Pages

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 1-200)


Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ



ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Ποινική δικαιοδοσία.

Άρθρο 1. - Ποινικά δικαστήρια.



Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) Τα πταισματοδικεία. β) τα πλημμελειοδικεία.

γ) τα δικαστήρια των ανηλίκων. δ) τα κακουργιοδικεία. ε) τα εφετεία. στ) ο Άρειος Πάγος ως

ακυρωτικό.



Άρθρο 2. - Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία.



Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν: α) Οι αρχηγοί των ξένων

κρατών. β) Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα. γ) Το

προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην

Ελλάδα. δ) Τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α και β και

κατοικούν μαζί τους. ε) Το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α

και β, όταν έχει την ίδια υπηκοότητα και στ) Όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το

προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε

διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Τα ποινικά δικαστήρια.

Άρθρο 3. - Πταισματοδικεία.



1. Κάθε ειρηνοδικείο είναι ταυτόχρονα και πταισματοδικείο, με την προϋπόθεση ότι στην ίδια

περιφέρεια δεν υπάρχει ειδικό πταισματοδικείο. 2. Ο πταισματοδίκης: α) δικάζει τα πταίσματα,

εκτός από εκείνα που υπάγονται με ειδικές διατάξεις σε άλλο δικαστήριο ή δημόσιο όργανο. β)

ενεργεί προανάκριση για κάθε έγκλημα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κώδικα. γ) ενεργεί

προκαταρκτική εξέταση ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρα 31 και 33 παρ.1).



Άρθρο 4. - Δικαστήρια των πλημμελειοδικών.



1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών. 2. Στη

δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει: α) η ανάκριση• ανακριτές διορίζονται

ένας ή περισσότεροι πλημμελειοδίκες σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού των

δικαστηρίων• σε έναν από τους ανακριτές, που ορίζεται ειδικά γι' αυτό το σκοπό, ανατίθεται η

ανάκριση κατά ανηλίκων (άρθρο 7) β) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου.



Άρθρο 5. - Τριμελή πλημμελειοδικεία.



1. Το δικαστήριο των πλημμελειοδικών αποτελείται από τρεις τακτικούς δικαστές. Επιτρέπεται η

αναπλήρωση ενός μόνο δικαστή από πάρεδρο στο πρωτοδικείο, από πταισματοδίκη ή από

ειρηνοδίκη, όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση. Αν ο πρόεδρος

προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει έως δύο συμπαρεδρεύοντες

δικαστές για την αναπλήρωση εκείνων των δικαστών για τους οποίους τυχόν θα προκύψει

κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου, την προεδρία την

αναλαμβάνει ο αρχαιότερος από αυτούς που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους

περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες. 2. Η εκδίκαση των πλημμελημάτων, των πταισμάτων

και των εφέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 112 ανήκει στη δικαιοδοσία του τριμελούς

πλημμελειοδικείου.



Άρθρο 6. - Μονομελή πλημμελειοδικεία.



Το μονομελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από ένα πλημμελειοδίκη, που ορίζεται κάθε τρίμηνο

από την ολομέλεια του δικαστηρίου μαζί με έναν ή περισσότερους αναπληρωτές από τους

πλημμελειοδίκες. Ο πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Η

δικαιοδοσία του μονομελούς πλημμελειοδικείου ορίζεται στο άρθρο 114. Στο ίδιο δικαστήριο

πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. Ως τόπος

συνεδριάσεων του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται πάντοτε κάποια έδρα

ειρηνοδικείου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και μετά γνωμοδότηση της ολομέλειας

του αρμόδιου δικαστηρίου πρωτοδικών και του εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία

μπορεί να οριστεί και άλλος τόπος συνεδριάσεων, εκτός έδρας ειρηνοδικείου, αν υπάρχουν σ'

αυτόν οι κατάλληλες συνθήκες για συνεδρίαση δικαστηρίου και συζήτηση των υποθέσεων.



Άρθρο 7. - Δικαστήρια ανηλίκων.



1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο

οποίος ορίζεται μαζί με έναν αναπληρωτή για δύο χρόνια, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού

Συμβουλίου και μετά πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης• προτιμώνται όσοι έχουν ειδικές

γνώσεις και γνωρίζουν, αν είναι δυνατό, μία από τις γλώσσες αγγλική, γαλλική, γερμανική ή

ιταλική. 2. Η θητεία των δικαστών ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο, πάντοτε

όμως με τη συναίνεσή τους. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους επιτρέπεται η αντικατάστασή

τους με τον ίδιο πάλι τρόπο, μετά όμως σύμφωνη και ειδικά αιτιολογημένη γνώμη του προέδρου

και του εισαγγελέα εφετών. 3. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από το δικαστή

ανηλίκων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και από δύο πλημμελειοδίκες, που ορίζονται από

τον πρόεδρο πρωτοδικών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής

ανηλίκων. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από έναν εφέτη και έναν αναπληρωτή του, που

ορίζονται σε κάθε εφετείο σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου

αυτού, και από δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων από τον πρόεδρο των

εφετών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο εφέτης δικαστής ανηλίκων. Η

παράγραφος 2 του άρθρου 9 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. 4. Η δικαιοδοσία των

δικαστηρίων ανηλίκων ορίζεται στο άρθρο 113.



Άρθρο 8. - Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα.



1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής: α) Το μικτό ορκωτό

δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες

και τέσσερις ενόρκους. β) το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες

και τέσσερις ενόρκους. γ) το τριμελές εφετείο συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον

αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. δ) το πενταμελές εφετείο συντίθεται από πρόεδρο εφετών

και από τέσσερις εφέτες. 2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε

πρωτοδικείου, και το μικτό ορκωτό εφετείο στην έδρα κάθε εφετείου. 3. Το τριμελές και το

πενταμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου. 4. Ο εισαγγελέας των εφετών (ή άλλος

εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας του ίδιου εφετείου) ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό

ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς

του, στα οποία προσδιορίζει και τις υποθέσεις• μπορεί επίσης να αναθέτει σε εισαγγελέα ή

αντιεισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά ορκωτά δικαστήρια της

έδρας και της περιφέρειάς του. 5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί

υπάλληλος της γραμματείας του πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της

γραμματείας του εφετείου.



Άρθρο 9. - Εφετείο.



1. Το συμβούλιο των εφετών και το δικαστήριο των εφετών συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή

τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. Όταν το δικαστήριο των εφετών δικάζει εφέσεις κατά

αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, συντίθεται από πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες. 2.

Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση ενός μόνο

εφέτη στο τριμελές (δικαστήριο ή συμβούλιο) και δύο το πολύ εφετών στο πενταμελές από

προέδρους πρωτοδικών ή από πλημμελειοδίκες που έχουν τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία

πλημμελειοδικών. 3. Αν ο πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να

προσλάβει έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές,

και έως τρεις όταν αποτελείται από πέντε δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν

τυχόν κώλυμα κατά τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία

την αναλαμβάνει ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους

περιλαμβάνονται και οι συμπαρεδρεύοντες.



Άρθρο 10. - Ο Άρειος Πάγος.



Ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων

και βουλευμάτων και αποτελείται από επτά δικαστές. Στην περίπτωση της αίτησης αναίρεσης

υπέρ του νόμου και στην περίπτωση του άρθρου 513 παρ.1 το δικαστήριο δικάζει με την

ολομέλειά του.



Άρθρο 11. - Διαίρεση σε τμήματα.



1. Στο εφετείο Αθηνών και στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσ/νίκης καθορίζεται από την

ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών υποχρεωτικά ιδιαίτερο ποινικό τμήμα• ο καθορισμός γίνεται

με ειδικό κανονισμό, που εκδίδεται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου κάθε χρόνου και

εγκρίνεται μέσα στον ίδιο μήνα από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει το δικαίωμα και

να τον τροποποιεί ύστερα από γνώμη του προέδρου και του εισαγγελέα του δικαστηρίου•

ορίζονται επίσης, με τον ίδιο κανονισμό, ο πρόεδρος και οι δικαστές του ποινικού τμήματος, οι

οποίοι θα απασχολούνται αποκλειστικά σ' αυτό για όλο το χρόνο, καθώς και τρεις το πολύ

αναπληρωτές. Δεν επιτρέπεται να οριστούν μέλη του ποινικού τμήματος οι πάρεδροι στο

πρωτοδικείο, ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες, που αναπληρώνουν τους δικαστές κατά τις κείμενες

διατάξεις. 2. Σε κάθε δικαστικό έτος αντικαθίστανται υποχρεωτικά οι μισοί μόνο από τους δικαστές

που υπηρετούν στο ποινικό τμήμα• δεν επιτρέπεται όμως σε καμία περίπτωση ένας δικαστής να

υπηρετήσει σ' αυτό περισσότερο από δύο χρόνια συνεχώς, αν άλλοι δικαστές που ανήκουν στο

ίδιο δικαστήριο δεν υπηρέτησαν για μια συνεχή διετία στο ποινικό τμήμα. 3. Στις ποινικές

συνεδριάσεις του δικαστηρίου και του δικαστικού συμβουλίου μετέχουν υποχρεωτικά αυτοί που

ανήκουν στο ποινικό τμήμα. Δεν θίγονται οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 9 παρ.2 του

κώδικα, οι σχετικές με την αναπλήρωση των δικαστών που έχουν κώλυμα.



Άρθρο 12. - Δικαστικός γραμματέας.



1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός

γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει

τη συνεδρίαση. 2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, τον αναπληρώνει ένας

υπογραμματέας ή γραφέας. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου

ν' αναπληρώσει κάποιος άλλος το γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. Για την απόφαση

αυτή δεν χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα. 3. Ο δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στην

συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην

παράγραφο 2.



Άρθρο 13. - Σχέση της εισαγγελίας και των δικαστηρίων με άλλες αρχές.



Οι αστυνομικές αρχές και η χωροφυλακή οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις

παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών• σε περίπτωση ανάγκης οι δικαστικές

και οι εισαγγελικές αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη βοήθεια της αστυνομίας και της

χωροφυλακής, ακόμη και τη βοήθεια της ένοπλης δύναμης, απευθείας και χωρίς τη μεσολάβηση

των προϊσταμένων τους.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποκλεισμός, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων.



Άρθρο 14. - Λόγοι αποκλεισμού.



1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον οργανισμό των δικαστηρίων, στον ειδικό νόμο για τα μικτά

ορκωτά δικαστήρια και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν

έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή

εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. 2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική

υπόθεση αποκλείεται επίσης: α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, με εξαίρεση όσων ορίζονται

σχετικά με τα εγκλήματα που γίνονται στο ακροατήριο (άρθρα 116 και 117). β) όποιος είναι

σύζυγος του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου ή εκείνου που αδικήθηκε από το

έγκλημα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα

πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή

συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στην

αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου. Αποκλείεται επίσης εκείνος που

είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με

υιοθεσία. γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του

αστικώς υπευθύνου στην ίδια υπόθεση. δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως

πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση. 3. Ο δικαστής που έχει συμπράξει

στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει

στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.



Άρθρο 15. - Λόγοι εξαίρεσης.



Όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι

αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή

αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία

τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες

και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση.



Άρθρο 16. - Ποιοί και πότε προτείνουν την εξαίρεση.



1. Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς

ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος. 2. Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: στο στάδιο της

ανάκρισης έως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την

τελευταία ανακριτική πράξη (άρθρο 308), στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η συζήτηση (άρθρο

339) και, τέλος, στη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του

βουλεύματος. Γι' αυτό το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν τη σύνθεση του

συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλλει σ' αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση

αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου (άρθρο 136 εδ. α'), η κατάθεσή της

γίνεται τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση

της υπόθεσης. 3. Οι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συμπράττουν ή

πρόκειται να συμπράξουν στην ίδια διαδικασία υποβάλλονται εφάπαξ ως προς όλους τους

λόγους εξαίρεσης και κατά όλων των προσώπων αυτών πριν από την επιχείρηση της

διαδικαστικής ενέργειας. Το δικαστήριο αποφαίνεται με ενιαία απόφαση. Κάθε μεταγενέστερη

αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι ο λόγος της εξαίρεσης

έγινε γνωστός ή ανέκυψε μεταγενέστερα. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του

ν.2298/1995).



Άρθρο 17. - Τι πρέπει να περιέχει και πότε είναι παραδεκτή η αίτηση.



1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να

μνημονεύει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα

μέσα της απόδειξής τους. Την αίτηση πρέπει να την υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή ο ειδικός

πληρεξούσιός του• στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και

συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση• διαφορετικά, η αίτηση είναι

απαράδεκτη. 2. Ο αιτών ή ο ειδικός για το σκοπό αυτό πληρεξούσιός του παραδίδει την αίτηση

στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν

ζητείται η εξαίρεση μέλους του δικαστηρίου των συνέδρων, η αίτηση παραδίδεται στον

εισαγγελέα του εφετείου, ενώ, αν αφορά μέλος του πταισματοδικείου, στον εισαγγελέα του

πλημμελειοδικείου. Η αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να

υποβληθεί και με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης.



Άρθρο 18. - Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη.



Αν η αίτηση για εξαίρεση έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα (άρθρο 16 παρ.2 και 3) ή παράτυπα ή αν

έχει ελλείψεις στο περιεχόμενο, το αρμόδιο, κατά το άρθρο 20, δικαστήριο ή συμβούλιο ύστερα

από πρόταση του εισαγγελέα την απορρίπτει ως απαράδεκτη μέσα σε δύο το πολύ ημέρες από

την υποβολή της. Στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο δεν συμμετέχει εκείνος που τον αφορά η

εξαίρεση, ενώ καλείται ο αιτών και, αν είναι δυνατό, και οι άλλοι διάδικοι. Στην περίπτωση του

τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο στην ίδια

συνεδρίαση, αποφασίζει, αν είναι αρμόδιο, αν η αίτηση για εξαίρεση είναι παραδεκτή. Η

απόφαση εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουστούν αυτός που ζήτησε

προφορικά την εξαίρεση και οι υπόλοιποι διάδικοι που παρευρίσκονται στο δικαστήριο.

Άρθρο 19. - Κοινοποίηση της αίτησης.



1. Η αίτηση για εξαίρεση, που υποβάλλεται όπως ορίζουν τα άρθρα 16 και 17, ανακοινώνεται από

τον εισαγγελέα χωρίς καμία χρονοτριβή σ' εκείνον που η εξαίρεσή του ζητείται. 2. Αυτός, έχοντας

δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν, έχει και την

υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και ταυτόχρονα να απέχει από

τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις που δεν μπορούν ν'

αναβληθούν, αν δεν υπάρχει αυτός που έγκαιρα θα μπορούσε να τον αναπληρώσει σ' αυτές τις

πράξεις σύμφωνα με το νόμο• αλλιώς, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή και πληρωμή όλων των

ζημιών και εξόδων. Οι πράξεις του όμως αυτές είναι άκυρες, αν γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης

για τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 14.

Άρθρο 20. - Αρμόδιο δικαστήριο.



1. Μέσα σε δύο ημέρες από την κοινοποίηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 ο

εισαγγελέας εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί, ή στο συμβούλιο

αν η αίτηση αφορά ανακριτή ή μέλος του δικαστικού συμβουλίου. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο

συνεδριάζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται για το καθένα από τον κώδικα

(άρθρα 305, 306, 329 επ.), αφού ακούσει τον εισαγγελέα, τον αιτούντα και τους διαδίκους που

καλούνται είκοσι τέσσερις ώρες πριν, αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης. Στη σύνθεση δεν

μπορεί να μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση• αυτός αναπληρώνεται σύμφωνα με το

νόμο. 2. Αν η εξαίρεση αφορά μέλος του δικαστηρίου των συνέδρων που έχει βαθμό εφέτη ή

αντιεισαγγελέα εφετών και άνω, αρμόδιο είναι το δικαστήριο των εφετών. 3. Αν το αρμόδιο

δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση εξαίρεσης

αποφασίζει χωρίς καμία χρονοτριβή σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ.1 το αμέσως ιεραρχικά

ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο• αν πρόκειται για δικαστήριο συνέδρων αποφασίζει το

δικαστήριο των εφετών, και αν πρόκειται για εφετείο αποφασίζει το πλησιέστερο εφετείο (άρθρο

499). 4.(Η παρ.4 καταργήθηκε με το άρθρο 34 παρ. 18α) του ν. 2172/1993.)



Άρθρο 21. - Απόφαση.



1. Αν βεβαιωθεί ο λόγος, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέθηκε να

απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση• αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή

το δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τα

άρθρα 136 στοιχ. α' και 137 παρ.1. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή

διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις. 2. Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται

ο αιτών στην πληρωμή των εξόδων• αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι

εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των εξόδων, καταδικάζεται επίσης και σε

χρηματική ποινή 12 έως 120 ευρώ. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος

άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ

203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 22. - Ένδικα μέσα.



Η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που

απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αν και η οριστική απόφαση για την

ουσία της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα μ' αυτήν.



Άρθρο 23. - Αποχή του δικαστικού προσώπου.



1. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον

πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ' αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή

εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με

σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που

είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές

τους, ενώ οι αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου

19 παρ.2. 2. Αν πρόκειται για μέλος πταισματοδικείου, οφείλει να απέχει από τα καθήκοντά του,

να ειδοποιήσει σχετικά τον αρμόδιο εισαγγελέα αμέσως και να περιμένει την απόφαση του

δικαστικού συμβουλίου σύμφωνα με την παρ.4. 3. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στις

προηγούμενες παραγράφους οφείλουν να δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους

ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και

αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ.1. 4. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου αυτού το δικαστήριο,

συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα, χωρίς την παρουσία

διαδίκων, αποφασίζει αν εκείνος που υπέβαλε τη δήλωση πρέπει να απέχει ή όχι από την

άσκηση των καθηκόντων του.



Άρθρο 24. - Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης.



