνεται από αυτόν, β) από

γνώμη του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται ο αιτών και γ) από δήλωση του νοσηλευτικού

ιδρύματος που υποδεικνύεται από τον αιτούντα ότι μπορεί αυτό να αναβάλει τη νοσηλεία του. 4.

Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση, διατάσσει να διακοπεί έως πέντε μήνες η εκτέλεση της

ποινής• ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εισαγγελέα, που υποβάλλεται πριν από

τη λήξη του πενταμήνου, το ίδιο δικαστήριο μπορεί κάθε φορά να παρατείνει τον παραπάνω

χρόνο ως πέντε μήνες, αν η ανάγκη διακοπής εξακολουθεί να υπάρχει. Η διακοπή διατάσσεται με

τον όρο της συνεχούς παραμονής και νοσηλείας του καταδίκου στο νοσηλευτικό ίδρυμα που έχει

οριστεί• για την εξασφάλιση της μπορεί το δικαστήριο να επιβάλλει και οποιονδήποτε άλλον όρο.

5. Αντίγραφο της απόφασης επιδίδεται στον κατάδικο και στο διοικητικό διευθυντή του

νοσηλευτικού ιδρύματος που έχει οριστεί• η διακοπή της εκτέλεσης της ποινής αρχίζει από την

ημέρα που ο κατάδικος εισάγεται στο ίδρυμα• για την εισαγωγή αυτή συντάσσεται έκθεση, που

την υπογράφει ο παραπάνω διευθυντής, ή, αν αυτός απουσιάζει, ο γραμματέας του ιδρύματος

και το όργανο που μετέφερε τον κρατούμενο. 6. Ο κρατούμενος τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός

έτους αν παραβεί με πρόθεση οποιονδήποτε όρο που του είχε τεθεί. Με φυλάκιση έως ενός

έτους τιμωρείται επίσης ο διοικητικός διευθυντής του νοσηλευτικού ιδρύματος, αν με πρόθεση

παρέλειψε να ειδοποιήσει χωρίς χρονοτριβή τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών για κάθε

διακοπή της νοσηλείας του καταδικασμένου και για κάθε έξοδό του από αυτό ή αν σε

οποιαδήποτε στιγμή εναντιώθηκε στη διενέργεια ελέγχου για τα παραπάνω στο ίδρυμα. Αν οι

πράξεις αυτές τελέστηκαν από αμέλεια, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μηνών. 7. Σε

εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η διακοπή που έχει διαταχθεί κατά τις παρ.2-4 δεν μπορεί να

αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας ή κίνδυνο της ζωής και αν η αποτροπή αυτή μπορεί

πραγματικά να επιτευχθεί με την κατ' οίκον νοσηλεία, το δικαστήριο έπειτα από αίτηση του

καταδίκου μπορεί για το σκοπό αυτό να διατάξει να διακοπεί η εκτέλεση της ποινής• κατά τα άλλα

εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ.3 και 4 αυτού του άρθρου. 8. Ο εισαγγελέας διατάσσει την

εκτέλεση της ποινής που διακόπηκε, μόλις λήξει ο χρόνος της διακοπής ή της παράτασης.



Άρθρο 558. - Προσωρινή έξοδος του φυλακισμένου.



Σε κάθε κρατούμενο ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου της κράτησης με ειδικά

αιτιολογημένη διάταξή του μπορεί να επιτρέψει να βγει από τη φυλακή για ορισμένες ώρες και

με ασφαλή συνοδεία, για να εκπληρώσει εξαιρετικές οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες

που έχουν αποδειχθεί• ο εισαγγελέας συνεκτιμά τις γενικές περιστάσεις και ιδίως τη βαρύτητα

της πράξης, την προσωπικότητα του κρατουμένου και τη διεξαγωγή του στο χώρο όπου

κρατείται. Για όσους βρίσκονται σε προσωρινή κράτηση χρειάζεται και σύμφωνη γνώμη του

ανακριτή. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για τους καταδίκους εξαιτίας κακουργήματος, αν ο

χρόνος που απομένει ωσότου εκτίσουν την ποινή τους είναι μεγαλύτερος από πέντε χρόνια.



Άρθρο 559. - Αρμοδιότητα για την αναβολή και τη διακοπή της ποινής.


Την αναβολή και τη διακοπή της εκτέλεσης της ποινής τη διατάσσει: α) στην περίπτωση β'

του άρθρου 556 το δικαστήριο που έχει εκδώσει την καταδικαστική απόφαση, β) στις

περιπτώσεις των άρθρων 555 και 556 στοιχ. α', το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην

περιφέρεια του οποίου κρατείται εκείνος που καταδικάστηκε. γ) στις περιπτώσεις της 1ης

παραγράφου στοιχ. α' περίπτωση πρώτη του άρθρου 555, καθώς και στις περιπτώσεις γ' και

δ' του άρθρου 556, ο εισαγγελέας που είναι υπεύθυνος ή εποπτεύει την εκτέλεση, με

αιτιολογημένη διάταξή του, δ) στην περίπτωση της 7ης παραγράφου του άρθρου 557 το

δικαστήριο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου κρατείται ο κατάδικος, αποτελούμενο από

πέντε μέλη. (σημ.: η περ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 52 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003).


Άρθρο 560. - Διαδικασία και απόφαση.



1. Το δικαστήριο ασχολείται με το θέμα ύστερα από αίτηση είτε εκείνου που καταδικάστηκε, είτε

του εισαγγελέα που υπηρετεί σ' αυτό. Ο αρμόδιος σύμφωνα με το στοιχ. γ' του προηγουμένου

άρθρου εισαγγελέας στην περίπτωση δ' του άρθρου 556 ασχολείται με το θέμα ύστερα από

αίτηση του καταδίκου, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις μπορεί να ασχοληθεί και αυτεπαγγέλτως.

Αν παρ' όλα αυτά, κατά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης στο ακροατήριο, υπάρχει

λόγος από τους αναγραφόμενους στο άρθρο 555 παρ.2 και 556, για να αναβληθεί η εκτέλεση της

ποινής, μπορεί ο καταδικασμένος ή ο εισαγγελέας να ζητήσει προφορικά την αναβολή της ποινής

από το δικαστήριο• το δικαστήριο τότε είναι αρμόδιο σχετικά με οποιονδήποτε λόγο από αυτούς

που αναγράφονται στις παραπάνω διατάξεις. 2. Όποιος ζητεί να αναβληθεί ή να διακοπεί η

εκτέλεση της ποινής προσκαλείται στο σύμφωνα με το άρθρο 559 στοιχ. α' και β' αρμόδιο

δικαστήριο ή αντιπροσωπεύεται σ' αυτό σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 551. 3. Όταν στο

δικαστήριο πρόκειται να εισαχθεί αίτηση αναβολής ή διακοπής της ποινής εξαιτίας εγκυμοσύνης,

σωματικής αρρώστιας ή ψυχοπάθειας, ο εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση

έχει την υποχρέωση να διατάξει προηγουμένως την εξέταση του καταδίκου από δύο γιατρούς, αν

είναι δυνατό ειδικούς. Η έκθεση διαβάζεται στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας μπορεί να καλέσει

τους γιατρούς αυτούς και στο ακροατήριο.



Άρθρο 561. - Ένδικα μέσα.

Κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων που είναι αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου

559, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 555, κατά την οποία

επιτρέπεται μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης κατά τους γενικούς ορισμούς. Κατά της διάταξης

του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος σύμφωνα με το εδάφιο γ' του άρθρου 559, επιτρέπεται σ'

αυτόν που έκανε την αίτηση γα προσφύγει στο δικαστήριο όπου υπηρετεί ο εισαγγελέας. Στο

δικαστήριο αυτό μπορεί και ο εισαγγελέας γα παραπέμψει την αίτηση, αν αμφιβάλλει ή

αν διστάζει να αποφασίσει για μία από τις περιπτώσεις της αρμοδιότητάς του. Για την

προσφυγή του αιτούντος και την αμφιβολία ή το δισταγμό του εισαγγελέα το δικαστήριο

αποφασίζει αμετάκλητα. (το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 52

Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 562. - Εγγύηση για την αναβολή ή τη διακοπή της ποινής.



Στις περιπτώσεις γ' και δ' του άρθρου 556 και στην αντίστοιχη περίπτωση γ' του άρθρου 557

εκείνος που διατάσσει την αναβολή ή τη διακοπή μπορεί να υποχρεώσει αυτόν που

καταδικάστηκε στην καταβολή χρηματικής εγγύησης ή και στην άμεση εξόφληση των δικαστικών

εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε ταυτόχρονα. Μόλις λήξει ο χρόνος που

ορίστηκε για την αναβολή ή τη διακοπή, εκείνος που καταδικάστηκε έχει υποχρέωση να

εμφανιστεί στον εισαγγελέα για να εκτίσει την ποινή, και μόλις εμφανιστεί του επιστρέφεται η

εγγύηση. διαφορετικά, αυτή περιέρχεται στο δημόσιο με απόφαση του δικαστηρίου όπου

υπηρετεί ο επιφορτισμένος με την εκτέλεση της απόφασης εισαγγελέας (άρθρο 549 παρ.1 και 2).

κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται σ' αυτόν που καταδικάσθηκε μόνο το ένδικο μέσο της

έφεσης σύμφωνα με τις γενικές γι' αυτήν διατάξεις.



Άρθρο 563. - Εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί.



1. Όταν ανακοινωθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα η απόρριψη της αίτησης για χάρη, αυτός

διατάσσει αμέσως την εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί εξαιτίας αυτού του

λόγου. Σε κάθε άλλη περίπτωση η εκτέλεση διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που

έχουν αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 559, αμέσως μόλις παύσουν να υπάρχουν οι λόγοι

που οδήγησαν στην αναβολή ή στη διακοπή ή μόλις περάσει η καθορισμένη διάρκειά της. 2. Ο

χρόνος της αναβολής ή της διακοπής της ποινής δεν υπολογίζεται στη διάρκειά της.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αμφιβολίες και αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση.

Άρθρο 564. - Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασμένου.



1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες για την ταυτότητα εκείνου που έχει συλληφθεί για να εκτίσει την

ποινή ή εκείνου που δραπέτευσε από τις φυλακές ενώ την εξέτιε, ο εισαγγελέας

πλημμελειοδικών του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον που έχει συλληφθεί και

ενεργεί κάθε έρευνα ή ένορκη εξέταση μαρτύρων χρήσιμη για τη βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο

εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι αυτός που έχει συλληφθεί δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε,

διατάσσει με αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός

που έχει συλληφθεί επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που

δραπέτευσε, ο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί

και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77. 2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται

η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφαση, δεν

είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία

επακολούθησε καταδίκη και που έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την

παρ.1 εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του κατά το άρθρο 145 παρ.2 αρμόδιου δικαστηρίου• το

δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου, το

οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα στοιχεία της

ταυτότητάς του (άρθρο 76 και 145 παρ.2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματικός ένοχος

είχε προσκληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω

και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σ' αυτήν. Διαφορετικά, εφαρμόζεται υπέρ

εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ.1 αριθ.2 του άρθρου 525 για την

επανάληψη της διαδικασίας• στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης εναντίον

εκείνου που καταδικάστηκε από πλάνη.



Άρθρο 565. - Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή την διάρκεια της ποινής.



Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη

διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η

ποινή. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από

τον καταδικασμένο.



Άρθρο 566. - Διαδικασία.



Στις περιπτώσεις των άρθρων 564 και 565, ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο

σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται

αναίρεση και στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο.



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Τέλος των ποινών.

Άρθρο 567. - Πότε παύει η εκτέλεση της ποινής.



Η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε παύει: α) αν πεθάνει ο καταδικασμένος. β) αν

απονεμηθεί χάρη.



Άρθρο 568. - Πότε εξαλείφεται η ποινή.



Η ποινή που επιβλήθηκε εξαλείφεται: α) με την παραγραφή, σύμφωνα με όσα ορίζει ο ποινικός

κώδικας και β) με την αμνηστία.



Άρθρο 569. - Πώς εφαρμόζονται η αμνηστία και η χάρη.



Αρμόδιο για κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση σχετικά με την αμνηστία ή τη χάρη που δόθηκε

είναι το σύμφωνα με το άρθρο 565 δικαστήριο, που δεν μπορεί να εξετάσει κανένα άλλο ζήτημα

σχετικό με την κατηγορία αν αυτό δεν είναι απολύτως αναγκαίο για την εφαρμογή του

ευεργετήματος. Ο κατάδικος και ο εισαγγελέας μπορούν να ασκήσουν κατά της απόφασης του

δικαστηρίου το ένδικο μέσο της αναίρεσης.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εκτέλεση αποφάσεων για τις πολιτικές απαιτήσεις.

Άρθρο 570. - Πώς γίνεται η εκτέλεση.



Η εκτέλεση της απόφασης σε ό,τι αφορά τις πολιτικές απαιτήσεις που επιδικάστηκαν γίνεται με

τη φροντίδα του δικαιούχου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Ο εισαγγελέας

όμως ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης μπορεί ύστερα από αίτηση του δικαιούχου να

παραγγείλει να εκτελεστεί αμέσως η προσωπική κράτηση που απαγγέλθηκε όταν ο οφειλέτης

ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης ή κατά τη λήξη της στερητικής της ελευθερίας

ποινής. Η προσωπική κράτηση που εκτελέστηκε με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται κατά τα λοιπά από

τις σχετικές διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.



Άρθρο 571. - Αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση.



Οι αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση των πολιτικών απαιτήσεων για αποζημίωση και

ικανοποίηση που επιδικάστηκαν αμετάκλητα δικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής

δικονομίας. Όταν όμως, κατά το άρθρο 570, ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο

πταισματοδίκης φροντίζει για να εκτελεστεί η προσωπική κράτηση, οι σχετικές αντιρρήσεις

δικάζονται σύμφωνα με το άρθρο 565.



Άρθρο 572. - Ποιος και πώς ασκεί την εποπτεία.


1. Ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή ασκεί τις

προβλεπόμενες στον Κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων

αρμοδιότητές του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων

ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών

νόμων για την εκτέλεση ποινών.

2. Για την άσκηση των κατά την παράγραφο 1 αρμοδιοτήτων του ο εισαγγελέας

πλημμελειοδικών επισκέπτεται τη φυλακή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Κατά τις

επισκέψεις αυτές δέχεται κρατουμένους που έχουν ζητήσει ακρόαση.

