Pages

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Ν.3863/2010 (άρ.1-43) Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις.

ΝΟΜΟΣ 3863 ΦΕΚ 115/Α/ 15.7.2010
Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 1 Εγγυήσεις - Εννοιολογικοί προσδιορισμοί

1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο.

2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.

3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου.



4. Τα θέματα του νόμου αυτού που αναφέρονται στους τακτικούς υπαλλήλους και λειτουργούς του Δημοσίου, τους στρατιωτικούς και τους τακτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμίδας θα ρυθμιστούν με ειδικό συνταξιοδοτικό νόμο των αρμόδιων Υπουργών.

Για τους υπαλλήλους της Βουλής τα θέματα του νόμου αυτού θα κανονιστούν από τον Κανονισμό της Βουλής.

Άρθρο 2

Βασική σύνταξη
1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού.

2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:

Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι στρατιωτικοί και οι τακτικοί υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής.

Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά, με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης.

Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/35 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Οι μειώσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (ΦΕΚ 164 Α'), καθώς και για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α'). Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο με βάση το δικαιούμενο, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου.

Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στο δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας σύνταξης λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη και για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος, λόγω θανάτου, σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη.

Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά.

Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μίας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από το φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης, σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων, είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.

Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:

α) Έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.

β) Το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα, από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε χιλιάδων σαράντα (5.040) ευρώ και δέκα χιλιάδων ογδόντα (10.080) ευρώ αντίστοιχα. Τα ανωτέρω ποσά ανακαθορίζονται κατά το ποσοστό αναπροσαρμογής της βασικής σύνταξης.

γ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους. Η μόνιμη διαμονή αποδεικνύεται με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων Χωρών.

Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη σε αυτή την κατηγορία των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης είναι ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης και οι φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τους οποίους καταβάλλεται το αναλογικό ποσό σύνταξης.



3. Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων γίνεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί προστασίας των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των σχετικών συμβάσεων που έχει επικυρώσει η Ελλάδα.



Άρθρο 3

Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2011 και εφεξής



1. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά, από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015, δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης, με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή τριακοσίων (300) ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15) ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65ο έτος. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία κα­θορίζονται ως εξής:


ημ/σθια ασφαλισησ απο εωσ
ετησιο ποσοστο αναπλήρωσης για ολο

τον ασφ. βιο βασει

τησ κλιμακασ ημ/σθιων ασφαλισησ

300
4.500
0,80%

4.501
5.400
0,86%

5.401
6.300
0,92%

6.301
7.200
0,99%

7.201
8.100
1,06%

8.101
9.000
1,14%

9.001
9.900
1,22%

9.901
10.800
1,31%

10.801
11.700
1,40%

11.701
15.000
1,50%




Όπου ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες ή έτη, κάθε μήνας αντιστοιχεί σε 25 ημέρες ασφάλισης και κάθε έτος σε 300 ημέρες ασφάλισης.

Το τελικό ποσό σύνταξης καθορίζεται για όλα τα έτη με βάση το συντελεστή που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος ασφάλισης.



2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος, καθ' όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απα­σχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί είκοσι πέντε (25).

Για τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού των αυτοαπασχολούμενων που υπάγονται στην ασφάλιση των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΕΤΑΠ-ΜΜΕ) λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ' όλο το χρόνο ασφάλισής τους ή ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις και διαμορφώνονται καθ' όλο τον εργασιακό τους βίο.

Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης που προσδιορίζεται κάθε έτος, με νόμο μετά από γνώμη της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.

Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ' όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου, του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς, εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.



3. Το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος, για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό 80% και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε δεκαπέντε (15) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2015, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων. Το κατώτατο αυτό όριο μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη λόγω γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου αυτού ή μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 80% των δύο προηγούμενων εδαφίων.



4. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α'), όπως ισχύουν.



Άρθρο 4

Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν από την 1.1.2011



1. Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2015, δικαιούνται:

α) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ' έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.

β) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.