Αν ο δικαστικός λειτουργός, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για εξαίρεση, υπέβαλε τη

δήλωση αποχής που προβλέπεται στο άρθρο 23, το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει πρώτα για

την αποχή, ανεξάρτητα αν η τελευταία στηρίζεται στους ίδιους λόγους όπως και η αίτηση

εξαίρεσης. Αν η αποχή γίνει δεκτή, η αίτηση για εξαίρεση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε• αν

όμως η αποχή απορριφθεί, η διαδικασία για την εξαίρεση προχωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις

του κώδικα, σε οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η αίτηση.

Άρθρο 25. - Υποχρέωση για δήλωση των προανακριτικών υπαλλήλων.



1. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού ή εξαίρεσης που ορίζονται στα άρθρα 14

και 15, οι προανακριτικοί υπάλληλοι (άρθρο 33 παρ.1 και 2 και άρθρο 34) οφείλουν να τον

αναφέρουν στον προϊστάμενό τους εισαγγελέα, χωρίς καμία χρονοτριβή, συνεχίζοντας όμως το

έργο τους. 2. Ο εισαγγελέας δέχεται την αίτηση, αν οι λόγοι που προβάλλονται είναι βάσιμοι και

υπάρχει αντικαταστάτης. Οι πράξεις που έγιναν από τον υπάλληλο που έκανε τη δήλωση

παραμένουν έγκυρες.

Άρθρο 26. - Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης.



Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε προανακριτικός

υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 25, ο οποίος, αν και γνωρίζει ότι συντρέχει στο πρόσωπό

του κάποιος λόγος για να εξαιρεθεί ή να αποκλεισθεί, παραλείπει να τον αναφέρει σύμφωνα με

τις διατάξεις αυτού του κεφαλαίου, ή, όταν ζητηθεί η εξαίρεσή του, αρνείται αυτό το λόγο,

τιμωρείται με πειθαρχική ποινή και καταδικάζεται σε αποζημίωση και πληρωμή των εξόδων,

χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Γενικές διατάξεις.

Άρθρο 27. - Άσκηση της ποινικής δίωξης.



1. Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών

(άρθρο 43). Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, Θεσ/νίκης και Πατρών ο εισαγγελέας εφετών

ορίζει ειδικά για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων έναν αντιεισαγγελέα και έναν

αναπληρωτή του. Όταν το μονομελές πλημμελειοδικείο συνεδριάζει εκτός έδρας του

πρωτοδικείου και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει κώλυμα και δεν υπάρχει αντιεισαγγελέας

να τον αναπληρώσει, μπορεί να ασκεί χρέη εισαγγελέα ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης που

ορίζονται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών μετά από σχετικό έγγραφο του εισαγγελέα

πρωτοδικών. 2. Την ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία την ασκεί ο δημόσιος κατήγορος, που

ορίζεται για το σκοπό αυτόν. Είναι δυνατό όμως η άσκηση της ποινικής δίωξης να ανατεθεί στον

πταισματοδίκη, οπότε το πταισματοδικείο συγκροτείται χωρίς να παρίσταται δημόσιος

κατήγορος. Η ανάθεση της ποινικής δίωξης στον πταισματοδίκη γίνεται με προεδρικό διάταγμα

που προκαλεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης μετά πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα

πλημμελειοδικών. 3. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας κάθε δικαστηρίου ή ο δημόσιος

κατήγορος, όπου υπάρχει.

Άρθρο 28. - Ανεξαρτησία της αρχής που ασκεί τη δίωξη.



Τα πρόσωπα που σύμφωνα με το άρθρο 27 ασκούν την ποινική δίωξη είναι, κατά την άσκηση

των καθηκόντων τους και με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του οργανισμού των

δικαστηρίων και των άρθρων 333, 334 και 335 του κώδικα, ανεξάρτητα από κάθε άλλη αρχή,

καθώς και από τα δικαστήρια όπου υπηρετούν.



Άρθρο 29. - Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση της ποινικής δίωξης.



1. Το δικαστήριο των εφετών συνεδριάζοντας ως συμβούλιο σε ολομέλεια με την παρουσία και

του εισαγγελέα έχει το δικαίωμα να ακούει τις ανακοινώσεις μέλους του (άρθρο 37) και να

παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα να κινήσει την ποινική δίωξη. 2. Έχει ακόμα το δικαίωμα να

διατάξει τον εισαγγελέα εφετών να κινήσει ποινική δίωξη για κάθε έγκλημα και για κάθε υπαίτιο•

αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, έχει το δικαίωμα να διατάξει να

υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών. 3. Και στις δύο περιπτώσεις της παρ.2 ένας

από τους εφέτες, που τον ορίζει η ολομέλεια, εκπληρώνει καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση και

ή ενεργεί ο ίδιος κάθε ανακριτική πράξη ή αναθέτει την ενέργειά τους στον ανακριτή

πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών έχει όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του

εισαγγελέα πλημμελειοδικών• το συμβούλιο εφετών έχει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του

συμβουλίου πλημμελειοδικών και αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

Άρθρο 30. - Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την ποινική δίωξη.


1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να παραγγέλλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη

διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για κάθε αξιόποινη πράξη. (ΝΟΜΟΣ ΥΠΑΡΙΘ.3160 (ΦΕΚ

Α165 30.6.2003)
2. Στα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι

διεθνείς σχέσεις του κράτους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα με προηγούμενη

σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή

να αναστείλει την ποινική δίωξη. Η αναστολή της ποινικής δίωξης μπορεί να γίνει το αργότερο

έως την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο. 3. Σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης ο Υπουργός

Δικαιοσύνης μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει τη

διενέργεια της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ' απόλυτη

προτεραιότητα. (ΝΟΜΟΣ ΥΠΑΡΙΘ.3160 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003).


Άρθρο 31. - Δικαιώματα του εισαγγελέα.


Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί: α) προκαταρκτική εξέταση, για να

κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης. β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη

πράξη. Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντιεισαγγελείς που υπάγονται

σ' αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς

τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση. 2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα

άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή

αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση

αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή

εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω

ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την

παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική

εξέταση. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης.

Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον

εξεταζόμενο για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα παραπάνω δικαιώματα του.

Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα

παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο

αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου

στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση

περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του. (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3160 (ΦΕΚ Α165

30.6.2003). 3. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και η διάρκειά της δεν μπορεί να

υπερβεί τους τέσσερις μήνες. Αν η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται από τον εισαγγελέα

πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 43 και 47 και συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ο χρόνος αυτός

μπορεί να παραταθεί έως τέσσερις το πολύ μήνες με έγκριση του εισαγγελέα εφετών. (η

παράγραφος 3 προστέθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003).





Άρθρο 32. - Ακρόαση του εισαγγελέα.



1. Καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμία

διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. 2. Ο

εισαγγελέας έχει υποχρέωση να παρευρίσκεται στο ακροατήριο όσο διαρκεί η διαδικασία. Στα

μικτά ορκωτά δικαστήρια και στο δικαστήριο των εφετών, όταν αυτό δικάζει κακουργήματα και

παρίστανται τρεις συνήγοροι των κατηγορουμένων, μπορεί μαζί με τον εισαγγελέα να παρίσταται

και ένας από τους νόμιμους αναπληρωτές του. 3. Στις συνεδριάσεις του πταισματοδικείου ο

εισαγγελέας μπορεί να παρίσταται σε κάθε περίπτωση ως κατήγορος, ακόμη και όταν την ποινική

δίωξη την ασκεί ο πταισματοδίκης (άρθρο 27 παρ.2). 4. Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να

υποβάλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν

μπορεί να αφεθεί στη κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή.



Άρθρο 33. - Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι.



1. Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 παρ.1 στοιχ. α και β) γίνονται ύστερα

από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό την διεύθυνση του: α) από τους

πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες. β) από τους βαθμοφόρους της χωροφυλακής που έχουν βαθμό

τουλάχιστον υπενωμοτάρχη και γ) από τους αστυνομικούς υπαλλήλους που έχουν βαθμό

τουλάχιστον υπαρχιφύλακα. 2. Αν οι παραπάνω δεν υπάρχουν ή έχουν κώλυμα και έως ότου

αναλάβουν την προανάκριση, αν υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή, η προανάκριση γίνεται από

τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας. 3. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος προανάκριση

ενεργεί και ο ανακριτής. Την προανάκριση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός

ανακριτής ανηλίκων (άρθρο 4 παρ.2α).



Άρθρο 34. - Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι.


Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από

δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση

και την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. (όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του

ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 35. - Ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση.
Η ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το

δικαίωμα να ενεργεί, προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν,

προκαταρκτική εξέταση κατά το άρθρο 31 για κάθε έγκλημα που γίνεται στην περιφέρεια του,

εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα

πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που

ενήργησε, είτε αρχειοθετεί την υπόθεση, εφόσον στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν

έχει κινήσει την ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, είτε παραγγέλλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το

ίδιο δικαίωμα, χωρίς τους περιορισμούς των προηγούμενων εδαφίων, έχει και ο εισαγγελέας του

Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί επίσης σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης να διατάσσει τη

διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ' απόλυτη

προτεραιότητα. (όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)




ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ –

Έναρξη και αναβολή της ποινικής δίωξης.



Άρθρο 36. - Αυτεπάγγελτη δίωξη.



Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από

αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη.



Άρθρο 37. - Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης.



1. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο

εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται

αυτεπαγγέλτως. 2. Οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους

ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τις αξιόποινες πράξεις

της παρ.1, αν πληροφορήθηκαν γι' αυτές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 3. Η

ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν

την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.



Άρθρο 38. - Υποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση.



1. Όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής ή ποινικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να

χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής, αν σύμφωνα με το νόμο δεν

μπορεί να το δικάσει ο ίδιος αμέσως, οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον

αρμόδιο εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα. 2. Το ίδιο υποχρεούται να

κάνει και όταν πρόκειται για έγκλημα μη διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, αν υποβλήθηκε η

απαιτούμενη έγκληση στην αρμόδια αρχή.



Άρθρο 39. - Εφαρμογή στη διοικητική και πειθαρχική δίκη.



Οι διατάξεις του άρθρου 38 εφαρμόζονται και στις υποθέσεις διοικητικής και πειθαρχικής

δικαιοδοσίας.



Άρθρο 40. - Υποχρέωση ιδιωτών.



1. Ακόμα και ιδιώτες οφείλουν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο,

αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον

εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο• η αναγγελία αυτή μπορεί

να γίνει είτε εγγράφως με μια αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση. 2. Στην

αναφορά ή στην προφορική δήλωση πρέπει να αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν

την πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις. 3. Αν πολλοί πληροφορήθηκαν για την αξιόποινη

πράξη, τότε καθένας έχει ξεχωριστά την υποχρέωση αυτή.

Άρθρο 41. - Αίτηση δίωξης.



Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική

δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά, και

συντάσσεται έκθεση.



Άρθρο 42. - Μήνυση αξιόποινων πράξεων.



1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε, και οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην

αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με

οποιονδήποτε τρόπο. 2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και

στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό

πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση.

Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια,

δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην

έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε

συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 επ . 3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό

υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή

στο δημόσιο κατήγορο.



Άρθρο 43. - Έναρξη ποινικής δίωξης.


1. Ο εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας

προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου

στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται Σε κακουργήματα όμως ή πλημμελήματα αρμοδιότητας

του τριμελούς πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί

προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και

προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επίσης, μπορεί να μην ενεργηθεί

προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν

επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη.

2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της

ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την αρχειοθετεί και

υποβάλλει αντίγραφο στον εισαγγελέα εφετών, αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν να

μην κινήσει την ποινική δίωξη. Στις ίδιες ενέργειες προβαίνει και αν μετά την ενέργεια

προκαταρκτικής εξέτασης ή τις ανακριτικές πράξεις που έγιναν κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή την

ένορκη διοικητική εξέταση κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να

κινηθεί η ποινική δίωξη. Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα: α) στην περίπτωση του πρώτου

εδαφίου να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αν

πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή

να κινηθεί η ποινική δίωξη για τα λοιπά εγκλήματα και β) στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου

να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. (έτσι όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν.

3160/2003 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)




Άρθρο 44. - Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης.



1. Σε περίπτωση πλημμελήματος, αν η ποινή που πιθανολογείται ότι θα επιβληθεί στον υπαίτιο,

αλλά και οι άλλες συνέπειές της κατά τον ποινικό κώδικα, είναι μηδαμινές συγκριτικά με την ποινή

που του έχει επιβληθεί αμετάκλητα στο παρελθόν για άλλη πράξη και που τώρα την εκτίει, ο

εισαγγελέας, με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, έχει το δικαίωμα να αναβάλει για αόριστο

χρόνο την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του. Αν όμως η ποινική δίωξη έχει αρχίσει, την

αναστολή της για αόριστο χρόνο την διατάσσει αμετάκλητα το δικαστικό συμβούλιο ή το

δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα.2. Παρόμοια αναβολή ή αναστολή ποινικής δίωξης

μπορεί να διαταχθεί με τις ίδιες προϋποθέσεις και όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη παραπεμφθεί

στο ακροατήριο για βαρύτερη πράξη, εκτός αν η ποινική δίωξη για την ελαφρότερη πράξη είναι

αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας γενικά ή για την εκτίμηση του χαρακτήρα του

κατηγορουμένου. 3. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις μπορεί αργότερα να διαταχθεί από τις

ίδιες αρχές η ποινική δίωξη ή η συνέχιση εκείνης που είχε ανασταλεί: α) αν η εκτέλεση της

ποινής που επιβλήθηκε και έγινε αφορμή να διαταχθεί αναστολή για την άλλη πράξη έπαψε για

οποιονδήποτε νόμιμο λόγο και β) μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της κατηγορίας που εκκρεμεί και

έγινε αφορμή να ανασταλεί η δίωξη. 4. Στις περιπτώσεις αναστολής της ποινικής δίωξης

σύμφωνα με τις παρ.1, 2 και 3, δεν θίγονται τα δικαιώματα των παθόντων, που μπορούν να τα

επιδιώξουν στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.



Άρθρο 45. - Αποχή από ποινική δίωξη.



Στις περιπτώσεις του εγκλήματος της εκβίασης, που τελείται με την απειλή ότι θα αποκαλυφθεί

αξιόποινη πράξη, ή της απάτης που, αν την καταμήνυε ο παθών, ήταν ενδεχόμενο να

αποκαλυφθεί από την ανάκριση ενοχή του για άλλη συναφή με την απάτη πράξη και διωχθεί

ποινικά, μπορεί ο εισαγγελέας, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, με αιτιολογημένη

διάταξή του να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη για την πράξη της οποίας η αποκάλυψη

απειλήθηκε με την εκβίαση ή για την οποία ήταν δυνατό να διωχθεί αυτός που εξαπατήθηκε, με

την προϋπόθεση ότι η δίωξή της, συγκρινόμενη με τη βαρύτητα της εκβίασης ή της απάτης που

επρόκειτο να διωχθούν, δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η

διάταξη της παρ.4 του άρθρου 44 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - 'Έγκληση.

Άρθρο 46. - Έγκληση του παθόντος.



Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με

όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ.2 και 3.



Άρθρο 47. - Απόρριψη της έγκλησης.
1. Ο εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο

ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την

απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα.

2. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή

ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την

κίνηση της ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγούμενη παράγραφο.

3. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ.1, 44 και 45 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση. (το

άρθρο 47 αντικαταστάθηκε ως έχει παραπάνω με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α165

30.6.2003)




Άρθρο 48. - Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος.


Ο εγκαλών μπορεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα κατά

τις παρ.1 και 2 του προηγούμενου άρθρου να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών κατά

της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της

απόστασης. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα της εισαγγελίας ή από το

γραμματέα του πταισματοδικείου της κατοικίας ή της διαμονής του προσφεύγοντος, που τη

διαβιβάζει στο γραμματέα της εισαγγελίας. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή,

εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 43. (το εδ. 4

αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 49. - Εφαρμογή στα πταίσματα.



1. Οι ορισμοί των άρθρων 42, 43, 44, 46, 47 και 48 εφαρμόζονται και στα πταίσματα. Ως προς

αυτά τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ανήκουν στο δημόσιο

κατήγορο και, όπου αυτός δεν υπάρχει, στον πταισματοδίκη σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.2• τα

δικαιώματα του εισαγγελέα εφετών ανήκουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και τα

δικαιώματα του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (άρθρο 44) στον πταισματοδίκη. 2. Η

ποινική δίωξη προκειμένου για πταίσματα αναστέλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που

αναφέρονται στο άρθρο 44, και για όσο χρόνο ο κατηγορούμενος υπηρετεί για οποιονδήποτε λόγο

στο στρατό και διαμένει εκτός έδρας του αρμόδιου πταισματοδικείου. Ο δημόσιος κατήγορος

διατάσσει την αναστολή με αιτιολογημένη διάταξή του.



Άρθρο 50. - Δίωξη μόνο με έγκληση.



1. Κατ 'εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους η

ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος. 2. Αφού υποβληθεί η έγκληση, η ποινική

δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αν η δίωξη ασκήθηκε

χωρίς έγκληση, η σχετική με την έγκληση δήλωση μπορεί να γίνει από τον παθόντα και στο

ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.



Άρθρο 51. - Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης.



1. Η παραίτηση από το δικαίωμα έγκλησης γίνεται από τον ίδιο το δικαιούμενο ή από ειδικό

πληρεξούσιο σε συμβολαιογράφο, στον εισαγγελέα ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο, και

συντάσσεται σχετική έκθεση. 2. Παραίτηση που γίνεται με όρους ή προθεσμία δεν έχει έννομα

αποτελέσματα. Ανάκληση της παραίτησης δεν επιτρέπεται. 3. Με την ίδια δήλωση μπορεί να

γίνει παραίτηση και από την πολιτική αγωγή για αποζημίωση.



Άρθρο 52. - Ανάκληση της έγκλησης.