3. Στις φυλακές Πειραιώς (Κορυδαλλού), Θεσσαλονίκης (Διαβατών), Πατρών (Αγίου Στεφάνου) και

Λάρισας, τις κατά τις παραγράφους 1 και 2 αρμοδιότητες ασκεί αντεισαγγελέας εφετών,

επικουρούμενος από έναν εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος τον αναπληρώνει όταν δεν

υπάρχει ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. Οι εισαγγελείς αυτοί ορίζονται για ένα έτος

από εκείνους που υπηρετούν στις οικείες εισαγγελίες με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού

Συμβουλίου, στην οποία προβλέπεται ολική ή μερική απαλλαγή από τα λοιπά καθήκοντά τους και

εγκαθίστανται στο σωφρονιστικό κατάστημα. Η θητεία τους μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη

έτος. (σημ.: η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 53 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003). (Σημ. : το άρθρο 572 όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ.6 του άρθρου 5 του

Ν.2298/1995 (Α 62), αντικαταστάθηκε στην συνέχεια ως άνω με την παρ.2 του άρθρου 11 του

Ν.2331/1995 (Α 173).Η ισχύς αυτού του Νόμου αρχίζει ως ορίζεται από το άρθρο 103 του

ΕισΝΑΚ, δηλαδή δέκα ημέρες μετά την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ

Άρθρο 573. - Οργάνωση Υπηρεσιών Ποινικού Μητρώου.



1. Με Δ/γμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζονται α) οι

υπηρεσίες στις οποίες τηρείται το ποινικό μητρώο καθώς και όσα αφορούν την οργάνωση και

λειτουργία τους, και επιτρέπεται η οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Γενικού Ποινικού

Μητρώου, παράλληλα προς τις περιφερειακές υπηρεσίες του, β) ο τρόπος σύνταξης θεώρησης,

ταξινόμησης, καταστροφής και αντικατάστασης των δελτίων ποινικού μητρώου, γ) ο τρόπος

εξακρίβωσης της ταυτότητας των κατηγορουμένων σε σχέση με την τήρηση των δελτίων ποινικού

μητρώου και δ) ο τύπος των εκδιδόμενων αντιγράφων και αποσπασμάτων του ποινικού μητρώου.

2. Έως την έκδοση του Δ/τος σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις

που ισχύουν.



Άρθρο 574. - Εγγραφές στο Ποινικό Μητρώο, διαγραφές και έκδοση αντιγράφων και

αποσπασμάτων.



1. Το ποινικό μητρώο αποτελείται από δελτία στα οποία αναγράφονται: α) Τα στοιχεία της

ταυτότητας του καταδίκου που είναι αναγκαία για την εξατομίκευσή του. β) Οι καταδικαστικές

αποφάσεις για κακούργημα ή πλημμέλημα οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, με τις κύριες και

παρεπόμενες ποινές που έχουν επιβληθεί καθώς και τα μέτρα ασφάλειας. γ) Οι καταδικαστικές

αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων που ανακοινώθηκαν επίσημα και αφορούν πράξεις, οι οποίες

χαρακτηρίζονται και από την ελληνική ποινική νομοθεσία ως κακουργήματα ή πλημμελήματα. δ)

Οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, με τα οποία απαλλάσσεται ο κατηγορούμενος επειδή δεν είχε

ικανότητα καταλογισμού ή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, με τα ασφαλιστικά μέτρα που τυχόν

επιβλήθηκαν. ε) Οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται από το δικαστήριο αναμορφωτικά

μέτρα ή σωφρονιστικός περιορισμός σε ανηλίκους. στ) Οι δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις

που διατάσσουν την απέλαση αλλοδαπών. ζ) Η χρονολογία απότισης της στερητικής της

ελευθερίας ποινής, για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο, εφόσον είναι ανώτερη από 3

μήνες, η οποία πρέπει να γνωστοποιείται αμέσως από το διευθυντή των φυλακών, που διενεργεί

την απόλυση του καταδίκου, προς το αρμόδιο Γραφείο Ποινικού Μητρώου. Η γνωστοποίηση αυτή

γίνεται μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ή του αρμόδιου δικαστικού γραμματέα σε

περίπτωση καταβολής του χρηματικού ποσού που ορίστηκε για τη μετατροπή της ποινής. 2. Οι

αποφάσεις και τα βουλεύματα καταχωρίζονται μόλις γίνουν αμετάκλητα. 3. Στο ποινικό μητρώο

εγγράφονται ακόμη η χάρη, η αμνηστία, η παραγραφή της απόφασης ή της ποινής που επήλθε

με ειδικό νόμο, η υπό όρο αναστολή εκτέλεσης της ποινής, η υπό όρο απόλυση από τις φυλακές,

η μεταβολή ή η άρση του ασφαλιστικού ή αναμορφωτικού μέτρου που επιβλήθηκε καθώς και οι

αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 550 και 551. 4. Αποφάσεις που έχουν

καταχωριστεί διαγράφονται από το ποινικό μητρώο και διατάσσεται η καταστροφή των σχετικών

δελτίων αν: α) ακυρώθηκαν ή εξαφανίστηκαν με μεταγενέστερη αμετάκλητη δικαστική απόφαση,

β) επιβλήθηκαν σε ανηλίκους αναμορφωτικά μέτρα, αυτοδικαίως μόλις συμπληρωθεί το 17ο έτος

της ηλικίας τους και γ) αν επιβλήθηκε σε ανηλίκους περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα,

μετά διετία από την απόλυση από το σωφρονιστικό κατάστημα, και σε περίπτωση απόλυσης υπό

όρο, αν δεν επήλθε άρση ή ανάκλησή της μέσα στον ορισμένο χρόνο δοκιμασίας, εφόσον σε

όλες τις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού αποφασίσει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του

ενδιαφερόμενου ανηλίκου ή του εισαγγελέα. 5. Από το ποινικό μητρώο εκδίδονται α) αντίγραφο

τύπου Α', β) αντίγραφο τύπου Β' και γ) απόσπασμα.



Άρθρο 575. - Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου τύπου Α.


Έννοια αντιγράφου ποινικού μητρώου

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 577, όπου ο νόμος

προβλέπει την έκδοση και τη χορήγηση αντιγράφου οποιουδήποτε τύπου ή αποσπάσματος

ποινικού μητρώου, παρέχεται αντίγραφο γενικής χρήσης. (σημ.: το άρθρο 575

αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 Ν.1805/1988).

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 έως και 15 του ν.1805/1988 είχε ανασταλεί διαδοχικά

με :
άρθρο δεύτερο Ν.1851/1989 μέχρι 31.12.1989
άρθρο 22 Ν.1868/1989 μέχρι 31.12.1990
άρθρο 18 Ν.1916/1990 μέχρι 31.12.1991
άρθρο 32 Ν.1968/91 μέχρι 31.12.1992
άρθρο 45 Ν.2109/92 μέχρι 31.12.1993
άρθρο 43 Ν.2172/93 μέχρι 31.12.1994
άρθρο 16 Ν.2298/95 μέχρι 31.12.1995
άρθρο 4 Ν.2408/96 μέχρι 31.12.1997 και τέλος
άρθρο 21 Ν.2721/1999 μέχρι 31.12.2001).