Το ποσό για το αναλογικό τμήμα της σύνταξης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2010, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός ή οι ασφαλιστικές κατηγορίες για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται από το έτος αυτό και μετά. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των καταστατικών και ειδικών διατάξεων ή των νόμων που ισχύουν για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα. Για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τέκνων ή και συζύγου, όπου προβλέπεται, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις που ισχύουν για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων, ανάλογα με το χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση.



2. Ειδικά για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο μέχρι 31.12.2014, το ετήσιο ποσοστό υπολογισμού της σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των συντάξιμων αποδοχών ή των ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού και της παραγράφου 7 του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α').



3. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στο φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου, του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, έτους.



4. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, και τις διατάξεις του νόμου αυτού.



5. Η εκδίκαση συνταξιοδοτικών υποθέσεων που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι από 1.1.2011 υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την περίπτωση στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος.



Άρθρο 5

Ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης



1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ 175 Α'), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α') και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α'), αντικαθίστανται ως ακολούθως:



«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:

α) Πέντε (5) ολόκληρα έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.

β) Σαράντα (40) μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.

Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.

Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λπ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.



2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:

α) Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.

β) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.



3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.

Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.



4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»



2. Το εδάφιο β' της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:



«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ' επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') ορίων ηλικίας.»



3. Οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48 Α'), πολλαπλασιάζονται για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς, μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τους παρακάτω συντελεστές.


ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ
ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ
ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

1
1,020
16
1,373
31
1,848

2
1,040
17
1,400
32
1,885

3
1,061
18
1,428
33
1,922

4
1,082
19
1,457
34
1,961

5
1,104
20
1,486
35
2,000

6
1,126
21
1,516
36
2,040

7
1,149
22
1,546
37
2,081

8
1,172
23
1,577
38
2,122

9
1,195
24
1,608
39
2,165

10
1,219
25
1,641
40
2,208

11
1,243
26
1,673
41
2,252

12
1,268
27
1,707
42
2,297

13
1,294
28
1,741
43
2,343

14
1,319
29
1,776
44
2,390

15
1,346
30
1,811
45
2,438




Οι συντελεστές μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάσει την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων. Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.



4. Το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 1β του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), όταν ο ΟΑΕΕ είναι συμμετέχων φορέας και επιλεγούν για τη συνταξιοδότηση οι ασφαλιστικές του διατάξεις, καθορίζεται σε 2% για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης.



5. Στο άρθρο 7 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α') προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:



«3. Σε περίπτωση που έχει διανυθεί διαδοχικά χρόνος ασφάλισης σε επικουρικό φορέα και στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π. ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.ΤΑΑ. - Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006.»



6. Στο άρθρο 8 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α') προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:



«3. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης, όταν ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) είναι συμμετέχων φορέας, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται στο ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ από 1.1.2006. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ε.Τ.Α.Α. - Τομέας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.»



7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, του άρθρου μόνου, του ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α'), που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης.



8. α) Οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (ΦΕΚ 175 Α'), όπως αυτές ισχύουν, εφαρμόζονται και επί προσώπων που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, τη θέση Υπουργού ή Υφυπουργού, καθώς και των αιρετών, προέδρων κοινοτήτων, δημάρχων και νομαρχών του προϊσχύσαντος καθεστώτος.

β) Τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους Κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους, οποτεδήποτε, στους συγκεκριμένους Κλάδους. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα βαρύνουν τα πρόσωπα αυτά.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΠΗΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ



Άρθρο 6

Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας



1. Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.



2. Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., οποιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο Πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον Διοικητή της οικείας Δ.Υ.ΠΕ.. Αντίστοιχοι Πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους Διοικητές ή Προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α'). Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:

α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.

β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας.

γ) Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ.), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.

δ) Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ- ΙΚΑ).

ε) Έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.

στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.

ζ) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.



3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.

Έργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι: α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας. β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑΜεΑ. γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις, για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.



4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.), όπως ισχύει κάθε φορά. Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των λοιπών Φ.Κ.Α. και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του Προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α') όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α').