1. Ο εγκαλών μπορεί είτε ο ίδιος είτε με ειδικό πληρεξούσιο να ανακαλέσει την έγκληση. 2. Για

τους υπαλλήλους στους οποίους δηλώνεται η ανάκληση και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή

πρέπει να γίνει εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 42. Η ανάκληση μπορεί επίσης να γίνει και

στο ακροατήριο σε όλη τη διάρκεια της δίκης και ωσότου δημοσιευτεί η απόφαση του

δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η ανάκληση γίνει

αργότερα, είναι απαράδεκτη.

Άρθρο 53. - Έξοδα σε περίπτωση ανάκλησης.



Για την ανάκληση που προβλέπεται στο άρθρο 52 δεν είναι απαραίτητη η προκαταβολή των

δικαστικών εξόδων και τελών, που βαρύνουν σε κάθε περίπτωση τον ανακαλούντα. Αντίγραφο της

έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 52 ή των πρακτικών μαζί με την εκκαθάριση των

δικαστικών εξόδων στέλνεται για είσπραξη στον αρμόδιο ταμία.



Άρθρο 54. - Ποιες πράξεις δεν ενεργούνται χωρίς άδεια.



Ακόμα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη, μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για

την βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν

ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια.



Άρθρο 55. - Άρνηση χορήγησης της άδειας.



1. Αν δεν χορηγηθεί η άδεια, ο ανακριτής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι

γι' αυτό το λόγο δεν μπορεί προς το παρόν να γίνει δίωξη. 2. Ανάκληση της άδειας που

χορηγήθηκε δεν είναι δυνατή.



Άρθρο 56. - Περισσότεροι κατηγορούμενοι.



Αν υπάρχουν και άλλοι κατηγορούμενοι που δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 54, η

ποινική δίωξη εναντίον τους προχωρεί χωρίς κώλυμα.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Δεδικασμένο.

Άρθρο 57. - Κώλυμα για νέα δίωξη.



1. Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα η αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του,

δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ'

αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. 2. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ.2, 525

και 526. 3. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη

λόγω δεδικασμένου.



Άρθρο 58. - Νέα άσκηση ποινικής δίωξης.



Η απόφαση, ακόμη και εκείνη που έχει γίνει αμετάκλητη, όταν κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική

δίωξη για κάποια έλλειψη ή παρατυπία της έγκλησης, της αίτησης ή της άδειας, δεν εμποδίζει τη

νέα άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου, αν η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια

δοθεί κανονικά αργότερα.



ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προδικαστικά ζητήματα.

Άρθρο 59. - Προδικαστικά ποινικά ζητήματα στην ποινική δίκη.



Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη ποινική δίκη και δεν είναι δυνατή ούτε

σκόπιμη η ένωση των δύο, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη

δεύτερη δίκη.



Άρθρο 60. - Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη.



1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη

διάρκεια της δίκης. 2. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να

προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.



Άρθρο 61. - Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής φύσης στην πολιτική δίκη.



Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των

πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο

κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Η απόφαση αυτή

μπορεί να ανακληθεί.



Άρθρο 62. - Ισχύς της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου για προδικαστικά ζητήματα.



Απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει

τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως γι' αυτόν στοιχείο που το εκτιμά ελεύθερα μαζί με άλλες

αποδείξεις (άρθρα 177 και 178).



ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Νομιμοποίηση - Αρμοδιότητα.



Άρθρο 63. - Ενεργητική νομιμοποίηση.



Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την

χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό

δικαστήριο από τους δικαιούμενους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα.



Άρθρο 64. - Παθητική νομιμοποίηση.



1. Η πολιτική αγωγή ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου και, αν υπάρχει περίπτωση, εναντίον

και του αστικώς υπευθύνου ή εναντίον των νόμιμων αντιπροσώπων τους. 2. Με την επιφύλαξη

της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την

αποκατάσταση της ζημιάς ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης,

περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63, νομιμοποιούμενος

σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του

κατηγορούμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει

τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84.



Άρθρο 65. - Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου στην πολιτική αγωγή.



1. Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή όταν αποφαίνεται ότι

δεν πρέπει να γίνει δίωξη ή απαλλάσσει για οποιοδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο. 2. Το ποινικό

δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι' αυτήν. Κατ'

εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την

απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα σαράντα

τέσσερα ευρώ. Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει

υπόθεση αποζημίωσης. 3. Το καθοριζόμενο στην παρ.2 όριο των απαιτήσεων αποζημίωσης του

πολιτικώς ενάγοντος που πηγάζουν από το έγκλημα μπορεί να αυξομειώνεται με προεδρικά

διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το χρηματικό

ποσό σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχει μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5

του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον

Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 66. - Πολιτική αγωγή εκκρεμής σε πολιτικό δικαστήριο.



1. Η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό

δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία. 2. Αν ο πολιτικώς

ενάγων ασκήσει αυτό το δικαίωμα, δεν μπορεί να συνεχίσει τη δίκη στα πολιτικά δικαστήρια,

εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 65. 3. Ο ποινικός δικαστής αποφασίζει και για τα έξοδα

που έχουν γίνει στην πολιτική διαδικασία.



Άρθρο 67. - Πότε απαγορεύεται η νέα άσκηση πολιτικής αγωγής.



1. Αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, η πολιτική αγωγή που κρίθηκε ήδη από το ποινικό

δικαστήριο δεν μπορεί πια να ασκηθεί στο πολιτικό παρά μόνο για την εκκαθάριση των ζημιών

που γεννήθηκαν μετά την καταδικαστική απόφαση. 2. Μπορεί όμως η πολιτική αγωγή να

συνεχιστεί στο πολιτικό δικαστήριο στην περίπτωση που την παρέπεμψε το ποινικό (άρθρο 65

παρ.2), καθώς και στις περιπτώσεις που ορίζονται ειδικά στο νόμο.



Άρθρο 68. - Άσκηση και διατύπωση της πολιτικής αγωγής.



1. Εκείνος που έχει το δικαίωμα πολιτικής αγωγής μπορεί πάντοτε να επιδιώξει την ικανοποίηση

των απαιτήσεών του για αποζημίωση στο ποινικό δικαστήριο και στο ακροατήριο ωσότου αρχίσει

η αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64, αν έχει επιδώσει δικόγραφο στον

κατηγορούμενο κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας και σύμφωνα με την προθεσμία του

άρθ.167. 2. Κατ' εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση

εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό

δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. 3. Το ότι ο

πολιτικώς ενάγων δεν έχει εμφανιστεί κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας δεν

δικαιολογεί σε καμία περίπτωση αναβολή της δίκης. Ο πολιτικώς ενάγων που δεν έχει εμφανιστεί

δεν κωλύεται από αυτόν και μόνο το λόγο να φέρει την αγωγή του στο πολιτικό δικαστήριο• αλλά

και στο ποινικό δικαστήριο μπορεί να την υποστηρίξει, αν για οποιονδήποτε λόγο αναβλήθηκε η

συζήτηση της υπόθεσης. 4. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να

αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, αν, παρόλο που εμφανίστηκε έγκαιρα, αποχώρησε κατά

τη διάρκεια της συζήτησης στην περίπτωση αυτή μπορεί να φέρει την αγωγή του στο πολιτικό

δικαστήριο.



Άρθρο 69. - Παραίτηση από την πολιτική αγωγή.



1. Κατά τη διάρκεια της δίκης και πριν από την έκδοση της απόφασης ο πολιτικώς ενάγων μπορεί

να παραιτηθεί από την αγωγή του, τηρώντας τις διατυπώσεις των άρθρων 83 και 84. 2. Η

δήλωση παραίτησης που γίνεται πριν από τη συζήτηση δημιουργεί αποτελέσματα, και αν ακόμη

δεν επιδοθεί στον κατηγορούμενο. όποιος όμως παραιτείται είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα

έξοδα που δημιουργήθηκαν από την παράλειψη της επίδοσης.

Άρθρο 70. - Άσκηση πολιτικής αγωγής από τον εισαγγελέα.



Η πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από τον εισαγγελέα όταν ο

ζημιωμένος είναι ανίκανος επειδή πάσχει από ψυχική ασθένεια και δεν έχει αντιπρόσωπο νόμιμα

διορισμένο ή όταν ζημιώθηκε το Δημόσιο. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται ανάλογα η

διάταξη του άρθρου 65 παρ.2.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Άρθρο 71. - Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε.



1. Ο κατηγορούμενος που αθωώθηκε σε δημόσια συνεδρίαση δικαιούται να υποβάλει αμέσως

και προφορικά στο ποινικό δικαστήριο τις απαιτήσεις που έχει από το μηνυτή ή από αυτόν που

υπέβαλε την έγκληση για αποζημίωση και έξοδα, και όταν ακόμη δεν παρέστη ως πολιτικώς

ενάγων. Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει αυτόν που υπέβαλε την αίτηση και το μηνυτή

ή τον εγκαλούντα. Αν ο μηνυτής ή αυτός που υπέβαλε την έγκληση δεν είναι παρών, το

δικαστήριο παραπέμπει τις απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε στα πολιτικά

δικαστήρια. Αν εμφανίστηκε στην αρχή της συζήτησης, αποχώρησε όμως κατόπιν και δεν είναι

παρών κατά την προβολή των απαιτήσεων του κατηγορουμένου, θεωρείται ότι δικάζεται σαν να

ήταν παρών. 2. Η διάταξη του άρθρου 65 παρ.2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την

περίπτωση.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΔΙΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Κατηγορούμενοι.

Άρθρο 72. - Ιδιότητα κατηγορουμένου.



Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε

ρητά την ποινική δίωξη, εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η

αξιόποινη πράξη και εκείνος που αναφέρεται στην μήνυση, στην έγκληση, στην αίτηση ή στην

έκθεση για αξιόποινη πράξη.



Άρθρο 73. - Διάρκεια και παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου.



Ο κατηγορούμενος διατηρεί την ιδιότητά του ωσότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα

ή αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση και την αποκτά εκ νέου στις περιπτώσεις του

άρθρου 57 παρ.2.

Άρθρο 74. - Αιτήσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου.



Οι αιτήσεις και οι δηλώσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου υποβάλλονται με έγγραφο, που

παραδίδεται στο διευθυντή του καταστήματος όπου κρατείται, και συντάσσεται έκθεση• κατόπιν

καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο και διαβιβάζονται αμέσως στην αρμόδια αρχή• ως προς τα

νόμιμα αποτελέσματά τους οι αιτήσεις και οι δηλώσεις θεωρούνται σαν να είχαν παραληφθεί

απευθείας από την αρμόδια αρχή.



Άρθρο 75. - Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου.



Η αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου με το όνομά του ή με τα άλλα

χαρακτηριστικά ή με τις άλλες ιδιότητες δεν εμποδίζει την εξέλιξη της ποινικής δίωξης, αν είναι

αποδεδειγμένο ότι αυτός είναι το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.



Άρθρο 76. - Ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες.



Αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες, διατάσσεται η

διόρθωση σύμφωνα με τα άρθρα 564 παρ.2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά

την εκτέλεση.



Άρθρο 77. - Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου.



1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο

είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας

προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό

μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο

αυτό, ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του. 2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να

αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση

εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ο

δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή

εγγύησης ή άλλους όρους. Για τον καθορισμό, την κατάθεση και την τύχη της εγγύησης και των

άλλων όρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 294 παρ 3, 296, 297, 301, 302 , 303 και 304.

3. Όσα αναφέρονται στην παρ.2 τα διατάσσει ο ανακριτής κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.



Άρθρο 78. - Ζήτημα ταυτότητας στον Άρειο Πάγο.



Αν οι αμφιβολίες για την ταυτότητα δημιουργηθούν για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο,

διατάσσεται αυτεπαγγέλτως εξέταση• η εξέταση ενεργείται από το εφετείο που ορίζει ο Άρειος

Πάγος και που αποφαίνεται αμετάκλητα για την ταυτότητα.



Άρθρο 79. - Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του κατηγορουμένου.



Όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς

την ταυτότητα του προσώπου του, ο δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να

μην έγινε.

Άρθρο 80. - Ψυχική ασθένεια του κατηγορουμένου.



1. Όταν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του

λειτουργιών, το δικαστήριο, αν δεν πρόκειται να εκδώσει αθωωτική απόφαση, διατάσσει την

αναστολή της διαδικασίας. Αν ο κατηγορούμενος τελεί σε προσωρινή κράτηση, το δικαστήριο

διατάσσει ταυτόχρονα και την τοποθέτησή του σε δικαστικό ψυχιατρείο και σε περίπτωση που

δεν υπάρχει τέτοιο, σε άλλο ψυχιατρείο, κατά προτίμηση δημόσιο. 2. Για τη βεβαίωση της

ψυχικής κατάστασης του κατηγορουμένου διατάσσεται προηγουμένως πραγματογνωμοσύνη

(άρθρο 200). 3. Αν η κατάσταση αυτή προκύψει πριν από το τέλος της ανάκρισης, τα παραπάνω

τα διατάσσει ο ανακριτής, χωρίς να εμποδίζεται από το λόγο αυτό στην ενέργεια των αναγκαίων

πράξεων για τη βεβαίωση του εγκλήματος. 4. Αν διαταχθεί αναστολή, η πολιτική αγωγή μπορεί

να ασκηθεί στα πολιτικά δικαστήρια. 5. Η εξακολούθηση της διαδικασίας, αν πάψουν να

υπάρχουν οι λόγοι της αναστολής, διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον ανακριτή σύμφωνα με

τις διακρίσεις των παρ.1 και 3.



Άρθρο 81. - Αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου.



1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου, διατάσσεται η αναβολή της

διαδικασίας ωσότου βεβαιωθεί ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται στη ζωή, οπότε η διαδικασία

αρχίζει εκ νέου. Η αναβολή όμως αυτή δεν εμποδίζει να γίνουν οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις

για να βεβαιωθεί το έγκλημα. 2. Αν εξακριβωθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 77 και 78 πως

από πλάνη έγινε δεκτό ότι ο κατηγορούμενος δεν ζει, η απόφαση να πάψει η ποινική δίωξη

(άρθρα 309 παρ.1 στοιχ.β', 310 παρ.1 και 370 στοιχ.β') θεωρείται σαν να μην εκδόθηκε. Στην

περίπτωση αυτή για το χρονικό διάστημα από την παύση της ποινικής δίωξης έως την

επανάληψή της εφαρμόζονται, οι διατάξεις του ποινικού κώδικα για αναστολή της παραγραφής.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Πολιτικώς ενάγοντες.

Άρθρο 82. - Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.



1. Όποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63)

μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. 2. Οι ανήλικοι

και όσοι άλλοι ανίκανοι παρίστανται με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους σύμφωνα με τις

σχετικές διατάξεις του αστικού κώδικα. 3. Η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος δεν

αναπληρώνει την έγκληση στις περιπτώσεις που αυτή είναι απαραίτητη για την ποινική δίωξη

(άρθρο 50).



Άρθρο 83. - Διατυπώσεις της δήλωσης.



1. Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την

περάτωση των ανάκρισης (άρθρο 308) προς τον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως είτε από

πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το

άρθρο 42 παρ.2 εδάφ. β' και γ'. Κατά την κατάθεση της δήλωσης συντάσσεται έκθεση , στην

οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας. Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και

σ' αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο

ζημιωμένος. 2. Η παράλειψη της δήλωσης του πολιτικώς ενάγοντος δεν επηρεάζει το δικαίωμά

του να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 68.



Άρθρο 84. - Περιεχόμενο της δήλωσης.



Η δήλωση είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία

παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της

παράστασης, καθώς και το διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει

τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι

κοινοποιήσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην

πιο πάνω περίπτωση έχει ο αδικηθείς και όταν εγείρει αγωγή ή υποβάλει απαίτηση στο ποινικό

δικαστήριο (άρθρο 68 παρ.1 και 2). Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος που έχει

διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος.



Άρθρο 85. - Αντιρρήσεις κατά της παράστασης.



Ο κατηγορούμενος και ο αστικώς υπεύθυνος μπορούν να υποβάλουν αντιρρήσεις κατά της

δήλωσης να παραστεί πολιτική αγωγή, και πάντως πριν από την έκδοση του οριστικού

βουλεύματος.



Άρθρο 86. - Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση.



1. Το έγγραφο με τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου πρέπει να

περιέχει τους λόγους που τις στηρίζουν, παραδίδεται στο γραμματέα της εισαγγελίας, και

συντάσσεται έκθεση. Για τις αντιρρήσεις αποφασίζει το συμβούλιο αμετάκλητα• αν η προβολή

τους έγινε μετά την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα για την ουσία της υπόθεσης, το

συμβούλιο αποφασίζει με το βούλευμα που εκδίδει γι' αυτήν. 2. Οι αντιρρήσεις δεν εμποδίζουν

την εξέλιξη της ανάκρισης.



Άρθρο 87. - Αυτεπάγγελτη αποβολή.



Η δήλωση για την παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας

να κηρυχθεί απαράδεκτη από το συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και

αυτεπαγγέλτως.



Άρθρο 88. - Αποτελέσματα της αποβολής.



1. Ο πολιτικώς ενάγων, του οποίου η παράσταση έχει κηρυχθεί απαράδεκτη, δεν κωλύεται να

ασκήσει την αγωγή του στο ποινικό δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία. 2. Αν ο πολιτικώς

ενάγων αποβληθεί, παραμένουν ισχυρές όλες οι πράξεις της διαδικασίας που έγιναν πριν από

την αποβολή του και στις οποίες τυχόν παρευρισκόταν. 3. Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει για

τα έξοδα που προκάλεσε η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος που αποβλήθηκε. Το ίδιο

δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει και για την αποζημίωση των αντιδίκων του πολιτικώς

ενάγοντος, εκτός αν αυτή δεν είναι εκκαθαρισμένη.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αστικώς υπεύθυνοι.

Άρθρο 89. - Κλήτευση.