3. Το δελτίο εγκληματικότητας σε καμιά περίπτωση δεν συνοδεύει τη σχηματισθείσα από την

Προανακριτική Αρχή δικογραφία που υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, και πάντως δεν

μπορεί να ευρίσκεται στη δικογραφία που εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου προς εκδίκαση.

(σημ: η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.22 άρθρ.2 Ν.2408/1996,ΦΕΚ Α 104/4.6.1996,

(διορθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 158/1996).

(σημ.: η παρ.3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 576. - Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου τύπου Β.



1. Στο αντίγραφο τύπου Β' καταχωρίζονται οι εγγραφές του ποινικού μητρώου, εκτός από τις

ακόλουθες: α) τις καταδίκες με αναστολή εκτέλεσης της ποινής εφόσον η αναστολή δεν έχει

αρθεί ή ανακληθεί μέσα στο χρόνο της δοκιμασίας, β) τις καταδίκες για πράξεις, οι οποίες με

μεταγενέστερο νόμο έγιναν ρητώς μη αξιόποινες ή αμνηστεύθηκαν, και, γ) τις αποφάσεις που

επιβάλλουν αναμορφωτικά μέτρα σε ανηλίκους. 2. Αντίγραφο ποινικού μητρώου τύπου Β'

χορηγείται: α) σε όλες τις δημόσιες αρχές ή υπηρεσίες (πολιτικές, στρατιωτικές ή εκκλησιαστικές)

μόνο για λόγο που ορίζεται από το νόμο ή από διατάγματα ή από υπουργικές αποφάσεις που

εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου, και διαβιβάζεται απευθείας προς την αρχή που το ζήτησε,

και β) σε κάθε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, μόνο αν πρόκειται για όσους υπηρετούν σε

αυτό ή ζητούν διορισμό σε αυτό. 3. Με Δ/τα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού

Δικαιοσύνης είναι δυνατόν να ορίζεται ότι χορηγείται αντίγραφο ποινικού μητρώου τύπου Β' και

σε ρητώς κατονομαζόμενα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οργανισμούς ή επιχειρήσεις

κοινής ωφέλειας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο εδάφιο β' της προηγούμενης παραγράφου. Με

όμοια Δ/τα είναι δυνατόν να ορίζεται ότι αντίγραφο ποινικού μητρώου τύπου Β' χορηγείται και σε

αλλοδαπές προξενικές αρχές, διαπιστευμένες στην Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για μετανάστευση

ημεδαπών. 4. Με Δ/τα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης είναι

δυνατόν επίσης να ορίζεται, ότι χορηγείται αντίγραφο ποινικού μητρώου τύπου Β' και σε ιδιώτες

ή ιδιωτικές επιχειρήσεις μόνο εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που ζητούν να προσληφθούν σε

αυτές και εφόσον παρέχεται ρητή και έγγραφη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου.



Άρθρο 577. - Απόσπασμα ποινικού μητρώου.



1. Στο απόσπασμα ποινικού μητρώου καταχωρίζονται οι εγγραφές που καταχωρίζονται στο

αντίγραφο τύπου Β' εκτός από τις ακόλουθες: α) τις καταδίκες σε ποινή φυλάκισης έως τρεις

μήνες ή χρηματική ποινή, ύστερα από πάροδο τριών ετών, β) τις καταδίκες σε ποινή φυλάκισης

άνω των τριών και έως έξι μηνών, ύστερα από πάροδο πέντε ετών, γ) τις καταδίκες σε ποινή

φυλάκισης άνω των έξι μηνών και έως ενός έτους, ύστερα από πάροδο επτά ετών, δ) τις

καταδίκες σε ποινή φυλάκισης άνω του ενός και έως πέντε ετών, ύστερα από πάροδο δέκα ετών,

ε) τις καταδίκες σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης, ύστερα από πάροδο δέκα πέντε ετών, στ) τις

καταδίκες σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, ύστερα από πάροδο είκοσι ετών, ζ) τις αποφάσεις και τα

βουλεύματα με τα οποία ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται, επειδή δεν είχε ικανότητα

καταλογισμού ή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, ύστερα από πάροδο τριών ετών από τότε που έγιναν

αμετάκλητες, η) τις αποφάσεις και τα βουλεύματα με τα οποία επιβάλλεται μέτρο ασφάλειας,

κατά το άρθρο 69 του Π.Κ., ύστερα από πάροδο δέκα ετών, θ) τις αποφάσεις και τα βουλεύματα,

με τα οποία επιβάλλεται μέτρο ασφάλειας διάφορο από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 69

ΠΚ, ύστερα από πάροδο τριών ετών. 2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προθεσμίες της

προηγουμένης παραγράφου αρχίζουν από τη χρονολογία της λήξης του χρόνου της ποινής που

επιβλήθηκε, ανεξάρτητα αν έχει εκτιθεί ή μετατραπεί σε χρηματική, και στην περίπτωση

επιβολής μόνο χρηματικής ποινής, αφότου η καταδίκη έγινε αμετάκλητη. Αν η καταδικαστική

απόφαση δεν εκτελέστηκε, η προθεσμία αρχίζει από την παραγραφή της. Στην περίπτωση της

υπό όρο απόλυσης του καταδίκου, η προθεσμία αρχίζει από τη χρονολογία εξόδου του από τις

φυλακές, αν όμως επήλθε άρση ή ανάκληση της υπό όρο απόλυσης, η προθεσμία αρχίζει από

την πλήρη έκτιση της ποινής, χωρίς να υπολογίζεται ο έως την ανάκληση χρόνος. Στις

περιπτώσεις που μαζί με την κύρια ποινή έχει επιβληθεί παρεπόμενη ποινή ή μέτρο ασφάλειας ή

έχει επιβληθεί μόνο μέτρο ασφάλειας, οι παραπάνω προθεσμίες αρχίζουν από τη χρονολογία

λήξης της παρεπόμενης ποινής ή του μέτρου ασφάλειας. 3. Κατ' εξαίρεση, αν πρόκειται για

πρώτη καταδίκη ή καταδίκη για α) έγκλημα από αμέλεια ή β) με δόλο, για το οποίο όμως ο νόμος

απειλεί ποινή φυλάκισης έως ενός έτους ή χρηματική ποινή, οι προθεσμίες της παρ.1 του

άρθρου αυτού, μπορούν, ύστερα από την πάροδο του μισού χρόνου, να συντμηθούν με

απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου, που

εκδίδεται ύστερα από αίτησή του, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατάδικος, από τη μέχρι τότε

συμπεριφορά του, παρέχει βάσιμη προσδοκία έντιμου βίου στο μέλλον. 4. Αποφάσεις που

επιβάλλουν περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, οι οποίες καταχωρίζονται στα αντίγραφα

τύπου Α' και Β', δεν αναγράφονται στο απόσπασμα ύστερα από διετία από τη λήξη του

περιορισμού ή της κατά τα άρθρα 127 και 129 ΠΚ, απόλυσης του ανηλίκου από το σωφρονιστικό

κατάστημα. 5. Απόσπασμα ποινικού μητρώου χορηγείται μόνο στο πρόσωπο το οποίο αφορά,

ύστερα από αίτησή του.