5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7, 10 και 14 του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α'), όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 11, 13, 14 του άρθρου 27 του ν. 3232/2004 και με τις παραγράφους 11 περ. γ' του άρθρου 37 και 4 του άρθρου 152 των νόμων 3518/2006 και 3655/2008 αντίστοιχα για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών, καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων, καταβάλλεται από τους Φορείς στους οποίους υπηρετούν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 3833/ 2010 (ΦΕΚ 40 Α') και δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου. Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το Δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (ΦΕΚ 1829 Β') υπουργική απόφαση.



6. Καταρτίζεται μητρώο Ατόμων με Αναπηρία το οποίο τηρείται στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο τρόπος και τα κριτήρια κατάρτισης του μητρώου.



7. Από 1.4.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το Δημόσιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και τις επιτροπές Απαλλαγών και τις Τριμελείς εξ ιατρών επιτροπές, οι οποίες εξακολουθούν να ασκούν τις αρμοδιότητές του.



Άρθρο 7

Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας



Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένιση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων, καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς και το Δημόσιο με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η σύνθεση των μελών της επιτροπής και η συγκρότησή της.

Η ανωτέρω Ειδική Επιστημονική Επιτροπή καθορίζει επίσης και τις παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ' αόριστον, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66 Α')

Από την έκδοση του νέου ενιαίου κανονισμού καταργείται ο Κανονισμός Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.), καθώς και ο πίνακας καθορισμού σε εκατοστιαία αναλογία του βαθμού μείωσης της ικανότητας για εργασία του άρθρου 33 του ν. 1813/1988.

Ως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται, σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν στον Κανονισμό εκτίμησης βαθμού Αναπηρίας του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, η εφαρμογή του οποίου επεκτείνεται σε όλες τις Υγειονομικές Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας, πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες που λειτουργούν στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το Δημόσιο συμπεριλαμβανομένης και της Ανωτάτης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Σ.Υ.Ε.), καταργούμενης κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί και εκκρεμούν ενώπιον όλων των ανωτέρω Υγειονομικών Επιτροπών θα κρίνονται σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή το συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείζεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.



Άρθρο 8

Οριστικοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993



Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') τροποποιείται ως ακολούθως:



«3. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι προσωρινές συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται οριστικές, μετά και την τελική γνωμάτευση των αρμόδιων Υγειονομικών Επιτροπών εφόσον:

α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.

β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.»



Άρθρο 9

Προϋπάρχουσα αναπηρία



Ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένιση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση εφόσον καθίσταται ανίκανος για την εργασία του λόγω ουσιώδους επιδείνωσης και πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν το φορέα στον οποίο ασφαλίζεται.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ



Άρθρο 10

Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και αναγνωριζόμενοι χρόνοι



1. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:



«1. Ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δικαιούται σύνταξης, αν κατά την υποβολή της αίτησης έχει πραγματοποιήσει 10.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και έχει συμπληρώσει το 58ο έτος της ηλικίας του.

Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά 300 ημέρες κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση 12.000 ημερών ασφάλισης.

Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο, αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»



2. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:



«Τα ανωτέρω όρια ηλικίας για πλήρη και μειωμένη σύνταξη αυξάνονται από 1.1.2011 κατά εννιά (9) μήνες κάθε έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους, προκειμένου για λήψη πλήρους σύνταξης και του 58ου προκειμένου για τη λήψη μειωμένης σύνταξης.

Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ασφάλισής τους, από τις οποίες οι 7.500 στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.»



3. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α'), προστίθενται εδάφια ως εξής:



«Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους του δευτέρου εδαφίου που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης. Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»



4. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), προστίθενται εδάφια ως εξής:



«Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.

Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»



5. Στο τέλος της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 258/2005 (ΦΕΚ 316 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:



«Ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα έτος και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.»



6. Όπου από τη νομοθεσία των τομέων κύριας σύνταξης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία εξήντα (60) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.