1. Αν ο πολιτικώς ενάγων θέλει να κλητεύσει στο ποινικό δικαστήριο και τον αστικώς υπεύθυνο

για την πληρωμή της αποζημίωσης, τον καλεί στην ποινική δίκη επιδίδοντάς του και την κλήση

και το δικόγραφο της πολιτικής αγωγής κατά το άρθρο 68 παρ 1. Η κλήση πρέπει να περιέχει και

τα στοιχεία της νομιμοποίησης του αστικώς υπευθύνου• αλλιώς, είναι άκυρη. Ο ζημιωμένος

απαιτεί κατά το άρθρο 68 παρ.2 την πληρωμή της χρηματικής ικανοποίησής του από τον αστικώς

υπεύθυνο, αν τον κλητεύσει στην ποινική δίκη τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση

σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται

αντίγραφο της κλήσης στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα μέσα στις ίδιες προθεσμίες και

με τις ίδιες διατυπώσεις. 2. Ο εισαγγελέας καλεί αυτεπαγγέλτως στην ποινική δίκη τον αστικώς

υπεύθυνο για την πληρωμή των χρηματικών ποινών και εξόδων με τις ίδιες διατυπώσεις και μέσα

στις ίδιες προθεσμίες που καλεί τον κατηγορούμενο. Η κλήση πρέπει να αναφέρει το άρθρο του

νόμου στο οποίο βασίζεται η αστική του ευθύνη. Στην κύρια ανάκριση ο αστικώς υπεύθυνος

καλείται σύμφωνα με το άρθρο 90. 3. Και ο κατηγορούμενος στην περίπτωση που θα απαλλαγεί

από την ποινική ευθύνη μπορεί να κλητευτεί σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 ως αστικώς υπεύθυνος

για την πράξη των συγκατηγορουμένων του. 4. Ο εισαγγελέας μπορεί να κλητεύσει τον αστικώς

υπεύθυνο για τις αποζημιώσεις και τη χρηματική ικανοποίηση μόνο όταν ασκεί την πολιτική

αγωγή κατά το άρθρο 70. Η κλήτευση αυτή κοινοποιείται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με την

παρ.1 αυτού του άρθρου. 5. Ο αστικώς υπεύθυνος μόλις κλητευθεί αποκτά την ιδιότητα διαδίκου

στην ποινική διαδικασία (άρθρα 96 κ.ε.).

Άρθρο 90. - Διατυπώσεις κλήτευσης κατά την ανάκριση.



Η κλήτευση του αστικώς υπεύθυνου για την πληρωμή των χρηματικών ποινών και εξόδων στην

κύρια ανάκριση γίνεται από τον ανακριτή με αίτηση του εισαγγελέα. Η κλήση περιέχει όσα

ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρ. 89 και επιδίδεται και στον κατηγορούμενο.

Άρθρο 91. - Παρέμβαση του αστικώς υπευθύνου.



1. Ο αστικώς υπεύθυνος μπορεί πάντοτε να παρέμβει εκουσίως στην ποινική δίκη. 2. Η

παρέμβαση είναι δεκτή ως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Μπορεί επίσης να γίνει και

κατά την προδικασία, μόνο όμως όταν ενεργείται κύρια ανάκριση.



Άρθρο 92. - Διατυπώσεις της παρέμβασης.



1. Η παρέμβαση γίνεται με γραπτή ή προφορική δήλωση ή και από πληρεξούσιο, που έχει ειδική

πληρεξουσιότητα, στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στον ανακριτή που διεξάγει την ανάκριση, και

συντάσσεται έκθεση. Η παρέμβαση επιδίδεται με τη φροντίδα εκείνου που παρεμβαίνει στους

άλλους διαδίκους και στον εισαγγελέα, αν δεν ασκήθηκε ενώπιόν του. 2. Αν η δήλωση γίνει στο

ακροατήριο καταχωρίζεται στα πρακτικά από το γραμματέα. 3. Κατά τα λοιπά πρέπει να περιέχει

τα στοιχεία του άρθρου 84. Αν ο αστικώς υπεύθυνος που έχει κλητευθεί ή παρέμβει έχει κατοικία

ή διαμονή στην αλλοδαπή, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του στοιχ.ε' της παρ.1 του

άρθρου 273. Την κατά το στοιχ.δ' του ίδιου άρθρου υπόμνηση οφείλει να κάνει ο εισαγγελέας ή ο

ανακρίνων ή ο διευθύνων τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά περίπτωση.



Άρθρο 93. - Αν παραιτηθεί ο πολιτικώς ενάγων.



Η κλήτευση του αστικώς υπευθύνου για τις αποζημιώσεις και τη χρηματική ικανοποίηση του

ζημιωμένου δεν έχει αποτελέσματα, αν ο πολιτικώς ενάγων αποβληθεί ή παραιτηθεί από την

αγωγή του σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 69.



Άρθρο 94. - Αποβολή του αστικώς υπευθύνου.



Όποιος κλητεύθηκε ή έκανε παρέμβαση ως αστικώς υπεύθυνος μπορεί να αποβληθεί από την

ποινική διαδικασία με αίτηση δική του ή του εισαγγελέα ή των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως

από το δικαστήριο ή από το δικαστικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

Άρθρο 95. - Διατυπώσεις για την αίτηση αποβολής και αντιρρήσεις.



1. Η αίτηση αποβολής του αστικώς υπευθύνου που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της

προδικασίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Κατατίθεται στον ανακριτή, εκτός αν έχει περατωθεί

η ανάκριση, οπότε κατατίθεται στον εισαγγελέα. 2. Μέσα σε τρεις ημέρες από την κατάθεση η

αίτηση επιδίδεται σ' αυτόν που προκάλεσε την κλήτευση ή έκανε την παρέμβαση. 3. Κατά της

αίτησης αποβολής μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων

85-88.



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Δικαιώματα των διαδίκων.

Άρθρο 96. - Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων.



1. Κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία

με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο. 2. Ο

διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται: α) με προφορική δήλωση

που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην

κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου

42 παρ.2 εδάφ. β' και γ'. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το

διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός

αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική

πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά.



Άρθρο 97. - Σε ποιές πράξεις παρίστανται οι διάδικοι.



1. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με

εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων, εκτός αν πρόκειται για την

περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 219. Γι' αυτό το σκοπό προσκαλούνται έγκαιρα οι διάδικοι να

παρευρεθούν οι ίδιοι ή να εκπροσωπηθούν από τους συνηγόρους τους. 2. Αν ο κατηγορούμενος

κρατείται, θα πρέπει να προσαχθεί, εκτός αν η προσαγωγή του δημιουργεί δυσχέρειες.



Άρθρο 98. - Αδυναμία παράστασης.



Αν η παρουσία των διαδίκων δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο δυνατή, η πράξη ενεργείται και

χωρίς αυτούς. Ύστερα όμως από αίτηση του ενδιαφερομένου μπορεί η πράξη να αναβληθεί για

άλλο χρόνο αν δεν βλάπτεται η ανάκριση.



Άρθρο 99. - Ερωτήσεις και παρατηρήσεις.



Οι διάδικοι που παρίστανται και οι συνήγοροί τους δικαιούνται να απευθύνουν ερωτήσεις και να

υποβάλουν παρατηρήσεις, που καταχωρίζονται με αίτησή τους στην έκθεση.



Άρθρο 100. - Παράσταση του κατηγορουμένου με συνήγορο.



1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του και σε κάθε εξέτασή του, ακόμη και σ'

αυτήν που γίνεται σε αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους, να παρίσταται με

συνήγορο. Γι αυτό το σκοπό προσκαλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική

ενέργεια. 2. Επιτρέπεται σύντμηση της προθεσμίας αυτής, αν από την αναβολή δημιουργείται

κίνδυνος που η ύπαρξή του βεβαιώνεται ειδικά με έκθεση του ανακριτή ή του ανακριτικού

υπαλλήλου. 3. Ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, αν το

ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος. 4. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί η

επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του.



Άρθρο 101. - Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης.



1. Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανιστεί ή οδηγηθεί σ' αυτόν ο κατηγορούμενος

για ν' απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων

της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του

το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. Με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με

δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της

ανάκρισης. 2. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής, και τα ίδια δικαιώματα ο κατηγορούμενος,

όταν κληθεί ξανά σε συμπληρωματική απολογία• πάντως μετά το τέλος της ανάκρισης και

προτού διαβιβαστεί η απολογία στον εισαγγελέα (άρθρο 308 παρ.1), καλείται πάντοτε ο

κατηγορούμενος να μελετήσει όλη τη δικογραφία. Αν όμως η ανάκριση εξακολούθησε

περισσότερο από μήνα μετά την πρώτη ή κάθε μεταγενέστερη απολογία, δικαιούται ο

κατηγορούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του μια φορά το μήνα, και κάθε φορά ο ανακριτής

συντάσσει σχετική έκθεση κάτω από την απολογία του κατηγορουμένου.



Άρθρο 102. - Προθεσμία για την απολογία.



1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία έως σαράντα οκτώ ώρες και δεν

έχει υποχρέωση να απολογηθεί πριν περάσει η προθεσμία. 2. Ο ανακριτής μπορεί να παρατείνει

την προθεσμία ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου.



Άρθρο 103. - Εξήγηση των δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο.



Αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, ο ανακριτής του εξηγεί με

σαφήνεια όλα τα παραπάνω δικαιώματά του• συντάσσεται έκθεση για την εξήγηση και για την

απάντηση του κατηγορούμενου, ο οποίος και υπογράφει την έκθεση.

Άρθρο 104. - Δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση.



1. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 100 παρ.1, 2 και 4, 101, 102 και 103 τα έχει ο

κατηγορούμενος και στην προανάκριση. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να

τηρηθεί η διάταξη της δεύτερης περιόδου της παρ.2 του άρθρου 101. 2. Όταν ενεργείται

προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παράγραφος 1, ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει

τα δικαιώματα, που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 και να υποβάλει εγγράφως την

απολογία του εκπροσωπούμενος από συνήγορο, που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ.2, εκτός αν

θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την

προανάκριση. Ο κατηγορούμενος εκπροσωπούμενος δια του συνηγόρου υποχρεούται να

δηλώσει τη διεύθυνση της κατοικίας του, εφαρμοζόμενων αναλόγως των εδαφίων γ' και ε' του

άρθρου 273.



Άρθρο 105. - Εξαίρεση στο αυτόφωρο έγκλημα.



Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται

όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα

δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου

εξέταση είναι άκυρη και δε λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της

παρ. 2 του άρθρου 31. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.2α του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 106. - (Καταργήθηκε με το Άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2408/1996).



(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 107. - Δικαιώματα αστικώς υπευθύνου.



Ο αστικώς υπεύθυνος έχει όλα τα παραπάνω δικαιώματα του κατηγορουμένου και τα ασκεί από

τη στιγμή που θα κληθεί με την ιδιότητα αυτή από τον ανακριτή ή τον ανακριτικό υπάλληλο για

να εξεταστεί. Τα ίδια δικαιώματα ασκεί και στην περίπτωση του επόμενου άρθρου.



Άρθρο 108. - Δικαιώματα πολιτικώς ενάγοντος.



Ο πολιτικώς ενάγων έχει επίσης τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 101, 104, 105 και

106• τα δικαιώματα αυτά μπορεί να τα ασκήσει από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί

σε απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής.



ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ - ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αρμοδιότητα καθ' ύλη.

Άρθρο 109. - Μικτό ορκωτό δικαστήριο.



Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό: α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που

ανήκουν στην αρμοδιότητα των πενταμελών εφετείων, και β) τα πολιτικά πλημμελήματα.



Άρθρο 110.

Καταργήθηκε με το άρθρο του ν. 969/1979).



Άρθρο 111. - Δικαστήριο εφετών.



Το δικαστήριο εφετών δικάζει: 1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα

σχετικά με το νόμισμα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή

βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση, απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέστηκαν από

πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας, ή αν

τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού

προσώπου δημόσιου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο

άρθρο 263α του Ποινικού Κώδικα και εφόσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο

δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά

πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Τα κακουργήματα κλοπής,

υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας που προβλέπονται από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, αν

στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου που αναφέρονται στην

προηγούμενη παράγραφο και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία

που προξενήθηκε ή απειλήθηκε κατά του Δημοσίου ή των πιο πάνω νομικών προσώπων

υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ. 3. Το ποσό των 730 ευρώ που

προβλέπεται από τα άρθρα 1 και 2 του ν. 1608/1950 "περί αυξήσεων των ποινών των

προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του δημοσίου", όπως τροποποιήθηκε από το ν.δ. 790/70

«περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» και το

ν. 495/1976 «περί όπλων, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων τινών

ποινικών διατάξεων», αυξάνεται σε 150.000 ευρώ. Το όριο αυτό των 150.000 ευρώ ισχύει είτε ο

κατηγορούμενος είναι πολίτης είτε είναι στρατιωτικός. 4. Τα εγκλήματα της δόλιας χρεοκοπίας

ανώνυμων εταιριών και τραπεζών. 5. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά

της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας που

προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, τα κακουργήματα που

προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με

αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα

ως άνω κύρια κακουργήματα. 6. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε μονομαχία. 7. Τα

πλημμελήματα των αρχιερέων, των νομαρχών, των δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής, ποινικής

και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των

ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των

παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και

των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και

των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. 8. Τις εφέσεις κατά των

αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το

πολυμελές πρωτοδικείο στην περίπτωση του άρθρου 116 παρ. 1. Τις εφέσεις κατά των

αποφάσεων του δικαστηρίου των εφετών σύμφωνα με το άρθρο 499. (Όπως τροποποιήθηκε με

το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 και η παρ.5 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν.

2928/2001 ΦΕΚ Α 141Α/27-06-2001) (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος

άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ

203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).

Άρθρο 112. - Τριμελές πλημμελειοδικείο.



Το τριμελές δικαστήριο πλημμελειοδικών δικάζει: 1. Τα πλημμελήματα, εκτός από όσα ανήκουν

στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, του δικαστηρίου των εφετών, του

μονομελούς πλημμελειοδικείου και του δικαστηρίου ανηλίκων. 2. Τα πταίσματα των αρχιερέων,

νομαρχών, δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και

εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών,

των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του

Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό,

καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα

τακτικά διοικητικά δικαστήρια. 3. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς

πλημμελειοδικείου.



Άρθρο 113. - Δικαστήριο ανηλίκων.



1. Τα δικαστήρια ανηλίκων δικάζουν τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, ηλικίας

από δώδεκα έως και δεκαεφτά ετών, με τις παρακάτω διακρίσεις: Α. Το μονομελές δικαστήριο

ανηλίκων δικάζει: α) τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, εκτός από εκείνες που δικάζονται

από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων β) τα πταίσματα που τελούνται από ανηλίκους στην έδρα

του πρωτοδικείου και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου για ανηλίκους.

Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων επιβάλλει επίσης τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που

ορίζονται από τον ποινικό κώδικα εναντίον των παιδιών που τελούν αξιόποινες πράξεις. Β. Το

τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, για τις

οποίες η ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με

τον ποινικό κώδικα είναι τουλάχιστον πέντε ετών. Γ. Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά

των αποφάσεων των τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία. Η

παρ.2 του άρθρου 9 εφαρμόζεται και εδώ. 2. Το άρθρο 119 εφαρμόζεται ανάλογα στις

περιπτώσεις των εδαφίων Α και Β της προηγούμενης παραγράφου.



Άρθρο 114. - Μονομελές πλημμελειοδικείο.


Το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει: "Α) Τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο

φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές

εκτός από:

α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και των εφετείων,

καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 111, 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα

του δικαστηρίου των ανηλίκων,

γ) εκείνα που τελούνται δια του τύπου, δ) εκείνα των άρθρων 142,145,147,149,153,154,156,

...158, 159, 160, 202 παρ. 1 και 2, 203, 221, 225 παρ. 1, 247, 251, 259, 266 παρ.

1,269,271,278,286, 288 παρ. 1, 290 παρ. 1 περ. α', 300, 314 παρ. 1 εδ. α', 328, 390 και 397 του

Ποινικού Κώδικα.)

Β) Τα δασικά (εκτός από τον εμπρησμό), τα αγροτικά σε βαθμό πλημμελήματος και τα

αγορανομικά αδικήματα, καθώς και τα εγκλήματα: α) του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "περί

επιταγής), β) των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 "περί επιβολής κυρώσεων κατά των

καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής

Ασφαλίσεως), γ) του άρθρου 17παρ. 8 του Ν. 1337/1983 για την "επέκταση των πολεοδομικών

σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις), δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1

του άρθρου 50 και της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του Ν. 2910/2001 "Είσοδος, παραμονή,

ελληνική ιθαγένεια και λοιπές διατάξεις), ε) του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 "Μέτρα για την

περιστολή της φοροδιαφυγής και λοιπές διατάξεις), στ) του άρθρου 42 και του πρώτου εδαφίου

της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του Ν. 2696/1999 "Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας), ζ) του

άρθρου 23Β του Ν. 248/1914 "Περί οργανώσεως της Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας),

η) των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 1 Ο και της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του

άρθρου 2 του Ν.Δ. 1244/1972 "Περί λειτουργίας Ερασιτεχνικών και Πειραματικών Σταθμών

Ασυρμάτου Ειδικών Ραδιοδικτύων και ιδρύσεως Υπηρεσίας Ελέγχου Ραδιοεκπομπών).

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες

είχε επιδοθεί κλήση ή κλητήριο θέσπισμα μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, σε

οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν βρίσκονται (οι διατάξεις Α και Β του άρθρου 114

αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)


Γ) Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου, καθώς και κατά των αποφάσεων που

εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ.1. (Όπως τροποποιήθηκε με το

άρθρο 2 παρ.4 του Ν. 2408/1996 και όπως προστέθηκαν εδάφια με το άρθρο 18 παρ. 1, 2 του ν.

2721/1999)



Άρθρο 115. - Πταισματοδικείο.



Το πταισματοδικείο δικάζει τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των

πλημμελειοδικών και του δικαστηρίου ανηλίκων (άρθρα 112, 113).