Άρθρο 578. - Καταστροφή των δελτίων.



Εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 574 παρ.4, τα δελτία ποινικού μητρώου καταστρέφονται

και α) ύστερα από ενενήντα έτη από τη γέννηση του προσώπου το οποίο αφορούν, β) ύστερα

από το θάνατό του, που βεβαιώνεται με τη σχετική ληξιαρχική πράξη και, αν δεν υπάρχει, με

πιστοποίηση του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας του τόπου της τελευταίας κατοικίας ή

διαμονής ή του θανάτου και γ) όταν η απόφαση, για την οποία έχει συνταχθεί δελτίο ποινικού

μητρώου, ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή η πράξη αμνηστευθεί ή απονεμηθεί

χάρη με ολική άρση των συνεπειών κατ' άρθρο 47 παρ.2 του Συντάγματος ή με ρητή διάταξη

μεταγενέστερου νόμου, η πράξη παύει να είναι αξιόποινη. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34

παρ.16 του Ν.2172/1993)



Άρθρο 579. - Απαγόρευση ανακοίνωσης.



1. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων των άρθρων 575, 576 και 577, οι επιφορτισμένοι με τη

σύνταξη και τήρηση των δελτίων ποινικού μητρώου απαγορεύεται να ανακοινώνουν σε

οποιονδήποτε το περιεχόμενο των ποινικών μητρώων. Ως ανακοίνωση του περιεχομένου των

δελτίων ποινικού μητρώου θεωρείται και η χορήγηση αντιγράφου ή αποσπάσματος σε υπηρεσίες

ή σε πρόσωπα που δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα. Κατά του παραβάτη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης

τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. 2. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και σε όσους

λαμβάνουν αντίγραφα τύπου Α' και Β' κατά τα άρθρα 575 και 576, και τα χρησιμοποιούν για

διαφορετικό σκοπό από εκείνο για το οποίο τα ζήτησαν, ή ανακοινώνουν το περιεχόμενό τους σε

τρίτους.



Άρθρο 580. - Αμφισβητήσεις σχετικές με την τήρηση του ποινικού μητρώου. Διορθώσεις.



1. Κάθε αμφισβήτηση σχετική με την εφαρμογή των ορισμένων για το ποινικό μητρώο επιλύεται

με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου της γέννησης του ενδιαφερομένου, και

όταν πρόκειται για πρόσωπα που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, του εισαγγελέα πλημμελειοδικών

Αθηνών. Κατά της διάταξης αυτής επιτρέπεται στον ενδιαφερόμενο προσφυγή μέσα σε

προθεσμία ενός μηνός από την επίδοσή της σε αυτόν, στο συμβούλιο πλημμελειοδικών στο

οποίο διατελεί ο εισαγγελέας, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. 2. Για τη διόρθωση των

εγγράφων στα δελτία ή της ταυτότητας του προσώπου το οποίο αφορούν, απαιτείται απόφαση

του τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου τήρησης του ποινικού μητρώου, ύστερα από αίτηση

του εισαγγελέα ή του ενδιαφερομένου, κατά της οποίας επιτρέπεται σε αυτόν που υπέβαλλε την

αίτηση και στον εισαγγελέα το ένδικο μέσο της έφεσης.



ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 581. - Προκαταβολή των εξόδων.



1. Το δημόσιο καταβάλλει κάθε δαπάνη που απαιτείται για να λειτουργήσει η ποινική δικαιοσύνη.

2. Οι μάρτυρες που αυτεπαγγέλτως κλητεύονται να εμφανιστούν σε δικαστήρια και σε

ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, οι μάρτυρες που προσκαλούνται κατά το άρθρο 327 παρ.2 να

εμφανιστούν σε δικαστήριο που συνεδριάζει, εκείνοι που διορίζονται από τις ίδιες αρχές ως

πραγματογνώμονες, διερμηνείς, φύλακες πραγμάτων που κατασχέθηκαν και μεσεγγυούχοι,

έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση και στα έξοδα γι' αυτή τους την απασχόληση. Τα ποσά των

αποζημιώσεων και των εξόδων και γενικά οι προϋποθέσεις πληρωμής τους, καθώς και η

διαδικασία για την αναγνώριση του δικαιώματος και της πληρωμής, καθορίζονται με κοινές

αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Με τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να

τάσσεται αποκλειστική προθεσμία υποβολής των παραπάνω αξιώσεων, όπως επίσης και να

ορίζεται ότι μάρτυρες που κατοικούν στον τόπο που πρέπει να εμφανιστούν, καθώς και σε

απόσταση έως 30 χιλιόμετρα από αυτόν, δεν έχουν δικαίωμα ούτε σε αποζημίωση ούτε στα

έξοδα. 3. Για την πληρωμή των δαπανών της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα

για την πληρωμή των αποζημιώσεων και εξόδων που αναφέρονται στην προηγούμενη

παράγραφο μπορούν να υπάρχουν πάγιες προκαταβολές που ρυθμίζονται από τις διατάξεις της

νομοθεσίας "περί δημοσίου λογιστικού".



Άρθρο 582. - Έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν.



1. Κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια

απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. 2. Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την

καταδικαστική απόφαση.



Άρθρο 583. - Έξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και αιτήσεων.

1. Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση ή την αίτηση αναίρεσης ή επανάληψης

διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης (άρθρο 430) ή ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341),

τα έξοδα επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο ή την αίτηση.

2. Όταν με την απόφαση απορρίπτονται ενστάσεις ή άλλες αιτήσεις που υποβάλλονται από

οποιονδήποτε διάδικο κατά τη διάρκεια της συζήτησης ποινικών υποθέσεων, δεν επιβάλλονται

έξοδα.
(σημ. : το άρθρο 583 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 55 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α

165/30.6.2003

(σημ.: για τα εκάστοτε ισχύοντα έξοδα και τέλη της ποινικής δίκης βλ. τα άρθρα 3 και 4 του ν.

663/1977
(ΦΕΚ Α' 215) καθώς και το άρθρο 28 του Κώδικα περί Τελών Χαρτοσήμου (ΠΔ της 28-7-1931).







Άρθρο 584. - Έξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση.



1. Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια

απόφαση ή με το βούλευμα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. 2. Η διάταξη του άρθρου 582

παρ.2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση.



Άρθρο 585. - Έξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση.


1. Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου

η δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός

από εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν πειστούν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν

εντελώς ψευδής και έγινε με δόλο ή βαριά αμέλεια ή ότι παραμορφώθηκαν μ' αυτήν δολίως τα

πράγματα, ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στη

δίωξη πρόσωπα εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά

να αιτιολογείται.
2. Το ποσό των εξόδων που κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβάλλεται σε βάρος

καθενός από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση είναι ίσο με το ποσό που

επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται

από το δικαστικό συμβούλιο είναι ίσο με εκείνο που επιβάλλεται από το αντίστοιχο

δικαστήριο.
3. Η διάταξη του άρθρου 582 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση.
(σημ.: για τα εκάστοτε ισχύοντα έξοδα και τέλη της ποινικής δίκης βλ. τα άρθρα 3 και 4 του ν.