7. Όπου από τη νομοθεσία των τομέων κύριας σύνταξης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ) προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία πενήντα οχτώ (58) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης, το δε ανωτέρω προβλεπόμενο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.



8. Στις περιπτώσεις σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας και του χρόνου ασφάλισης των παραγράφων 1, 3, 4, 5, 6 και 7 οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ή τριάντα πέντε (35) ετών ασφάλισής τους.



9. Γενικές ή καταστατικές διατάξεις φορέων κύριας ασφάλισης που προβλέπουν τη χορήγηση σύνταξης με τη συμπλήρωση 10.500 ημερών εργασίας ή τριάντα πέντε (35) ετών ασφάλισης και του 58ου ή του 60ού έτους της ηλικίας, έχουν εφαρμογή στους ασφαλισμένους που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010.



10. Ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993 σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 12.000 ημερών εργασίας ή σαράντα (40) ετών ασφάλισης και του 60ού έτους της ηλικίας τους.

Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω χρόνου, λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφάλισης σε οποιονδήποτε ομοειδή φορέα.

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 και της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α'), της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α') και του άρθρου 41 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α'), έχουν εφαρμογή στους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν μέχρι 31.12.2010 τις 11.100 ημέρες εργασίας ή τα τριάντα επτά (37) έτη υποχρεωτικής ασφάλισης.



11. Η παράγραφος 1α του άρθρου 28 του α.ν. 1846/ 1951 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 περίπτωση 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«1.α. Ο ασφαλισμένος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δικαιούται σύνταξη λόγω γήρατος εφόσον έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες εργασίας και συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας.

Προκειμένου για γυναίκες το όριο ηλικίας των εξήντα (60) ετών αυξάνεται από 1.1.2011 κατά ένα έτος κάθε χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος λήψης σύνταξης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί οποτεδήποτε, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.

Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας τους.»



12. Η παράγραφος 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/ 1951 (ΦΕΚ 179 Α') όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α') και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 143 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), εφαρμόζεται εφόσον ο ασφαλισμένος πληροί τις οριζόμενες σε αυτή προϋποθέσεις του ορίου ηλικίας και του αριθμού ημερών ασφάλισης μέχρι 31.12.2010.

Ο χρόνος ασφάλισης που ορίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις για τις ασφαλισμένες που τον συμπληρώνουν από 1.1.2011 καθορίζεται σε 10.400 ημέρες ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά 400 ημέρες και μέχρι τη συμπλήρωση 12.000 ημερών ασφάλισης. Το όριο ηλικίας καθορίζεται από 1.1.2011 στο 58ο έτος, για πλήρη σύνταξη και στο 56ο έτος για μειωμένη, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά έξι (6) μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, καταργουμένης εφεξής της δυνατότητας για λήψη μειωμένης σύνταξης.

Προκειμένου για ασφαλισμένους που έχουν πραγματοποιήσει 10.000 ημέρες ασφάλισης το όριο ηλικίας καθορίζεται από 1.1.2011 στο 63ο έτος, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά έξι (6) μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας.

Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.000 ημερών ασφάλισής τους.



13. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α') όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παράγραφος 1 περίπτωση 3α του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α') αντικαθίσταται ως εξής:



«3. α) Ο ασφαλισμένος που συμπληρώνει το 60ό έτος της ηλικίας του και 4.500 ημέρες εργασίας, από τις οποίες εκατό τουλάχιστον σε καθένα από τα πέντε ημερολογιακά έτη τα αμέσως προηγούμενα του έτους, κατά το οποίο υποβάλει την αίτηση συνταξιοδότησης, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά το 1/200 της πλήρους μηνιαίας σύνταξης, για κάθε μήνα που υπολείπεται από το όριο ηλικίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1α.

Ειδικά για τους ασφαλισμένους της παρ. 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 που πληρούν την ειδική προϋπόθεση της πραγματοποίησης των 100 ημερών κατ' έτος την αμέσως προηγούμενη της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης πενταετία, η μείωση της σύνταξης κατά το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου χωρεί για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του διαμορφούμενου κατ' έτος ηλικίας πλήρους έτους συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το παραπάνω.