Άρθρο 116. - Αρμοδιότητα για τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο.



1. Κάθε ποινικό δικαστήριο δικάζει αμέσως τα αυτόφωρα πλημμελήματα και τα πταίσματα που

τελούνται στο ακροατήριό του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν αυτά υπάγονται στην

αρμοδιότητα του καθ' ύλην δικαστηρίου που συνεδριάζει ή κατώτερου, ακόμη και αν ο υπαίτιος

ανήκει στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων. Την ίδια εξουσία έχει ο Άρειος

Πάγος για όλα τα πλημμελήματα και τα πταίσματα• από τα πολιτικά δικαστήρια το ειρηνοδικείο

έχει εξουσία για τα πταίσματα, και όλα τα άλλα δικαστήρια για τα πλημμελήματα και τα

πταίσματα που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του αντίστοιχου ή κατωτέρου ποινικού

δικαστηρίου. Ως προς τη διαδικασία εφαρμόζονται τα άρθρα 417-424 του κώδικα. 2. Αν το

δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το πλημμέλημα, ο δράστης συλλαμβάνεται και

παραπέμπεται σύμφωνα με το άρθρο 279 στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος, αν συντρέχει

περίπτωση, εφαρμόζει τα άρθρα 417 κ.ε. Αν όμως ο δράστης είναι δικηγόρος, συνήγορος

διαδίκου, η σύλληψη εκτελείται αφού ασκήσει τα καθήκοντά του στη δίκη. 3. Αν για

οποιονδήποτε λόγο το πλημμέλημα ή το πταίσμα που διαπράχθηκε στο ακροατήριο δεν

δικάστηκε αμέσως, δεν αποκλείεται να διωχθεί στη συνέχεια με την κοινή διαδικασία.



Άρθρο 117. - Αρμοδιότητα για την εξύβριση και τη δυσφήμιση του δικαστηρίου.


1. Αν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου τελέστηκε στο ακροατήριό του

εξύβριση ή δυσφήμηση μέλους του δικαστηρίου (άρθρα 361,362,363 Π.Κ.), ακόμη και όταν ο

υπαίτιος υπάγεται στην ιδιάζουσα ή εξαιρετική δωσιδικία, τα εγκλήματα αυτά δικάζονται αμέσως

από το ίδιο δικαστήριο, που συγκροτείται από άλλους δικαστές. Η κατά νόμο έγκληση

υποβάλλεται με δήλωση του δικαιουμένου που καταχωρίζεται στα πρακτικά. (το εδ. 1 της παρ. 1

του άρθρου 117 αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της

ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003).



Αν η διαφορετική σύνθεση δεν είναι δυνατή για λόγο που βεβαιώνεται ειδικά στα πρακτικά και

στην απόφαση, η άμεση εκδίκαση γίνεται από τους ίδιους δικαστές. 2. Αν ο υπαίτιος της

εξύβρισης ή της δυσφήμησης που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο είναι δικηγόρος

που ασκεί καθήκοντα συνηγόρου και η διαφορετική σύνθεση του δικαστηρίου δεν είναι δυνατή

για λόγο που βεβαιώνεται με τον παραπάνω τρόπο, η πράξη αναφέρεται στα πρακτικά της

συνεδρίασης και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 38 παρ.1• στην περίπτωση αυτή δεν

επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη συνηγόρου. Αν στη συνέχεια αποφασιστεί από την αρμόδια

αρχή η παραπομπή του σε δίκη, η εκδίκαση γίνεται από το δικαστήριο που προσδιορίζεται

σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 137. Αν η πράξη εκδικαστεί αμέσως, η απόφαση που εκδίδεται εις

βάρος του συνηγόρου εκτελείται μόνο όταν αυτός εκπληρώσει εντελώς τα καθήκοντά του στη

δίκη κατά τη διάρκεια της οποίας διαπράχθηκε το έγκλημα.



Άρθρο 118. - Περίπτωση αναβολής.



Αν το δικαστήριο που σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 117 είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το

έγκλημα αναβάλει για οποιονδήποτε λόγο τη δίκη (άρθρο 423), μπορεί να διατάξει την

προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου που έχει συλληφθεί, αν τούτο επιτρέπεται• στην

περίπτωση αυτή η περαιτέρω διαδικασία και η εκδίκαση γίνεται από το αρμόδιο σύμφωνα με τα

άρθρα 112-115 δικαστήριο.



Άρθρο 119. - Προσδιορισμός της καθ ύλη αρμοδιότητας.



1. Την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της

πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται

στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση

του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης). 2. Το δικαστήριο

είναι αρμόδιο να δικάσει και σ' εκείνες τις περιπτώσεις όπου προκύπτει από τη συζήτηση ότι το

έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου.

Άρθρο 120. - Αναρμοδιότητα.



1. Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε

στάδιο της δίκης. 2. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του

την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο• σ' αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των

πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. 3. Το μονομελές

πλημμελειοδικείο και το πταισματοδικείο παραπέμπουν την υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα

και διατάσσουν τη σύλληψη του κατηγορουμένου, αν το έγκλημα όπως χαρακτηρίζεται από αυτά

είναι κακούργημα. Μπορούν να διατάξουν τη σύλληψη του κατηγορουμένου και όταν το έγκλημα

είναι πλημμέλημα, για το οποίο όμως επιτρέπεται προσωρινή κράτηση. Ο εισαγγελέας μπορεί να

παραγγείλει ανάκριση (άρθρο 246 παρ.3) ή προανάκριση ή να εισαγάγει την υπόθεση στο

δικαστικό συμβούλιο, όταν η παραπομπή στο μονομελές πλημμελειοδικείο ή στο πταισματοδικείο

που είχε κηρυχθεί αναρμόδιο είχε γίνει με απευθείας κλήση. Αν η παραπομπή είχε διαταχθεί με

βούλευμα, γίνεται κανονισμός της αρμοδιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 132 κ.ε.



Άρθρο 121. - Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως.



Το δικαστήριο που δικάζει κατ' έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό

ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σ ' αυτό ή σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο

δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο

την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 502 παρ.3)• σε κάθε άλλη περίπτωση καθ' ύλην

αναρμοδιότητας ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την

υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ.2 του

άρθρου 120.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Τοπική αρμοδιότητα.

Άρθρο 122. - Προσδιορισμός.



1. Η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου

κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη. 2. Για έγκλημα

που τελέστηκε με έντυπο το οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην

περιφέρεια του οποίου, όπως αποδεικνύεται, δημοσιεύτηκε το έντυπο. Όταν πρόκειται για

δυσφήμηση ή εξύβριση, αρμόδιο είναι επίσης και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου

κυκλοφόρησε μεταγενέστερα το έντυπο, αν ο παθών κατοικεί ή διαμένει μόνιμα στην περιφέρεια

αυτή. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να

ζητήσει με αίτησή του από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ή διαμονής του

παθόντος να παραπεμφθεί η εκδίκαση της υποθέσεως στο δικαστήριο του τόπου εκδόσεως του

εντύπου. Ο εισαγγελέας διατάσσει την παραπομπή, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι

ευχερέστερης διεξαγωγής της δίκης. Αν η αίτηση απορριφθεί, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός

του μπορεί να υποβάλει παρόμοια αίτηση στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, το οποίο

αποφασίζει για την παραπομπή ή όχι της υποθέσεως. Αν το έντυπο εκδόθηκε στο εξωτερικό,

αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου το έντυπο κυκλοφόρησε για πρώτη

φορά και αν δεν εξακριβώθηκε αυτός ο τόπος, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του

οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά αυτός που προσβλήθηκε• σε κάθε άλλη περίπτωση, το

δικαστήριο της πρωτεύουσας.

Άρθρο 123. - Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό.



1. Για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα, η

αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο της κατοικίας στην Ελλάδα ή της προσωρινής

διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι

γνωστός ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα ή δεν

έχει συλληφθεί εκεί ή αν είναι δημόσιος υπάλληλος που υπηρετεί σε ελληνική υπηρεσία του

εξωτερικού, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας. Σε κάθε όμως περίπτωση ο Άρειος

Πάγος, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, μπορεί, ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου ή του

Υπουργού της Δικαιοσύνης, να ορίσει ως αρμόδιο ένα από τα δικαστήρια που βρίσκονται πιο

κοντά στον τόπο της πράξης. 2. Για τα προβλεπόμενα στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς

νόμους εγκλήματα κατά της ασφαλείας της αεροπλοΐας και τα συναφή προς αυτά πλημμελήματα

και κακουργήματα, που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό και τιμωρούνται στην Ελλάδα, αρμόδια είναι

τα δικαστήρια και οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της πρωτεύουσας.



Άρθρο 124. - Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος.



1. Για εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ελληνικό πλοίο στο εξωτερικό ή σε ανοιχτή θάλασσα, η

αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο του λιμανιού όπου το πλοίο νηολογήθηκε ή του λιμανιού

όπου το πλοίο προσέγγισε για πρώτη φορά μετά την πράξη. 2. Για έγκλημα που διαπράχθηκε σε

αεροσκάφος κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο όπου το

αεροσκάφος προσγειώθηκε ή προσθαλασσώθηκε ή από τον τόπο από όπου το αεροσκάφος

απογειώθηκε ή αποθαλασσώθηκε πριν από το έγκλημα. Αν το αεροσκάφος είναι ξένο, αρμόδιοι

είναι επίσης οι ανακριτικοί υπάλληλοι και τα δικαστήρια που ορίζονται στο άρθρο 123. 3. Και στις

δύο περιπτώσεις των παρ.1 και 2 αρμόδιο είναι επίσης το δικαστήριο της κατοικίας ή της

προσωρινής διαμονής του κατηγορούμενου.



Άρθρο 125. - Προτίμηση.



Μεταξύ περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν επιληφθεί

παράλληλα προτιμούνται εκείνοι του τόπου όπου διαπράχθηκε το έγκλημα• αν ο τόπος αυτός

είναι άγνωστος, προτιμούνται εκείνοι που πρώτοι κάλεσαν ή διέταξαν τη σύλληψη ή τη φυλάκιση

του κατηγορουμένου. Μπορεί όμως το συμβούλιο εφετών ή ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τις

διακρίσεις του άρθρου 132, να αναθέσει την ανάκριση και την απόφαση σε άλλο αρμόδιο

δικαστήριο.

Άρθρο 126. - Ένσταση αναρμοδιότητας.



1. Η ένσταση για τοπική αναρμοδιότητα προτείνεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης και

έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο. Το δικαστήριο, το δικαστικό

συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της

προανάκρισης, διαπιστώνοντας την αναρμοδιότητά τους, παραπέμπουν την υπόθεση στο

δικαστήριο ή στον εισαγγελέα που είναι ανάλογα αρμόδιοι σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα.

Το όργανο που διαπίστωσε την αναρμοδιότητά του οφείλει και μετά την παραπομπή αυτή να

φροντίσει για τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που είναι επείγουσες και δεν επιδέχονται

αναβολή. 2. Η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας που προτάθηκε έγκαιρα και δεν έγινε δεκτή, αν

επαναληφθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και γίνει δεκτή, έχει συνέπεια την ακύρωση από το

δικαστήριο αυτό της απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση. Η υπόθεση τότε παραπέμπεται

στο αρμόδιο δικαστήριο, μόνο όταν αυτό δεν ανήκει στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου

δικαστηρίου• στην αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο αυτό δικάζει το ίδιο την υπόθεση στην

ουσία (άρθρο 502 παρ.3).









ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Γενική διάταξη.

Άρθρο 127. - Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο.



Οι εκθέσεις και τα άλλα έγγραφα που συντάχθηκαν νομότυπα κατά την προδικασία και την κύρια

διαδικασία από αναρμόδιο δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο διατηρούν την εγκυρότητά τους. Τα

εντάλματα για προσωρινή κράτηση ισχύουν ως εντάλματα σύλληψης.



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αρμοδιότητα σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας.

Άρθρο 128. - Εκδίκαση συναφών.



1. Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση

δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή

αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. 2. Όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο

βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με

μία μόνο απόφαση. 3. Οι παράγραφοι 2 και 3 εδάφ.α' και β' του άρθρου 130 εφαρμόζονται και

στις περιπτώσεις συνάφειας. Τα πλημμελήματα της παράνομης οπλοφορίας, της παράνομης

κατοχής όπλων, χειροβομβίδων και εκρηκτικών υλών και της φυγοδικίας, όταν είναι συναφή με

κακουργήματα, χωρίζονται και δικάζονται από το δικαστήριο των συνέδρων αμέσως μετά την

ετυμηγορία των ενόρκων για το κακούργημα.



Άρθρο 129. - Ποια εγκλήματα θεωρούνται συναφή.



Συναφή θεωρούνται μόνο τα εγκλήματα: α) όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως

είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους ή από πολλούς όχι συναιτίους στον ίδιο τόπο και

χρόνο. β) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς

τόπους και χρόνους. και γ) όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την

εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά.



Άρθρο 130. - Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής.



1. Στην περίπτωση που συμμετέχουν περισσότεροι στο έγκλημα, αρμόδιο δικαστήριο για όλους

είναι εκείνο που είναι αρμόδιο για εκείνον από τους συμμετόχους ο οποίος επισύρει τη βαρύτερη

ποινή. Αν οι συμμέτοχοι υπάγονται σε δικαστήρια διαφορετικού βαθμού (άρθρο 111 αριθμ.6 και

άρθρο 112 αριθμ.2), αρμόδιο δικαστήριο για όλους είναι το ανώτερο. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο

θεωρείται στην περίπτωση αυτή ανώτερο από τα άλλα. 2. Το δικαστήριο ή το δικαστικό

συμβούλιο μπορεί για ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την ασφαλέστερη διάγνωση της

αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης να διατάξει το χωρισμό της ανάκρισης ή και

της συζήτησης στο ακροατήριο. 3. Αν κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στο έγκλημα είναι

ανήλικος, η ποινική δίωξη γι' αυτόν χωρίζεται, και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστή ανηλίκων.

Στα πλημμελήματα, αν ο εισαγγελέας στην περίπτωση της εισαγωγής με απευθείας κλήση και

αιτιολογημένη απόφασή του που μνημονεύει τους συγκεκριμένους λόγους ή το δικαστικό

συμβούλιο κρίνουν ότι δεν ενδείκνυται ο χωρισμός για λόγους που αφορούν το συμφέρον της

δικαιοσύνης, την υπόθεση τη δικάζει το κατά την παρ.1 αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο μετέχει αν

είναι δυνατό σε κάθε βαθμό ο ειδικός δικαστής ανηλίκων. Δεν εμποδίζεται πάντως το δικαστήριο

να διατάξει το χωρισμό. 4. Όσα ορίζονται στην παρ.3 ισχύουν και στην περίπτωση του αγροτικού

ή αγρονομικού πταίσματος. Στα άλλα πταίσματα η ποινική δίωξη για τον ανήλικο χωρίζεται

πάντοτε. 5. Οι διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα για τη συνάφεια και τη συναιτιότητα

εξακολουθούν να ισχύουν.



Άρθρο 131. - Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας και συναιτιότητας.



Αν εκλείψουν οι λόγοι των άρθρων 128, 129 και 130 παρ.1, το δικαστήριο που σύμφωνα με τις

διατάξεις αυτές δέχτηκε την αρμοδιότητά του για πρώτη φορά τη διατηρεί και για τις υπόλοιπες

πράξεις ή για τους άλλους κατηγορουμένους, μόνο όμως αν είναι αρμόδιο γι' αυτές σύμφωνα με

τα άρθρα 109-115 και 121• διαφορετικά παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο

σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις.



ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ - ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Σύγκρουση της αρμοδιότητας και

αρμοδιότητα κατά παραπομπή.

Άρθρο 132. - Κανονισμός της αρμοδιότητας.



1. Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμόδιων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ

ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή

εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η

παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμόδιων

δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: 2. Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του

οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση, ή ο Άρειος

Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή

αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών,

προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή

του εισαγγελέα ή του επιτρόπου ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια• η αίτηση πρέπει να

είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου. Ο αρμόδιος

εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον 'Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε

συμβούλιο. 3. Ό,τι ορίζει η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση του

άρθρου 120 παρ.3 τελευταίο εδάφιο.



Άρθρο 133. - Αποχή από περαιτέρω ενέργειες.



1. Μόλις υποβληθεί η αίτηση και ωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση γι' αυτήν, τα δικαστήρια

μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η σύγκρουση αρμοδιότητας και οι ανακριτικοί υπάλληλοι

οφείλουν να απέχουν από κάθε περαιτέρω ενέργεια. Γι' αυτό το σκοπό ο εισαγγελέας που

ασχολήθηκε με την αίτηση, μόλις την παραλάβει, ειδοποιεί τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή

τους δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση. Οι δικαστές ειδοποιούνται διαμέσου του

προέδρου τους. Οπωσδήποτε δεν κωλύεται η διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που επείγουν.

2. Αν οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή οι δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση συνεχίζουν τη

διενέργεια πράξεων, μολονότι ειδοποιήθηκαν, τιμωρούνται πειθαρχικά και ευθύνονται για τις

ζημιές και τα έξοδα που δημιουργήθηκαν από αυτό το λόγο• επίσης, η διαδικασία που

συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο είναι αυτοδικαίως άκυρη, εκτός από την περίπτωση του

τελευταίου εδαφίου της παρ.1.



Άρθρο 134. - Συνέπεια από την απόρριψη της αίτησης.



Αν η αίτηση του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος για τον προσδιορισμό του αρμόδιου

δικαστηρίου ήταν εντελώς αβάσιμη και απορριφθεί, επιβάλλεται αμετάκλητα και με την ίδια

απόφαση πρόστιμο από πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτά έως πενήντα εννέα ευρώ. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε ευρώ σύμφωνα με

τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000 ΦΕΚ 207Α/27-09-

2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).



Άρθρο 135. - Υποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό.