663/1977
(ΦΕΚ Α' 215) καθώς και το άρθρο 28 του Κώδικα περί Τελών Χαρτοσήμου (ΠΔ της 28-7-1931).
4. Ο εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47)

επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν πειστεί ότι η μήνυση ή

η έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με εκείνο που

επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το μονομελές πλημμελειοδικείο.

(σημ. : η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 55 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).



Άρθρο 586. - Προσφυγή του προσώπου που έχει ασκήσει τη μήνυση ή την έγκληση.


1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή το συμβούλιο που θα ασχοληθεί με την υπόθεση ερευνά

αυτεπαγγέλτως και το κεφάλαιο της απόφασης ή του βουλεύματος που αφορά την καταδίκη στα

έξοδα της δίκης εκείνου που έχει ασκήσει τη μήνυση ή την έγκληση.

2. Όποιος καταδικάστηκε στα έξοδα κατά το προηγούμενο άρθρο, αν δεν υπήρξε περίπτωση

εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο ή στο

συμβούλιο που τον καταδίκασε μέσα σε προθεσμία τριών ημερών από την επίδοση της

απόφασης ή του βουλεύματος. Η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης κατά

το άρθρο 166. Η προσφυγή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις για την έφεση και δικάζεται

χωρίς πρόσκληση εκείνου που την ασκεί, ο οποίος έχει δικαίωμα να παραστεί στη δίκη και

να αναπτύξει προφορικά τις απόψεις του. Όταν πρόκειται για αποφάσεις του μεικτού

ορκωτού δικαστηρίου, αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το συμβούλιο εφετών με

τριμελή σύνθεση.

3. Δικαίωμα προσφυγής δεν υπάρχει, αν το δικαστήριο ή το συμβούλιο, προκειμένου να

καταδικάσει στα έξοδα, ακούσει ειδικά γι' αυτό το σκοπό τις απόψεις του καταδικασμένου. Η

απόφαση που εκδίδεται για την προσφυγή, καθώς και η αναφερόμενη στην παρ. 1 αυτού

του άρθρου, είναι αμετάκλητες ως προς την καταδίκη στα έξοδα.
(σημ: για τα εκάστοτε ισχύοντα έξοδα και τέλη της ποινικής δίκης βλ. τα άρθρα 3 και 4 του ν.

663/1977 (ΦΕΚ Α' 215) καθώς και το άρθρο 28 του Κώδικα περί Τελών Χαρτοσήμου (ΠΔ

της 28-7-1931).

4. Η πράξη αρχειοθέτησης με την οποία επιβάλλονται έξοδα μαζί με την επικύρωσή της από τον

εισαγγελέα εφετών επιδίδονται στο μηνυτή. Ο μηνυτής ή ο εγκαλών στους οποίους επιβλήθηκαν

έξοδα μπορούν να προσφύγουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία πέντε

ημερών από την επίδοση της σχετικής πράξης αρχειοθέτησης ή της διάταξης μετά την

επικύρωσή τους από τον εισαγγελέα εφετών. (σημ.: η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 55

Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003).


Άρθρο 587. - Μερική καταδίκη στα έξοδα.



1. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο στις περιπτώσεις των προηγούμενων άρθρων 582 έως 586

μπορεί να μειώσει το ποσό των εξόδων έως το μισό, αν κρίνει ότι λόγοι επιείκειας επιβάλλουν

αυτή τη μείωση. 2. Η ύπαρξη λόγων επιείκειας πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση ή

στο βούλευμα.



Άρθρο 588. - Είσπραξη και βεβαίωση εξόδων.



1. Η διάταξη της απόφασης για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που είναι

εκτελεστή και η διάταξη για την ποινή• σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του

βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που αυτά γίνονται

αμετάκλητα. 2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση ένδικων μέσων ή από την

προθεσμία για την άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα. 3. Οι γραμματείς των

ποινικών δικαστηρίων οφείλουν μέσα στον επόμενο μήνα από τότε που οι αποφάσεις ή τα

βουλεύματα γίνονται αμετάκλητα να βεβαιώνουν στο δημόσιο ταμείο τα ποσά των εξόδων που

έχουν επιβληθεί και δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί. 4. Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και

Οικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία για τη βεβαίωση και την είσπραξη των εξόδων• για

ορισμένες κατηγορίες από αυτά μπορεί αντί για βεβαίωση να καθορίζεται άλλος τρόπος

είσπραξης. 5. Αν η καταδίκη στα έξοδα έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και η απόφαση

γι' αυτήν είναι εκτελεστή κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου, ο οικείος εισαγγελέας φροντίζει

να εκτελεστεί η διάταξη για τα έξοδα και με προσωπική κράτηση του οφειλέτη σύμφωνα με τις

διατάξεις του κώδικα για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων. 6.Η οφειλή για τα έξοδα

εξαφανίζεται ολικά ή μερικά με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ανάλογα με το χρόνο της

διάρκειάς της• ο χρόνος υπολογίζεται με βάση το πηλίκο της διαίρεσης του οφειλόμενου ποσού

δια του ορίου του ποσού των ευρώ που ισχύει κάθε φορά για τη μετατροπή της φυλάκισης σε

χρηματική ποινή. Αν η οφειλή προέρχεται από καταδίκη για πταίσμα, ο υπολογισμός αυτός

στηρίζεται στο ελάχιστο όριο ευρώ που ορίζεται για τη μετατροπή της κράτησης σε πρόστιμο.

Κλάσμα μικρότερο από μία ημέρα παραλείπεται. Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν αποκλείει

να εφαρμοστεί -με αίτηση του οφειλέτη- κάθε άλλη ευνοϊκότερη γι' αυτόν διάταξη σχετικά με το

ανώτατο όριο της προσωπικής κράτησης. 7. Για την πληρωμή των εξόδων κατά δόσεις

εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».



Άρθρο 589. - Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν.



1. Αν εκείνος που καταδικάστηκε κατέβαλε το ποσό των δικαστικών εξόδων που του επιβλήθηκε,

έπειτα όμως ασκώντας ένδικο μέσο αθωώθηκε, ο εισαγγελέας του οικείου δικαστηρίου φροντίζει

αυτεπαγγέλτως για την επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε. Το ίδιο ισχύει και αν συντρέχει

περίπτωση επιστροφής μέρους του ποσού των εξόδων που καταβλήθηκε. 2.Το ποσό που

κατατέθηκε από τον ίδιο τον καταδικασμένο ως εγγύηση για την προσωρινή απόλυσή του από τις

φυλακές μπορεί, ύστερα από ειδική γραπτή δήλωσή του και παραίτησή του από τα ένδικα μέσα,

να συμψηφιστεί με την οφειλή του για έξοδα. Το ίδιο ισχύει και για εγγύηση που κατατέθηκε από

τρίτον, ύστερα από γραπτή συναίνεσή του που μπορεί να προκύπτει και από το γραμμάτιο της

εγγύησης. 3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις «περί δημοσίων εσόδων και

πληρωμής δαπανών του Κράτους». 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1-3 αυτού του άρθρου

αρχίζουν να εφαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η

οποία ρυθμίζει και τις λεπτομέρειες εκτέλεσής τους.



ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 590. - Έναρξη ισχύος.



Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951.



Άρθρο 591. - Κατάργηση νόμων.



Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργούνται: α) ο νόμος της 10/22

Μαρτίου 1834 "Περί ποινικής δικονομίας", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με

μεταγενέστερους νόμους, β) ο νόμος 237 του 1914 "περί εκδικάσεως των επ' αυτοφώρω

πταισμάτων", γ) το ν.δ. της 20 Νοεμβρίου 1923 "περί προφυλακίσεως των υπαλλήλων και

διαχειριστών", δ) το ν.δ. της 22 Νοεμβρίου 1923 "περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών

επ' αυτοφώρω", ε) οι παρ.2 έως και 6 και 8 του άρθρου 2 και τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 12, 13

και οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 14 του ψηφίσματος της 16 Δεκεμβρίου 1924 "Περί ανακρίσεως

και εκδικάσεως αδικημάτων τινών υπό των εφετών", όπως τροποποιήθηκε με μεταγενέστερες

διατάξεις, χωρίς να θίγονται οι λοιπές διατάξεις του, στ) τα άρθρα 1, 2, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12

του ν.δ. της 11 Σεπτεμβρίου 1928 "περί διαδικασίας προς δίωξιν των αδικημάτων εκ των νόμων

ΤΟΔ' «περί καταδιώξεως της ληστείας», ΓΩΛΣΤ "περί ζωοκλοπής", Γ ΜΔ' «περί φυγοδικίας και των

άρθρων 321, 363-367, 368 και 369 του ποινικού νόμου» που κυρώθηκε με το νόμο 4458 του

1930, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, και το άρθρο 3 του νόμου 4677 του 1930 "περί

τροποποιήσεως των περί εμπρησμού διατάξεων του ποινικού νόμου", ζ) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6,

7, 8 και 9 του νόμου 3998 του 1929 "περί εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών παρ' ενός δικαστού",

όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, η) ο νόμος 4876 του 1931 "περί εκδικάσεως ποινικών

υποθέσεων κατά καταδίκων κ.λπ.", θ) ο νόμος 4915 του 1931 "περί αποζημιώσεως παρά του

κράτους των αδίκως καταδικασθέντων", ι) ο νόμος 5023 του 1931 "περί τροποποιήσεως της

ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεων της ποινικής δικονομίας και άλλων ειδικών νόμων", ια) το

άρθρο 49 του κωδικοποιημένου νόμου 5026 "περί δικαστηρίου κακουργιοδικών", ιβ) ο νόμος 5229

του 1931 "περί επεκτάσεως του νομοθετικού διατάγματος της 22 Νοεμβρίου 1923 και επί των υφ'

ενός δικαστού εκδικαζομένων πλημμελημάτων'' ιγ) τα άρθρα 12-24 του νδ της 30 Μαρτίου 1845

"περί ναυταπάτης και πειρατείας", ιδ) τα άρθρα 4 έως και 7 του νόμου 5096 του 1931 "περί

συμπληρώσεως διατάξεών τινών του ποινικού νόμου", ιε) το άρθρο 19 του νόμου 6015 του 1934

"περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων 4661 και 5273 "περί διοργανώσεως της

πυροσβεστικής υπηρεσίας", ιστ) τα άρθρα 104 και 107 παρ.1 του αναγκαστικού νόμου της 7

Ιουνίου 1935 "περί Οργανισμού της Χωροφυλακής", ιζ) το άρθρο 62 του κωδικοποιημένου νόμου

4971 «περί Αστυνομίας Πόλεων» που επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του νόμου 941 του

1943, ιη) κάθε άλλη διάταξη που υπάγει οποιονδήποτε κατηγορούμενο στην ιδιάζουσα

δικαιοδοσία των άρθρων 36, 40-43 και 45 της Ποιν. Δικονομίας που καταργείται και ιθ) κάθε άλλη

γενική ή ειδική διάταξη που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.



Άρθρο 592. - Διατήρηση σε ισχύ ειδικών δικονομικών διατάξεων.



1. Εξαιρούνται και εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές δικονομικές διατάξεις: α) του νομ.διατ. της

26 Ιουλίου 1925 "περί λεπροκομείου Σπιναλόγγας", β) του νομ. διατ. της 10 Σεπτεμβρίου 1926

"περί κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους", γ) του κωδικοποιημένου νόμου

4952 "περί οργανισμού των υπηρεσιών του Υπουργείου των Εξωτερικών", εκτός από τα άρθρα

151, 157, 158, 162 παρ.5, 173 παρ 3, που καταργούνται, δ) του νομοθετικού διατάγματος της 13

Δεκεμβρίου 1923 "περί ποινικού και πειθαρχικού Κώδικος του εμπορικού ναυτικού", ε) του

τελωνειακού κώδικα όπως τροποποιήθηκε με τον αναγκ. νόμο 2081 του 1939. στ) του ν 5060 του

1931 "περί τύπου κ.λπ.", ζ) του αναγκαστικού νόμου 509 του 1947 "περί μέτρων ασφαλείας του

Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος", η) του ν 5539 του 1932 "περί

μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων", όπως τροποποιήθηκε με τον αναγκ. νόμο 2430 του

1940, θ) του αναγκ. νόμου 1010 του 1937 "περί κώδικος αγροτικής ασφαλείας", εκτός από τις

διατάξεις των άρθρων 59 και 65, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, οι οποίες καταργούνται,

ενώ τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του αγρονόμου διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα

Ποινικής Δικονομίας για τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου, ι) του νομ.

διατ. 136 του 1946 "περί αγορανομικού κώδικος", ια) του άρθρου 3 του αναγκ. νόμου 710 του

1945 "περί διώξεως και τιμωρίας των παραβάσεων της περί προστασίας του εθνικού νομίσματος

νομοθεσίας", όπως τροποποιήθηκε με τον αναγκαστικό νόμο 871 του 1948 και ιβ) του νόμου 162

του 1946 "περί εκδικάσεως των παραβάσεων των περί κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων

διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το νομ. διάταγμα 446 του 1947.2. 'Ώσπου να εκδοθεί το π.δ.

που προβλέπεται από το άρθρο 159 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εξακολουθεί να ισχύει το

διάταγμα της 31 Δεκεμβρίου 1923 "περί του τρόπου της δια του ταχυδρομείου επιδόσεως

ποινικών δικογράφων".



Άρθρο 593. - Διατήρηση προσωρινά σε ισχύ ειδικών δικονομικών διατάξεων.



Εξακολουθούν να ισχύουν προσωρινά, για όση χρονική διάρκεια ορίζεται απ' αυτές, οι διατάξεις:

α) των άρθρων 11-16 του ψηφίσματος Γ' του 1946 "περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την

δημοσίαν τάξιν κ.λπ.", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα, και των άρθρων 23,

24, 26-29 παρ.2 και 30 του ίδιου ψηφίσματος που προστέθηκαν με τα ψηφίσματα ΛΑ' και ΛΒ' του

1947, β) του άρθρου 1 του ψηφίσματος ΛΓ' του 1947 περί παρατάσεως της αρμοδιότητος των

εφετείων κ.λπ., καθώς και κάθε άλλη ειδική δικονομική διάταξη που ισχύει για ορισμένο χρονικό

διάστημα.



Άρθρο 594. - Εξακολούθηση ισχύος διατάξεων των Ν. 4173/1929, Ν. ΑΠΟΒ/1884 και Ν. ΓΡΟ/1906.



Εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του νόμου 4173 του 1929 «περί δασικού κώδικος» και του

νόμου της 28ης Οκτωβρίου 1935 «περί τροποποιήσεως των περί διοικήσεως του εμπορικού

ναυτικού διατάξεων», όπως τροποποιήθηκαν αργότερα, οι οποίες δίνουν την ιδιότητα του ειδικού

ανακριτικού υπαλλήλου και του δημόσιου κατήγορου στα δασικά όργανα και στα όργανα του

λιμενικού σώματος καθώς και οι διατάξεις των νόμων ΑΡΟΒ' του 1884 και ΓΡΟ του 1906 «περί

ασφάλειας των σιδηροδρόμων», οι οποίες παρέχουν την ιδιότητα του ειδικού ανακριτικού

υπαλλήλου στους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς υπαλλήλους.



Άρθρο 595. - Εφαρμογή Κ.Ποιν.Δ. επί αξιοποίνων πράξεων ειδικών νόμων.

Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται και στις αξιόποινες πράξεις που

προβλέπονται από ειδικούς νόμους. Διατάξεις όμως ειδικών νόμων που ρυθμίζουν διαφορετικά

την περάτωση της ανάκρισης ή την παραπομπή στο ακροατήριο ή το επιτρεπτό ή μη των ένδικων

μέσων, δεν θίγονται. (σημ.: το ως άνω εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 54 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α

165/30.6.2003 με το οποίο ορίζεται επίσης ότιJ
3. Ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων, τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν

προβλέπονται και έχουν ασκηθεί μέχρι τη δημοσίευσή του, εισάγονται και κρίνονται από το

αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.

4. Αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού υπόκεινται στα ένδικα μέσα

και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο της

έκδοσής τους.







Άρθρο 596. - Συνέχιση εκκρεμών δικών.



1. Οι δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε

βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι πράξεις της

ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το

κύρος τους. 2.Οι προθεσμίες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που η παρέλευσή τους οδηγεί σε

μη παραδοχή ή σε αποκλεισμό δικαιώματος, αν εκπνέουν μέσα σε 5 ημέρες από την έναρξη της

ισχύος του, παρατείνονται για δέκα ακόμη ημέρες.



Άρθρο 597. - Αντιστοιχία διατάξεων της καταργούμενης Ποινικής Δικονομίας.



Από την ημέρα που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας οι παραπομπές σε άρθρα ή

σε θεσμούς της καταργούμενης Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες περιέχονται σε ειδικούς νόμους ή

σε διατάγματα, θεωρούνται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις του κώδικα.



Άρθρο 598. - Απ' ευθείας κλήση κατηγορούμενου στο ακροατήριο βάσει ειδικών διατάξεων.



Η εισαγωγή με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, όταν επιβάλλεται από ειδικές διατάξεις (εκτός

από εκείνες που κατά το άρθρο 592 του κώδικα εξακολουθούν να ισχύουν) επιτρέπεται από την

ισχύ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο σύμφωνα με τις σχετικές του διατάξεις.



Άρθρο 599. - Περί της διατηρήσεως ή μη της προφυλάκισης.



Με την έναρξη της ισχύος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα

οι σχετικές με την προφυλάκιση και τη προσωρινή απόλυση όταν πρόκειται για

προφυλακισμένους. Για την διατήρηση ή μη της προφυλάκισης που επιβάλλεται σύμφωνα με

αυτές τις διατάξεις αποφαίνεται αμετάκλητα μέσα σε δέκα ημέρες από την έναρξη της ισχύος

του Κώδικα το αρμόδιο συμβούλιο των πλημμελειοδικών.



Άρθρο 600. - Εξακολούθηση και ολοκλήρωση πραγματογνωμοσύνης που ήδη είχε αρχίσει.



Οι πραγματογνωμοσύνες που άρχισαν πριν αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

εξακολουθούν και ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ποινικής δικονομίας

που καταργήθηκε.



Άρθρο 601. - Άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων και βουλευμάτων, που είχαν ήδη εκδοθεί

έως την έναρξη ισχύος του νέου κώδικα.



1. Κατά των αποφάσεων και των βουλευμάτων που έχουν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του

κώδικα επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και

εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του• η προθεσμία που τάσσεται από τον Κώδικα για την

άσκησή τους παρατείνεται για δέκα ημέρες από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, αν δεν

έληξε πριν αρχίσει η ισχύς του κώδικα. Τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν αυτός ο κώδικας

αρχίσει να ισχύει εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας που

καταργείται. 2. Κατά των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην επιτρέπεται το

ένδικο μέσο της ανακοπής σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ποινικής δικονομίας που

καταργείται η προθεσμία για την άσκησή τους αρχίζει από τότε που ισχύει αυτός ο νόμος, αν δεν

έληξε πριν από αυτήν. Από τις ίδιες διατάξεις ρυθμίζεται και η εκπρόθεσμη ανακοπή. 3. Εκείνοι

που καταδικάστηκαν ερήμην για κακούργημα από τα δικαστήρια των συνέδρων υπάγονται στις

σχετικές διατάξεις που καταργούνται• μόλις συλληφθούν ή εμφανιστούν με τη θέλησή τους,

δικάζονται κατ' αντιμωλίαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 4. Εκείνοι

που καταδικάστηκαν ερήμην από πενταμελή εφετεία πριν αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας Ποινικής

Δικονομίας και είναι φυγόποινοι στο εξωτερικό όταν δημοσιεύτηκε ο νόμος αυτός, αν η Ελληνική

Επικράτεια ζήτησε την έκδοσή τους από την ξένη επικράτεια όπου έχουν καταφύγει και

παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές, έχουν δικαίωμα μέσα σε δύο μήνες από την είσοδό τους στο

ελληνικό έδαφος να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταδικαστικής απόφασης. Η ανακοπή γίνεται

στο γραμματέα του πενταμελούς εφετείου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση αφού

προσκομιστεί βεβαίωση για την κράτησή τους από τις ελληνικές αρχές. Αν συντρέχουν οι

παραπάνω προϋποθέσεις, η ανακοπή γίνεται τυπικά δεκτή από το πενταμελές εφετείο που

εξέδωσε την απόφαση, εξαφανίζεται η ερήμην καταδικαστική απόφαση και η υπόθεση

εκδικάζεται από το ίδιο εφετείο στην ουσία της, κατ' αντιμωλίαν και σύμφωνα με τις διατάξεις του

κώδικα ποινικής δικονομίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν υπολογίζεται για την παραγραφή ο

χρόνος που πέρασε από την τέλεση του εγκλήματος έως την παράδοση στις ελληνικές αρχές

αυτών που ζητείται η έκδοσή τους.



Άρθρο 602. - Επανάληψη διαδικασίας για εκείνους που καταδικάστηκαν αμετάκλητη πριν την

ισχύ του νέου Κ. Ποινικής Δικονομίας.



Η επανάληψη της διαδικασίας υπέρ εκείνων που καταδικάστηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να

ισχύει ο νόμος αυτός επιτρέπεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής

Δικονομίας. Επανάληψη της δίκης εναντίον εκείνων που αθωώθηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να

ισχύει ο νόμος αυτός δεν επιτρέπεται.



Άρθρο 603.



Η εκτέλεση και των αμετάκλητων αποφάσεων που απαγγέλθηκαν πριν αρχίσει να ισχύει ο

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του.