Το δικαστήριο που ορίζεται στο άρθρο 132 γίνεται υποχρεωτικά αρμόδιο και ενεργεί περαιτέρω

ως υποκατάστατο του αρχικά αρμόδιου. Το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του

σύμφωνα με το άρθρο 120 μόνο στην περίπτωση που από τη διαδικασία θα προκύψουν

γεγονότα τα οποία επηρεάζουν την καθ' ύλην αρμοδιότητά του και δεν είχαν ληφθεί υπόψη από

το συμβούλιο εφετών ή τον 'Αρειο Πάγο που το καθόρισαν αρμόδιο.



Άρθρο 136. - Αρμοδιότητα κατά παραπομπή.


Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε

άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν: α) αποφασίστηκε η εξαίρεση ολόκληρου δικαστηρίου ή τόσων

μελών ενός δικαστηρίου, ώστε τα υπόλοιπα να μη συμπληρώνουν το νόμιμο αριθμό για τη

συζήτηση της υπόθεσης. β) δεν υπάρχει ο νόμιμος αριθμός δικαστών για τη σύνθεση του

δικαστηρίου, εξαιτίας ασθένειας ή άλλου λόγου, και το κώλυμα αυτό διαρκεί ή πρόκειται να

διαρκέσει δύο τουλάχιστον μήνες από την ημέρα που παραπέμφθηκε αμετάκλητα η υπόθεση

στο ακροατήριο. γ) επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια

και τάξη. δ) ο κατηγορούμενος εκτίει σε φυλακή εκτός της περιφέρειας του αρμοδίου κατά τα

άρθρα 122-125 δικαστηρίου ποινή στερητική της ελευθερίας που το ανεκτέλεστο υπόλοιπό της

υπερβαίνει τα τρία έτη και πρόκειται να δικαστεί για κακούργημα, ή, αν κρίνεται ύποπτος να

αποδράσει, και για πλημμέλημα. ε) όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι

δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του προέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και

υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, και στ) όταν συντρέχει η

περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 117. Αν όμως πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος

δικαστικών λειτουργών που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους, δεν

διατάσσεται παραπομπή. (το τελευταίο εδ. προστέθηκε στην παρ. ε) του άρθρου 136 με τις

διατάξεις του ν. 3160/2003 για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας (ΦΕΚ Α165 30.6.2003)



Άρθρο 137. - Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή.



1. Την παραπομπή μπορούν να τη ζητήσουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς

ενάγων, ενώ στις περιπτώσεις των στοιχείων γ' και δ' του άρθρου 136 μόνο ο εισαγγελέας του

αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργού

Δικαιοσύνης. Για την παραπομπή αποφασίζει: α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν πρόκειται

για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α' και β' του

άρθρου 136. β) το συμβούλιο εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές

πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο. γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε

συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση (εκτός από αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 499) και

πάντοτε όταν ζητείται η παραπομπή για το λόγο που αναφέρεται στο στοιχείο γ' του άρθρου 136.

Στην τελευταία περίπτωση, αν την παραπομπή τη ζητεί ο εισαγγελέας, ο εισαγγελέας του Αρείου

Πάγου εισάγει την αίτηση σε συζήτηση μόνο αν συμφωνεί. αλλιώς, παραγγέλλει στον εισαγγελέα

που υπέβαλε την αίτηση να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα

με τα άρθρα 122-125. Τα άρθρα 132, 134 και 135 εδ.1 εφαρμόζονται αναλογικά και σ' αυτή την

περίπτωση. 2. Αν μετά την έκδοση της απόφασης που διέταξε την παραπομπή και πριν από την

εκδίκαση της υπόθεσης πάψουν να υπάρχουν οι λόγοι που αναφέρονται στα στοιχεία α' έως δ'

του άρθρου 136, η απόφαση μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα του

αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου. 3. Σε περίπτωση που θα απορριφθεί η αίτηση για

παραπομπή μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση, αν συντρέχουν νέοι λόγοι.



ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αποφάσεις και πρακτικά.

Άρθρο 138. - Απόφαση, βούλευμα και διάταξη.



1. Ο κώδικας αυτός ορίζει σε ποιές περιπτώσεις ο δικαστής εκδίδει απόφαση ή διάταξη. Διατάξεις

εκδίδει και ο εισαγγελέας σε όσες περιπτώσεις του επιβάλλει ο νόμος την υποχρέωση να

λαμβάνει μέτρα κατά την προδικασία ή κατά το χρόνο που το δικαστήριο διακόπτει τη συνεδρίασή

του. Στην τελευταία περίπτωση η διάταξη του εισαγγελέα μπορεί να γίνει και προφορικά. Η

απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα. 2. Πριν από κάθε απόφαση ή

διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο

σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει

(άρθρο 27), καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι

διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την

αναπτύσσει και προφορικά. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουστούν οι

διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή. 3. Η παράβαση της παρ.2

συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης.



Άρθρο 139. - Αιτιολογίες.



Οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα,

πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το

παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου

που εφαρμόζεται (άρθρα 484 παρ.1 στοιχ.δ' και ε' και 510 παρ.1 στοιχ .δ' και η'). Μόνη η

επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία. Αιτιολογία απαιτείται σε

όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό

απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεπίμπτουσες ή αν η έκδοσή τους

αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. (Όπως

τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 140. - Πρακτικά της συνεδρίασης.



Τα πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από το γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και

με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) τον τόπο, το

χρόνο της συνεδρίασης και τις διακοπές της, καθώς και την ώρα που ορίστηκε για κάθε

επανάληψη. β) τα ονοματεπώνυμα των δικαστών και του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατήγορου

και του γραμματέα. γ) το ονοματεπώνυμο και ό,τι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας

του κατηγορουμένου, των διαδίκων, των εκπροσώπων τους και των συνηγόρων. δ) τα

ονοματεπώνυμα των μαρτύρων, των διερμηνέων, των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών

συμβούλων και ε) την όρκιση των μαρτύρων, των διερμηνέων και των πραγματογνωμόνων.



Άρθρο 141. - Το περιεχόμενο των πρακτικών.



1. Τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων

και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με

εκείνες που έγιναν στην ανάκριση. Επίσης τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των

τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς

υπευθύνων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του

δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο

γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Όποιος διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει να

καταχωρίζονται στα πρακτικά κατά λέξη εκείνα τα μέρη των μαρτυριών ή των δηλώσεων που

κρίνει ουσιώδη για τους σκοπούς της απόδειξης. Επίσης έχει τη δυνατότητα και να τα

υπαγορεύσει ή και να επιτρέψει σ' εκείνον που εξετάζεται την υπαγόρευσή τους• το γεγονός

αυτό αναφέρεται στα πρακτικά. 2. Ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την

καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν

συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει

τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που

αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά προσφυγή

κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που

επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν. 3. Τα πρακτικά ωσότου

προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά, σύμφωνα με το

άρθρο 140 και με αυτό το άρθρο.


Άρθρο 142. - Σύνταξη των πρακτικών.



1. Μόλις τελειώσει η συνεδρίαση, όποιος τη διευθύνει θεωρεί και μονογράφει σε κάθε φύλλο τα

πρόχειρα πρακτικά που συντάχθηκαν από το γραμματέα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. 2.

Μέσα σε οκτώ ημέρες από τη συνεδρίαση καθαρογράφονται τα πρακτικά από το γραμματέα και

υπογράφονται από αυτόν και το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση ή, αν αυτός μετατέθηκε ή

απομακρύνθηκε από τη δημόσια υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, από τον

αρχαιότερο μεταξύ των δικαστών που συμμετείχαν στη συζήτηση και, αν το δικαστήριο είναι

μονομελές, μόνο από το γραμματέα. Αν ο γραμματέας που συμμετείχε στη συζήτηση

απομακρύνθηκε από την υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, τα πρακτικά

συντάσσει όποιος διευθύνει τη γραμματεία του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του με βάση τα

πρόχειρα πρακτικά και τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στο δικαστικό γραφείο• τα πρακτικά

υπογράφονται από αυτόν και από το διευθύνοντα τη συζήτηση σύμφωνα με τα παραπάνω. Η

ημερομηνία υπογραφής των καθαρογραμμένων πρακτικών σημειώνεται αυθημερόν σε ειδικό

βιβλίο, που τηρείται στην οικεία γραμματεία. 3. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του

πταισματοδικείου και οι αποφάσεις και οι διατάξεις που καταχωρίζονται σ' αυτά μπορούν να

καθαρογραφούν μαζί με το σκεπτικό και καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται από το

γραμματέα (βιβλίο δημοσίευσης αποφάσεων). Με εντολή του διευθύνοντος τη συζήτηση, καθώς

και ύστερα από αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον, ακόμη και του συνηγόρου του

διαδίκου ή ύστερα από παραγγελία του δημόσιου κατήγορου, του εισαγγελέα ή ύστερα από

άσκηση ένδικου μέσου, ο γραμματέας έχει υποχρέωση να καθαρογραφήσει τα πρακτικά, τις

διατάξεις και την απόφαση σύμφωνα με τους ορισμούς των παραπάνω παραγράφων. 4. Με

απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ολομέλειας του

οικείου πρωτοδικείου, μπορεί να επεκτείνεται η εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου και

στα πρακτικά, όπως και στις αποφάσεις των μονομελών πλημμελειοδικείων που εκδίδονται σε

πρώτο βαθμό και των μονομελών δικαστηρίων ανηλίκων στις παρακάτω περιπτώσεις: α) για τις

παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, β) για τα πλημμελήματα καθυστέρησης πληρωμής

εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών, γ) για τις παραβάσεις του υγειονομικού κανονισμού, δ) για

τις αγορανομικές παραβάσεις και ε) για τις αξιόποινες πράξεις που βεβαιώνονται με έκθεση

δημόσιας αρχής. 5. Όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή

αποσπάσματος της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ' αυτόν που καταδικάστηκε, αντί γι' αυτήν

μπορεί να επιδοθεί έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου, που περιέχει τον αριθμό της

απόφασης, τη διάταξη που παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του

εγγράφου έχει τις συνέπειες της επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης.

Άρθρο 143. - Τήρηση στενογραφημένων πρακτικών.



1. Σε περίπτωση που υπάρχει ειδικός στενογράφος γραμματέας τηρούνται στενογραφημένα

πρακτικά ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Η

σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί ακόμη και όσο διαρκεί η αποδεικτική διαδικασία στο

δικαστήριο, που αποφαίνεται αμέσως και αμετακλήτως. Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση,

καθορίζει το ποσό της δαπάνης, που πρέπει να καταβληθεί αμέσως στο γραμματέα του

δικαστηρίου από το διάδικο που υπέβαλε την αίτηση. Με έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης

μπορεί να μετακληθεί για ορισμένη δίκη στενογράφος γραμματέας από άλλο δικαστήριο. 2. Τα

στενογραφημένα πρόχειρα πρακτικά μονογράφονται από το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση

και μέσα σε οκτώ ημέρες γράφονται από το γραμματέα με κοινά γράμματα και υπογράφονται

σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.2. Τα κανονικά πρακτικά συνοδεύονται από τα στενογραφημένα

πρόχειρα, τα οποία, σε περίπτωση που θα αμφισβητηθούν εκείνα που γράφτηκαν με κοινά

γράμματα, αποτελούν πλήρη απόδειξη. Αν παρουσιαστεί κώλυμα στο στενογράφο γραμματέα ή

αν αυτός απομακρυνθεί (άρθρο 142 παρ.2), ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση

προσλαμβάνει για τη μετάφραση ιδιώτη στενογράφο που δίνει ενώπιόν του όρκο του διερμηνέα.



Άρθρο 144. - Σύνταξη της απόφασης και των διατάξεων.



1. Η απόφαση και οι διατάξεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης συντάσσονται

γραπτώς και υπογράφονται μέσα σε οκτώ ημέρες σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.2. 2. Με

έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από πρόταση της ολομέλειας του δικαστηρίου

επιτρέπεται οι αποφάσεις και οι διατάξεις να μη συντάσσονται ιδιαιτέρως, αλλά να

καταχωρίζονται ολόκληρες στα πρακτικά• στα πταισματοδικεία την πρόταση την υποβάλλει η

ολομέλεια του πρωτοδικείου όπου υπάγονται• οι διατάξεις των άρθρων 138 παρ.2 και 3 και 139

τηρούνται σε κάθε περίπτωση. 3. Η σύνταξη των καταδικαστικών αποφάσεων κατά των οποίων

έχει ασκηθεί ένδικο μέσο γίνεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα, όταν κρατείται εκείνος που το

ασκεί. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.6 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 145. - Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της διάταξης και των πρακτικών.



1. Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν

ακυρότητα, ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή

κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, αν δεν μεταβάλλονται

ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο

ακροατήριο. 2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες

παραλείψεις, και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τη

συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης

όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που

σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη,

ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν. Η διόρθωση ή η

συμπλήρωση της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διατάσσεται, στην περίπτωση που

έληξε η σύνοδος κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, από το δικαστήριο των εφετών στην

περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μικτό ορκωτό δικαστήριο. Αν ασκήθηκε κατά της απόφασης

ένδικο μέσο, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της τη διατάσσει το δικαστήριο που την εξέδωσε,

αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο• σε αντίθετη περίπτωση, τη διόρθωση ή τη

συμπλήρωση τη διατάσσει το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο. 3. Μέσα σε είκοσι

ημέρες από την, κατά το άρθρο 142 παρ.2 εδάφιο τελευταίο, καταχώριση στο ειδικό βιβλίο

καθαρογραμμένων πρακτικών είναι δυνατό να ζητηθεί από τους διαδίκους και τον εισαγγελέα ή

να προκληθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστή η διόρθωση των λαθών που υπάρχουν στα

πρακτικά ή η συμπλήρωση των ελλείψεων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.1. Τη

διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη διατάσσει, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που

ήταν παρόντες, όποιος διευθύνει τη συνεδρίαση, και σε περίπτωση άρνησής του το δικαστήριο

που δίκασε αποτελούμενο από τους ίδιους αν είναι δυνατό δικαστές. (Η παρ.4 καταργήθηκε με το

άρθρο 34 παρ.18β) του ν 2172/1993.)



Άρθρο 146. - Ανανέωση των πρωτοτύπων των αποφάσεων και πρακτικών.



Η ανανέωση ή αντικατάσταση των πρωτοτύπων των αποφάσεων, των διατάξεων, των

βουλευμάτων και των πρακτικών, καθώς και κάθε άλλου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, που

καταστράφηκαν από οποιαδήποτε αιτία, χάθηκαν ή υπεξαιρέθηκαν, γίνεται σύμφωνα με όσα

ορίζει ειδικός νόμος.



Άρθρο 147. - Αντίγραφα.



Αντίγραφα των αποφάσεων, των διατάξεων, των πρακτικών, των βουλευμάτων, καθώς και κάθε

εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής

δίκης, ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που έχει συμφέρον δίνονται με αίτησή του και με έγκριση του

προέδρου του δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης εφαρμόζονται

οι διατάξεις των άρθρων 101, 104, 107 και 108• σε οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο

συμφέρον είναι δυνατό να δοθούν αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση του ανακριτή και του

εισαγγελέα.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Εκθέσεις.

Άρθρο 148. - Ορισμός.



Έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει

καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος

δημόσιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται

σε αυτούς.



Άρθρο 149. - Χρόνος και τόπος που συντάσσεται η έκθεση.



Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται στον τόπο όπου γίνεται η πράξη ή η δήλωση που βεβαιώνεται

σ' αυτήν και στον ίδιο το χρόνο της ενέργειας, ή, αν αυτό είναι αδύνατο, αμέσως κατόπιν.



Άρθρο 150. - Πρόσωπα που συμπράττουν.



Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, παρίσταται δικαστικός

γραμματέας ή ανακριτικός υπάλληλος, και, αν δεν υπάρχουν αυτοί, παρίστανται δύο μάρτυρες.

Οι μάρτυρες πρέπει να μην έχουν ηλικία κάτω των 17 ετών, να μην έχουν συμφέρον από την

έκβαση της υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον τρίτο βαθμό με

το δημόσιο υπάλληλο που συντάσσει την έκθεση ή τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα,

να μην είναι προφανώς μεθυσμένοι ή διανοητικά άρρωστοι. Αν δεν υπάρχουν ούτε αυτοί οι

μάρτυρες, ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει να συντάξει την έκθεση μόνος του.



Άρθρο 151. - Το περιεχόμενο της έκθεσης.



Η έκθεση που γράφεται από το δικαστικό γραμματέα αν αυτός είναι παρών, πρέπει να αναφέρει

τον τόπο και την ημερομηνία και, αν είναι δυνατόν, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η

σύνταξή της• τα ονοματεπώνυμα και την κατοικία των προσώπων που παρευρέθηκαν και τους

τυχόν γνωστούς λόγους για τους οποίους δεν παρευρέθηκαν τα πρόσωπα που έπρεπε• πρέπει

να περιέχει ακριβή περιγραφή των πράξεων που πιστοποιούνται με την έκθεση ή των δηλώσεων

τρίτων που έγιναν σ' αυτόν που συντάσσει την έκθεση, και να αναφέρει αν οι δηλώσεις αυτές

υπήρξαν αυθόρμητες ή προκλήθηκαν με ερωτήσεις του υπαλλήλου. Η έκθεση διαβάζεται

μπροστά σε όσους κατά το άρθρο 150 συνεργάστηκαν, και υπογράφεται από αυτούς, καθώς και

από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν και από το δημόσιο υπάλληλο που συνέταξε την έκθεση. Αν

κάποιος απ' αυτούς που συνεργάστηκαν ή εξετάστηκαν δεν ξέρει ή αρνείται να υπογράψει, αυτό

αναφέρεται στην έκθεση.



Άρθρο 152. - Αποδεικτική δύναμη της έκθεσης.



Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου αποδειχθεί το αντίθετο. Για όσα όμως βεβαιώνονται

σ' αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου

προσβληθεί για πλαστότητα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως το δικαστή να εκτιμήσει το περιεχόμενο

της έκθεσης ελεύθερα.



Άρθρο 153. - Ακυρότητα της έκθεσης.



Η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο

περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σ' αυτήν), η αναγραφή

των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα

με το άρθρο 150 ή που εξετάσθηκαν ή η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συντάσσει

την έκθεση.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Κοινοποιήσεις και επιδόσεις.

Άρθρο 154. - Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση.



1. Ο νόμος ορίζει πότε είναι απαραίτητη η κοινοποίηση κάποιου εγγράφου της ποινικής

διαδικασίας και πότε η επίδοσή του. Η κοινοποίηση και η επίδοση συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα

αποτελέσματα. 2. Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των

άρθρων 155 - 157, 159 και 165.



Άρθρο 155. - Επίδοση.



1. Η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου από ποινικό ή

δικαστικό επιμελητή ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης ή

από τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή τον υπάλληλο του Δήμου ο οποίος έχει

οριστεί για το σκοπό αυτόν με απόφαση του Δημάρχου. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν

βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή

του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον

από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή

στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο

εργαστήριο ή στο γραφείο. Από όλους τους παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανεξέλεγκτη

αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι μικρότεροι από δεκαεπτά ετών ή ψυχικά ασθενείς ή

προφανώς μεθυσμένοι• εξαιρούνται επίσης οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση

πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο, και αντιστρόφως. Αν πρόκειται

για εργαζόμενο σε εργοστάσιο, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του εργοστασίου ή στο

θυρωρό. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια β' και γ' είναι υποχρεωμένα να παραδώσουν

στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμία χρονοτριβή. 2. Αν ένα από τα

πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει

την επίδοση το επικολλά στην πόρτα της κατοικίας ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο,

στην πόρτα του δωματίου όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του καταστήματος ή

του εργαστηρίου ή του εργοστασίου ή του γραφείου. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο

ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση

επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που

αναφέρονται στην παρ.1 εδάφ.β' και γ' αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν

υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του

ενδιαφερόμενου κατηγορουμένου ή αστικώς υπευθύνου. Σ' αυτή την περίπτωση τα

αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. 3. Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στη

φυλακή ή σε άλλον καθορισμένο για την κράτηση τόπο, η επίδοση γίνεται στον τόπο αυτόν με

κάποιον από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης. Σ' αυτή την περίπτωση ως σύνοικοι

του ενδιαφερομένου κατά την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής

ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους. (Όπως προστέθηκε φράση στην παρ. 1 με το άρθρο

18 παρ. 7 του ν. 2721/1999).



Άρθρο 156. - Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής.



1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας

του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν

υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ

αίματος η αγχιστείας, έως και τον τρίτο βαθμό. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την

ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη από δεκαεπτά

ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενείς ή προφανώς μεθυσμένα, ούτε παθόντες από το έγκλημα, αν

η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο, και αντιστρόφως.

Ως προς τα άλλα ζητήματα εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση η παρ.2 του προηγούμενου

άρθρου. 2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του

αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται προς το δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο

δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό ή προς τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή προς τον ιερέα

της ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, οι οποίοι

αναλαμβάνουν την υποχρέωση να φροντίσουν για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που τους

επιδόθηκε σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία και να στείλουν βεβαίωση για την τοιχοκόλληση

στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση. Η αρχή αυτή μπορεί κατά την κρίση της να παραγγείλει

να γίνει πρόσθετη επίδοση και στον πρόεδρο του συλλόγου ή του σωματείου στο οποίο ανήκει

κατά το νόμο ο αποδέκτης της επίδοσης, οπότε τα αποτελέσματά της αρχίζουν από τη

μεταγενέστερη επίδοση.

Άρθρο 157. - Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς.



Αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι στρατιωτικός που υπηρετεί στο στρατό

ξηράς, η επίδοση γίνεται στον ίδιο διαμέσου του φρουράρχου του τόπου στον οποίο υπηρετεί. Αν

βρίσκεται σε πολεμικό πλοίο ή είναι στρατιωτικός που υπηρετεί στο ναυτικό ή στην αεροπορία ή

ανήκει στη χωροφυλακή, την αστυνομία πόλεων, την πυροσβεστική υπηρεσία, τη δασοφυλακή ή

την αγροφυλακή ή το λιμενικό σώμα ή το σώμα φαροφυλάκων, η επίδοση γίνεται διαμέσου του

διοικητή του. Τέλος, αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι προϊστάμενος της

αρμόδιας υπηρεσίας, η επίδοση γίνεται διαμέσου του προϊσταμένου υπουργού.



Άρθρο 158. - Επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό και λοιπούς.



Η επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία, στους

σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς υπαλλήλους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 155•

συγχρόνως όμως ανακοινώνεται στον άμεσο προϊστάμενο του αποδέκτη της επίδοσης και, αν

πρόκειται για κυβερνήτη πλοίου ή αεροσκάφους, στο διευθυντή της ατμοπλοϊκής ή της

αεροπορικής εταιρίας.



Άρθρο 159. - Επίδοση με το ταχυδρομείο ή το τηλεγραφείο.



1.Η επίδοση μπορεί να γίνει και με το ταχυδρομείο, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 156,

σύμφωνα με όσα ορίζει σχετικό διάταγμα• σε επείγουσα περίπτωση οι κλήσεις των διαδίκων και

των μαρτύρων στην ανάκριση ή στο ακροατήριο μπορούν να σταλούν απευθείας με

τηλεγράφημα, που αναφέρεται στα πιο ουσιαστικά σημεία των κλήσεων. 2.Η επίδοση σε

πρόσωπο που κρατείται σε φυλακή η σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση τόπο (άρθρο 155

παρ.3) μπορεί να γίνει και με τηλεομοιοτυπική διαβίβαση του εγγράφου. Το συντασσόμενο για

την επίδοση αυτή αποδεικτικό μπορεί να διαβιβαστεί σε αυτόν που παράγγειλε την επίδοση

αυτή με ίδιο τρόπο. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν.2298/1995).



Άρθρο 160. - Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται.



Όποιος επιδίδει έγγραφο οφείλει να ανακοινώνει το περιεχόμενο του εγγράφου στον

ενδιαφερόμενο και να αναγράφει το γεγονός στο επιδοτήριο. Η παράλειψη της υποχρέωσης

αυτής συνεπάγεται την πειθαρχική τιμωρία του υπαιτίου.



Άρθρο 161. - Το αποδεικτικό της επίδοσης.



1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155-158, εκείνος που την ενεργεί

οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό, με ποινή

ακυρότητας της επίδοσης, σημειώνεται ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για

κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτών, ο καλών εισαγγελέας,

δημόσιος κατήγορος ή πταισματοδίκης, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο

παραδόθηκε το έγγραφο, υπογράφεται δε το αποδεικτικό από το πρόσωπο αυτό και εκείνον που

ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή αν

αρνηθεί, ή αν το έγγραφο που επιδίδεται τοιχοκολληθεί κατά το άρθρο 155 παρ.2, τα γεγονότα

αυτά, καθώς και το ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθηκε να το παραλάβει κατά το άρθρο 155

παρ.2, αναγράφονται στο αποδεικτικό• προσλαμβάνεται επίσης από όποιον ενεργεί την επίδοση

ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο

αποδεικτικό, που το υπογράφει και αυτός αν ξέρει γράμματα. 2. Αυτός που επιδίδει οφείλει

επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης,

καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση. 3. Η

τηλεγραφική μεταβίβαση που κατά το άρθρο 159 αναπληρώνει την επίδοση βεβαιώνεται από τον

υπάλληλο που ενεργεί την επίδοση με αποδεικτικό, το οποίο συντάσσεται σύμφωνα με την

παράγραφο 1. 4. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με έγγραφο παραλαβής το οποίο

συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν

προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της

επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα

δικαστικά καταστήματα• περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και

εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο

τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα

με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2.



Άρθρο 162. - Αποδεικτική δύναμη του επιδοτηρίου.



Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική

δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την

ποινική δίκη να προχωρήσει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση

πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και

όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου. Ως προς το

ζήτημα αυτό αιτιολογημένα αποφασίζει το δικαστήριο. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34

παρ.1 του Ν.2172/1993)



Άρθρο 163. - Παραβάσεις σχετικές με την επίδοση.



1. Εκείνος που κάνει την επίδοση, και από ασυγχώρητη αμέλεια παραβαίνει τις διατάξεις των

άρθρων 155-159 και 161, τιμωρείται πειθαρχικά. Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο

και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την

ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή

προστίμου 5,90 - 59 ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις

από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του. Αν η παράβαση είναι και

αξιόποινη, μπορεί να επιβληθεί και η προβλεπόμενη ποινή. Αν ο υπαίτιος είναι απών, η απόφαση

επιδίδεται σ' αυτόν. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση διαβιβάζεται με επιμέλεια του εισαγγελέα

της έδρας στην προϊσταμένη αρχή αυτού που ενήργησε την επίδοση. Αν ο υπαίτιος δεν

παρίσταται, έχει δικαίωμα να ζητήσει, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τότε που του επιδόθηκε η

απόφαση, την αναθεώρησή της από το ίδιο δικαστήριο. Σ' αυτήν την περίπτωση συντάσσεται

έκθεση από το γραμματέα. 2. Όσοι αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο που τους επιδίδεται ή

να υπογράψουν το επιδοτήριο τιμωρούνται για απείθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού

κώδικα. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές του παρόντος άρθρου έχουν μετατραπεί σε

ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ 203Α/12-09-2001, 2 του ν. 2842/2000

ΦΕΚ 207Α/27-09-2000 και τον Καν1103/1997ΕΕ).

Άρθρο 164. - Δικαιώματα των οργάνων της επίδοσης.



1. Όποιος ενεργεί επιδόσεις εισπράττει για κάθε επίδοση δικαιώματα που καθορίζονται και

καταβάλλονται με τον τρόπο που ορίζει το προεδρικό διάταγμα. 2. Τα δικαιώματα που

καταβάλλονται σ' εκείνον που ενεργεί επιδόσεις εκκαθαρίζονται μαζί με τα άλλα δικαστικά έξοδα

από το γραμματέα του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου εις βάρος του καταδικασμένου. Σε

περίπτωση αναβολής της δίκης επειδή απουσιάζουν οι μάρτυρες, η εκκαθάριση γίνεται εις

βάρος όσων απουσιάζουν.



Άρθρο 165. - Κοινοποίηση.



1. Η κοινοποίηση γίνεται με ανακοίνωση του δικαστή, του εισαγγελέα ή του ανακριτικού

υπαλλήλου στον παρόντα διάδικο, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ή τεχνικό σύμβουλο ή τους

συνηγόρους ή αντικλήτους των διαδίκων. Για την κοινοποίηση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με

το άρθρο 151 του κώδικα. Η κοινοποίηση που γίνεται στο ακροατήριο μνημονεύεται στα πρακτικά

της συνεδρίασης. 2. Η κοινοποίηση των βουλευμάτων και των διατάξεων του ανακριτή στην

εισαγγελική αρχή γίνεται μόλις αυτά εκδοθούν με παράδοση αντιγράφου από το γραμματέα του

δικαστικού συμβουλίου ή του ανακριτή στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του

πρωτοτύπου στον εισαγγελέα. Όποιος ενεργεί την κοινοποίηση συντάσσει γι' αυτήν έκθεση, που

υπογράφεται από τον ίδιο και τον γραμματέα της εισαγγελίας ή τον εισαγγελέα. Αν δεν συνταχθεί

η έκθεση, η κοινοποίηση θεωρείται ότι έγινε την τρίτη ημέρα από την ημέρα που εκδόθηκε το

βούλευμα ή η διάταξη.



ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Προθεσμίες.

Άρθρο 166. - Προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο.



1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των

μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δέκα πέντε ημέρες. Αν ο

κλητευόμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι

τριάντα ημερών αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα

ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. 2. Η προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης και

λήγει την προηγούμενη της ημέρας της δικασίμου. 3. Η μη τήρηση των προθεσμιών που

καθορίζονται στις παρ.1 και 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο

(άρθρο 174 παρ.2).



Άρθρο 167. - Προθεσμία για την επίδοση της πολιτικής αγωγής.



Η επίδοση της πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο πρέπει να γίνει

πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.



Άρθρο 168. - Υπολογισμός των προθεσμιών.



1.Οι προθεσμίες που ορίζονται στον κώδικα υπολογίζονται σύμφωνα με το καθιερωμένο

ημερολόγιο. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες, δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία

συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία• αν η

τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την

επομένη μη εξαιρετέα ημέρα. Η εικοσιτετράωρη προθεσμία διαρκεί όλη την επόμενη ημέρα μετά

την έναρξή της. 2. Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή δηλώσεων, την κατάθεση

εγγράφων ή την άσκηση ένδικων μέσων θεωρείται ότι λήγει τη στιγμή που λήγει η τελευταία

εργάσιμη ώρα του αρμόδιου δικαστικού γραφείου.



Άρθρο 169. - Παρέκταση και συντόμευση της προθεσμίας.



1.Ο εισαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν

συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που

μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης των

κατηγορουμένων, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ'

ανώτατο όριο ημέρες, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή. 2. Ο

διάδικος που προς όφελός του ορίζεται κάποια προθεσμία μπορεί να παραιτηθεί ή να συναινέσει

στη συντόμευσή της με γραπτή ή προφορική δήλωσή του στο γραμματέα του δικαστηρίου ή της

εισαγγελίας• για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση. Ανάκληση της δήλωσης δεν

επιτρέπεται• αν όμως μετά τη δήλωση προκύψουν λόγοι που να δικαιολογούν νέα προθεσμία σ'

αυτόν που παραιτήθηκε, μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο να

προσδιοριστεί νέα δικάσιμος και, αν δεν του δοθεί, να ζητήσει από το δικαστήριο αναβολή της

συζήτησης.



ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Ακυρότητες.

Άρθρο 170. - Πότε υπάρχει ακυρότητα.



1. Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν

αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο. 2. Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης

και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να

ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή

παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.2

του Ν.2172/1993)



Άρθρο 171. - Απόλυτη ακυρότητα.



1. Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της

διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που

καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού

δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής

σύνθεσής του. β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική

συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο

νόμο. γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο

νόμος. δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την

άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που

επιβάλλει ο νόμος. 2. Αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του

ακροατηρίου. (Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.3 του Ν.2172/1993)



Άρθρο 172. - Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα.



Αν δικαστής ή οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική

διαδικασία συντάξει ή δεχτεί παραβαίνοντας το νόμο έγγραφο που δεν έχει ή έχει ελλιπές το

τέλος ή το ένσημο που επιβάλλεται από το νόμο, η ποινική διαδικασία δεν είναι άκυρη, ούτε η

πολιτική αγωγή που ασκήθηκε σ' αυτήν. Στον παραβάτη υπάλληλο μπορούν όμως να

επιβληθούν οι ποινές που ορίζονται στον κώδικα για τα τέλη χαρτοσήμου.



Άρθρο 173. - Πρόταση της ακυρότητας.



1. Κάθε σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από το διάδικο που έχει

συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί

έως το τέλος της• αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή

προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση

σε τελευταίο βαθμό. 2. Από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες

αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η

παραπομπή στο ακροατήριο. 3. Εκτός από την απόλυτη ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο

171, η ακυρότητα που προήλθε από ενέργεια ή από παράλειψη του εισαγγελέα ή του διαδίκου ή

που έγινε δεκτή ρητά από αυτούς δεν μπορεί να προταθεί από τους ίδιους.



Άρθρο 174. - Πότε καλύπτεται η ακυρότητα.



1. Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται. 2. Η

ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και

του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της

κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο

166 παρ.3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει

αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει

ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην

υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου.



Άρθρο 175. - Συνέπειες της ακυρότητας.



Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες

πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή

προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε.



Άρθρο 176. - Κήρυξη της ακυρότητας. Επανάληψη των άκυρων πράξεων.



1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό

συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της

προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. 2. Το

δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάσσει την επανάληψη των

άκυρων πράξεων αν το κρίνει αναγκαίο και εφικτό. Αν δικαστικός ή ανακριτικός υπάλληλος ή

κλητήρας είναι υπαίτιος της ακυρότητας από ασυγχώρητη αμέλεια, του επιβάλλονται τα έξοδά

της επανάληψης των πράξεων χωρίς να αποκλείεται και η πειθαρχική δίωξή του. 3. Σε κάθε

περίπτωση και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ο δικαστής ή άλλος

υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία, αν αντιληφθεί κάποιο λόγο

ακυρότητας για πράξη που τέλεσε ο ίδιος, έχει υποχρέωση αν είναι δυνατό να την επαναλάβει

αμέσως.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ - ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Γενικοί ορισμοί.

Άρθρο 177. - Αρχή της ηθικής απόδειξης.



1.Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως

να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και

οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά

την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων

αποδείξεων. 2. Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποδειχθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δε

λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων

καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας

κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη

η ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης.

(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του Ν. 2408/1996).



Άρθρο 178. - Αποδεικτικά μέσα.



Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι: α) οι ενδείξεις. β) η αυτοψία. γ) η

πραγματογνωμοσύνη. δ) η ομολογία του κατηγορουμένου. ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα.



Άρθρο 179. - Επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα.



Στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικών μέσων. Εξαίρεση από αυτό το

γενικό κανόνα ως προς το παραδεκτό της μαρτυρικής απόδειξης υπάρχει όταν βάση του

εγκλήματος είναι κάποια ιδιωτική υποχρέωση. Σ' αυτή την περίπτωση η απόδειξη της ιδιωτικής

υποχρέωσης κρίνεται κατά τις διατάξεις του αστικού νόμου, ενώ για την απόδειξη της ίδιας της

αξιόποινης πράξης επιτρέπεται κάθε αποδεικτικό μέσο.



ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Αυτοψία.

Άρθρο 180. - Πότε και πώς ενεργείται.



1. Αυτοψία μπορεί να γίνει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε τόπους, πράγματα ή

ανθρώπους, για να βεβαιωθούν η τέλεση και οι περιστάσεις του εγκλήματος. 2. Αν το έγκλημα

δεν άφησε ίχνη ή άλλες υλικές εκδηλώσεις ή αν αυτές εξαλείφθηκαν ή αλλοιώθηκαν, εκείνος που

ενεργεί την αυτοψία περιγράφει την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, ελέγχοντας συνάμα

κατά το δυνατό και την προηγούμενη. 3. Για την αυτοψία συντάσσεται έκθεση (άρθρα 148 κ.ε.).



Άρθρο 181. - Απεικονίσεις και πειράματα.



Κατά τη διεξαγωγή της αυτοψίας εκείνος που την ενεργεί μπορεί να προβεί είτε ο ίδιος είτε με τη

συνδρομή ειδικού υπαλλήλου ή εμπειρογνώμονα σε ιχνογραφήματα, φωτογραφήσεις ή

απεικονίσεις και ιδίως να πάρει δακτυλικά ή άλλα αποτυπώματα. Μπορεί επίσης να προχωρήσει

σε πειράματα με περιεχόμενο την αναπαράσταση του εγκλήματος ή την εξακρίβωση άλλων

περιστατικών που είναι χρήσιμα για την ανακάλυψη της αλήθειας. Κατά τη διεξαγωγή των

πειραμάτων πρέπει να αποφεύγονται η προσβολή του θρησκευτικού, του εθνικού ή του ηθικού

συναισθήματος, ή ο κίνδυνος να διαταραχθεί η δημόσια τάξη, καθώς και η δημοσιότητα.



Άρθρο 182. - Πρόσληψη μαρτύρων και πραγματογνωμόνων.



Όταν γίνεται η αυτοψία, μπορούν να προσληφθούν μάρτυρες ή πραγματογνώμονες, που

ορκίζονται νομότυπα, για να γίνει ο καθορισμός πραγμάτων ή τόπων ή της ταυτότητας

προσώπων ή για να δοθούν άλλα χρήσιμα στοιχεία.



ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι

Α) Πραγματογνώμονες.

Άρθρο 183. - Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη.



Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και

κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με

αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη.



Άρθρο 184. - Αριθμός των πραγματογνωμόνων.



1. Αν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από το

νόμο, καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, διορίζονται δύο ή περισσότεροι

πραγματογνώμονες. Σε επείγουσες ή μικρότερης σημασίας περιπτώσεις μπορεί να διοριστεί μόνο

ένας. Ο διορισμός τους σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις μπορεί να γίνει και προφορικά,

επακολουθεί όμως η σύνταξη του εγγράφου. 2. Σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας, σε κάθε

όμως περίπτωση πριν παραδοθεί η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης, ο εισαγγελέας εφετών,

κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι οι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν είναι περισσότεροι από

όσους χρειάζονται, έχει το δικαίωμα με διάταξή του που κοινοποιείται στον ανακριτή να

περιορίσει έως τρεις τον αριθμό των περισσότερων πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν από τον

ανακριτή σε συγκεκριμένη υπόθεση• σ' αυτή την περίπτωση ο ανακριτής κρίνει ποιοι από τους

πραγματογνώμονες που είχαν αρχικά διοριστεί θα διατηρηθούν. Τα ίδια ισχύουν και για τους

πραγματογνώμονες που διορίστηκαν από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή από οποιονδήποτε

ανακριτικό υπάλληλο.



Άρθρο 185. - Πίνακας πραγματογνωμόνων.



Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών,

καταρτίζει μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου πίνακα πραγματογνωμόνων

κατά ειδικότητες από πρόσωπα που διαμένουν στην έδρα του και είναι κατάλληλα για τη

διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προτιμώντας δημόσιους υπαλλήλους. Ο πίνακας υποβάλλεται

στον εισαγγελέα εφετών, που έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον Οκτώβριο από το συμβούλιο των

εφετών τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά το Νοέμβριο. Ο

πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται, στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και

ανακοινώνεται το Δεκέμβριο κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους

ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας,

ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος.



Άρθρο 186. - Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων.



1. Ο διορισμός των πραγματογνωμόνων πρέπει να γίνεται με κάθε επιμέλεια από τον ανακριτικό

υπάλληλο ή από το δικαστήριο, με επιλογή ανάμεσα στα πρόσωπα που αναγράφονται στον

πίνακα ο οποίος έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 185• μόνο αν δεν υπάρχει τέτοιος πίνακας

ή δεν περιέχει τις ειδικότητες που απαιτούνται για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που

έχει διαταχθεί, ή αν οι αναγραφόμενοι στον πίνακα δεν βρίσκονται στην περιφέρεια του οργάνου

που τους διορίζει, είναι δυνατό να διοριστούν και πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στον

πίνακα. Ο διορισμός πραγματογνωμόνων με αυτό τον τρόπο γίνεται και όταν υπάρχουν

πραγματογνώμονες ειδικά διορισμένοι με νόμο, αν εκείνος που ενεργεί την ανάκριση με

σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι αυτό

επιβάλλεται σε εξαιρετική περίπτωση. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το δικαστήριο. Διορίζεται και

ειδικός πραγματογνώμονας που δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα, αν το υποδείξουν οι

πραγματογνώμονες που έχουν διοριστεί. 2. Κατά την επιλογή των πραγματογνωμόνων το όργανο

που διορίζει οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και την προηγούμενη απασχόληση των

πραγματογνωμόνων του πίνακα και να αποφεύγει χωρίς σοβαρό λόγο να αναθέτει

πραγματογνωμοσύνη στον ίδιο πραγματογνώμονα, αν υπάρχουν στον πίνακα άλλοι της ίδιας

ειδικότητας που δεν διορίστηκαν στον ίδιο χρόνο. Γι' αυτό το σκοπό τηρείται σε κάθε δικαστήριο

ενιαίο βιβλίο για τους πραγματογνώμονες που διορίζονται σύμφωνα με την ειδικότητά τους.



Άρθρο 187. - Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη.



Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, και ιδίως όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός

πραγματογνώμονας, εκείνος που ενεργεί την ανάκριση μπορεί να μην τηρήσει τις διατάξεις του

άρθρου 186 και να αναθέσει σε ειδικό να ενεργήσει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη. Ο

πραγματογνώμονας αυτός προβαίνει στις πρώτες βεβαιώσεις, εξασφαλίζει κατά το δυνατό τη

διατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να εξεταστούν και συντάσσει σχετική έκθεση. Εκείνος

που ενεργεί κατόπιν την ανάκριση οφείλει να διορίσει αμέσως οριστικούς πραγματογνώμονες

σύμφωνα με το άρθρο 186.



Άρθρο 188. - Ποιοί δεν διορίζονται.



Δεν μπορούν να διοριστούν πραγματογνώμονες: α) όσοι δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της

ηλικίας τους. β) όσοι διατελούν σε κατάσταση απαγόρευσης. γ) όσοι καταδικάστηκαν για

κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπάγεται τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ή την

έκπτωσή τους από τη δημόσια υπηρεσία, καθώς και εκείνοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η

άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους, όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή. δ) όσοι έχουν

συμπράξει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης του

αντικειμένου της πραγματογνωμοσύνης και ε) όσοι αναφέρονται στα άρθρα 210, 211 και 222. Αν

δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη.



Άρθρο 189. - Υποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν το διορισμό τους.



Ο διοριζόμενος πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την εντολή που του

ανατέθηκε, αν είναι δημόσιος υπάλληλος ή ασκεί νόμιμα επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα που η

γνώση τους κρίνεται αναγκαία για την ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης• αν δεν δεχτεί την

εντολή, τιμωρείται για απείθεια κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικα. Όταν τελειώσει την

πραγματογνωμοσύνη, έχει το δικαίωμα να πάρει τη νόμιμη αμοιβή και τα έξοδα που κατέβαλε.



Άρθρο 190. - Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης.



1. Αν συντρέχουν οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 188 ή κάποιος λόγος για εξαίρεση

σύμφωνα με το άρθρο 191, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε έχει την υποχρέωση να

ζητήσει την απαλλαγή του από εκείνον που τον διόρισε• μπορεί επίσης να ζητήσει την απαλλαγή

του, αν υπάρχει κάποιο άλλο σοβαρό κώλυμα, το οποίο θα εκτιμηθεί από το όργανο που τον

διόρισε. 2. Εκείνος που προέβη στο διορισμό έχει το δικαίωμα με αιτιολογημένη απόφαση ή

διάταξή του να αντικαταστήσει τον πραγματογνώμονα που αμελεί, όπως και εκείνον στον οποίο

παρουσιάζεται μετά την αποδοχή σοβαρό κώλυμα να ενεργήσει την πραγματογνωμοσύνη.



Άρθρο 191. - Εξαίρεση πραγματογνωμόνων.



Οι πραγματογνώμονες μπορούν να εξαιρεθούν για τους λόγους που αναγράφονται στο άρθρο 15,

που εφαρμόζονται ανάλογα. Δεν αποτελεί όμως λόγο για εξαίρεση του πραγματογνώμονα το ότι

στην ίδια υπόθεση γνωμοδότησε ο ίδιος ως πραγματογνώμονας σε άλλο θέμα.



Άρθρο 192. - Αίτηση εξαίρεσης.



Δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και μπορούν να

το ασκήσουν ωσότου οι πραγματογνώμονες αρχίσουν το έργο τους. Γι' αυτό το λόγο εκείνος που

διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει ν' ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους

στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο ή αν συντρέχει η περίπτωση

του άρθρου 187. Η μη ανακοίνωση των ονοματεπωνύμων των πραγματογνωμόνων παρέχει το

δικαίωμα να ζητηθεί η εξαίρεσή τους και μετά την παράδοση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης

έως το τέλος της ανάκρισης αν ο διορισμός έγινε στην προδικασία, ή έως την ορκωμοσία των

πραγματογνωμόνων αν ο διορισμός έγινε στο ακροατήριο.



Άρθρο 193. - Απόφαση εξαίρεσης.



1. Ως προς την αίτηση για εξαίρεση αποφαίνεται αμετάκλητα με διάταξή του εκείνος που διόρισε

τον πραγματογνώμονα• σε περίπτωση που ο πραγματογνώμονας διορίστηκε από το δικαστήριο,

αυτό εκδίδει ιδιαίτερη απόφαση. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διορίζεται άλλος πραγματογνώμονας.

2. Την εξαίρεση πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν κατά την προανάκριση από τον ανακριτικό

υπάλληλο την αποφασίζει ο εισαγγελέας. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν κωλύεται πάντως η

ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. 3. Οι πράξεις πραγματογνωμοσύνης στις οποίες πήρε μέρος

εκείνος που εξαιρέθηκε είναι αυτοδικαίως άκυρες.



Άρθρο 194. - Όρκος των πραγματογνωμόνων.



Σ' αυτούς που έχουν ήδη ορκιστεί ως πραγματογνώμονες υπενθυμίζεται ο όρκος που έχουν

δώσει. Οι υπόλοιποι ορκίζονται στο ιερό ευαγγέλιο ως εξής: "Ορκίζομαι να διενεργήσω με πλήρη

αμεροληψία και επιμέλεια και με κάθε μυστικότητα την πραγματογνωμοσύνη που μου

ανατέθηκε, έχοντας μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας. Ο Θεός βοηθός μου και το

ιερό ευαγγέλιο". Αν οι πραγματογνώμονες αυτοί δεν ορκιστούν όπως ορίζεται παραπάνω, η

πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη. Ως προς τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 220

εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις αυτού του άρθρου.



Άρθρο 195. - Πώς θέτονται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες.



1. Εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη καθορίζει και τα ζητήματα για τα οποία

κυρίως θα διεξαχθεί, έχοντας υπόψη και τις τυχόν προτάσεις των διαδίκων• έχει επίσης το

δικαίωμα να θέσει προθεσμία για τη διεξαγωγή της, που μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση

ανάγκης. 2. Στους πραγματογνώμονες μπορεί να ανατεθεί σε κάθε στάδιο της ανάκρισης η λύση

νέων ζητημάτων. Οι πραγματογνώμονες δεν περιορίζονται μόνο στην έρευνα των ζητημάτων που

τους τέθηκαν, αν ως ειδικοί θεωρούν άξια λόγου και άλλα ζητήματα. 3. Αν για τη διεξαγωγή της

πραγματογνωμοσύνης είναι απαραίτητη η καταστροφή ή η αλλοίωση του πράγματος που

αποτελεί αντικείμενό της, οι πραγματογνώμονες οφείλουν, αν είναι δυνατό, να μην εξετάσουν και

να διαφυλάξουν ένα κομμάτι του πράγματος. Πριν από την ολική ή μερική καταστροφή ή

αλλοίωση του πράγματος οι πραγματογνώμονες οφείλουν να ειδοποιήσουν με τον ανακριτή τον

κατηγορούμενο και τους άλλους διαδίκους, για να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που

αναφέρονται στα άρθρα 191-193. Ειδοποίηση δεν γίνεται, όταν υπάρχει από την αναβολή

κίνδυνος που καθορίζεται ειδικά από τους πραγματογνώμονες στην έκθεσή τους.



Άρθρο 196. - Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Πληροφόρησή

τους.



1. Εκείνος που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη, αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρευρίσκεται

στη διεξαγωγή της• σχετική αναφορά γίνεται στην έκθεση. Αν την πραγματογνωμοσύνη τη

διέταξε δικαστήριο, η παράσταση στη διεξαγωγή της μπορεί να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη του

ή και σε άλλον δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο. 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από

αιτιολογημένη απόφαση ή διάταξη του οργάνου που διορίζει, μπορεί να επιτραπεί στους

πραγματογνώμονες, αν βεβαιώσουν ότι το έχουν απόλυτη ανάγκη, να αναγνώσουν έγγραφα της

διαδικασίας ή να ζητήσουν διαμέσου του ανακριτικού υπαλλήλου που τους διόρισε ή του

δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση πληροφορίες από τους μάρτυρες ή τους

κατηγορουμένους.



Άρθρο 197. - Ουσιαστικές διαφωνίες. Διόρθωση και επανάληψη.



1. Αν κατά τη διάρκεια της πραγματογνωμοσύνης προκύψουν ουσιαστικές διαφωνίες μεταξύ

τους, οι πραγματογνώμονες το αναφέρουν χωρίς χρονοτριβή σ' εκείνον που τους διόρισε, ο

οποίος διορίζει και άλλον ή και άλλους πραγματογνώμονες που συμπράττουν με όσους ορίστηκαν

αρχικά. 2. Αν οι γνώμες των πραγματογνωμόνων διαφέρουν και πάλι μεταξύ τους σε σημαντικό

βαθμό ή αν η γνωμοδότηση που παρέδωσαν είναι ασαφής, αόριστη ή αντιφατική ή αντίθετη σε

άλλα περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο βαθμό που χρειάζεται, και αν οι αμφιβολίες που

δημιουργήθηκαν δεν φαίνεται πιθανό πως θα εκλείψουν ύστερα από νέα έρευνα που θα

διενεργούσαν οι πραγματογνώμονες αν τους επιστρεφόταν για διόρθωση η παραπάνω

γνωμοδότηση, διατάσσεται νέα πραγματογνωμοσύνη αυτή γίνεται από άλλους

πραγματογνώμονες, στους οποίους μπορεί να προστεθούν και ένας ή περισσότεροι από εκείνους

που διορίστηκαν την πρώτη φορά.



Άρθρο 198. - Κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης.



Η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι γραπτή και αιτιολογημένη και να

περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη τη γνώμη της μειοψηφίας, αν υπάρχει. Η γνωμοδότηση

παραδίδεται στον ανακριτικό υπάλληλο ή στο δικαστήριο που διόρισε τους πραγματογνώμονες•

για την παράδοση συντάσσεται έκθεση ή γίνεται αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίασης. Κατά

την κύρια διαδικασία η γνωμοδότηση μπορεί να γίνει και προφορικά, οπότε τα ουσιαστικά της

σημεία καταχωρίζονται στα πρακτικά.



Άρθρο 199. - Πραγματογνωμοσύνη σε γυναίκα.



Αν από την πραγματογνωμοσύνη που θα γίνει σε γυναίκα είναι ενδεχόμενο αυτή να αισθανθεί

ντροπή, εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη της ανακοινώνει ότι μπορεί να ζητήσει

να παρευρεθεί κατά την εξέτασή της πρόσωπο της εμπιστοσύνης της. Τέτοια αίτηση δεν είναι

δεκτή, αν διορίστηκε πραγματογνώμονας γυναίκα ή παρουσιάζεται ανυπέρβλητο κώλυμα να

παραστεί έγκαιρα το πρόσωπο που υποδείχθηκε. Το κώλυμα μνημονεύεται ειδικά στην έκθεση

που συντάσσεται.



Άρθρο 200. - Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.



1. Σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τη διανοητική υγεία του κατηγορουμένου

μπορεί ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα και σύμφωνη γνωμοδότηση των

πραγματογνωμόνων, έστω και με πλειοψηφία, και αφού ακούσει το συνήγορο, να διατάξει την

εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση. Αν ο κατηγορούμενος

δεν έχει συνήγορο, διορίζεται συνήγορος αυτεπαγγέλτως. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του

μπορούν να προσφύγουν στο δικαστικό συμβούλιο κατά της διάταξης αυτής του ανακριτή μέσα

σε τρεις ημέρες από την επίδοσή της και στους δύο• η άσκηση της προσφυγής έχει πάντοτε

ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το συμβούλιο αποφασίζει ανέκκλητα. 2. Αν η ανάγκη ψυχιατρικής

παρατήρησης προέκυψε στο ακροατήριο, τα παραπάνω τα διατάσσει το δικαστήριο ανεκκλήτως,

αναβάλλοντας τη συζήτηση ως το τέλος της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. 3. Σε κάθε

περίπτωση η διάρκεια της παραμονής στο ψυχιατρείο δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Σ'

αυτό το διάστημα η προσωρινή κράτηση θεωρείται ότι έχει ανασταλεί. Ο χρόνος όμως αυτός

αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε σε περίπτωση καταδίκης.