Προκειμένου για γυναίκες που πληρούν τις ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις, το όριο ηλικίας των πενήντα πέντε (55) ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας. Το δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης στο 55ο έτος της ηλικίας χωρεί, εφόσον το όριο αυτό συμπληρώνεται μέχρι 31.12.2010. Το ποσοστό μείωσης στις ανωτέρω περιπτώσεις υπολογίζεται με βάση τους μήνες που υπολείπονται από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1α ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.

Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη στο όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται κατά το έτος συμπλήρωσης του 55ου έτους της ηλικίας.

Ειδικά για τις ασφαλισμένες της παρ. 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 που πληρούν την ειδική προϋπόθεση της πραγματοποίησης των 100 ημερών κατ' έτος την αμέσως προηγούμενη της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης πενταετία η μείωση της σύνταξης κατά το ποσοστό του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής χωρεί για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του διαμορφούμενου κατ' έτος ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης, σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένες δικαιούνται μειωμένη σύνταξη στο όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.000 ημερών ασφάλισής τους. »



14. Η περίπτωση 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α'), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου με την παράγραφο 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α'), την προσθήκη των δύο τελευταίων εδαφίων του με την παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου και την προσθήκη δύο επιπλέον εδαφίων με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του ν. 2150/1993 (ΦΕΚ 98 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«2. Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ ή το Δημόσιο, εκτός των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α'), δικαιούται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 6.000 ημέρες ασφάλισης και έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης.

Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.

Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας.

Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδ. α'-γ') του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α'), εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 3.000 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.»



Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα.



15. Α) Το όριο ηλικίας των 60 ετών ή μικρότερο αυτού που προβλέπεται από γενικές ή καταστατικές διατάξεις για τη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αυξάνεται κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο από 1.1.2011 και μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου αυτού, των διατάξεων της περ. α' του εδαφίου β' της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, καθώς και κάθε άλλης ειδικής διάταξης από την οποία προβλέπεται συνταξιοδότηση ειδικών κατηγοριών εργαζόμενων σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες.

Όπου από τις διατάξεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης προβλέπεται χορήγηση μειωμένης σύνταξης στις γυναίκες ασφαλισμένες σε όριο ηλικίας μικρότερο του 60ού έτους, το όριο αυτό αυξάνεται κατά ένα (1) χρόνο από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.

Β) Από 1.1.2011 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, που προβλέπονται από τις διατάξεις του β.δ.7/1965 (ΦΕΚ 2 Α'), του β.δ. 649/1968 (ΦΕΚ 232 Α') και του άρθρου 19 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α'), καθορίζονται κατ' ελάχιστο στο 55ο έτος της ηλικίας για πλήρη σύνταξη και στο 50ό έτος για μειωμένη, αυξάνονται δε για κάθε επόμενο έτος κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού και του 55ου έτους αντίστοιχα. Όπου από τις διατάξεις των ως άνω βασιλικών διαταγμάτων και του άρθρου 19 του ν. 2703/1999 προβλέπεται συνταξιοδότηση χωρίς όριο ηλικίας, από 1.1.2011 καθορίζεται το 55ο έτος της ηλικίας, αυξάνεται δε για κάθε επόμενο έτος κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους.

Οι υπέρ του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ προβλεπόμενες πρόσθετες εισφορές για τον κλάδο σύνταξης εξακολουθούν να καταβάλλονται μέχρι 31.12.2015. Από την 1.1.2016 καταβάλλεται η πρόσθετη ειδική εισφορά που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του ν. 2084/1992.

Στις περιπτώσεις σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας της παραγράφου αυτής, οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη στο όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται κατά το έτος συμπλήρωσης του προβλεπόμενου, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ορίου ηλικίας για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη.



16. Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της περ. α' του εδαφίου β' της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως ισχύουν, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τις γυναίκες που απασχολούνται σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, αυξάνεται κατά ένα χρόνο, από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος και μέχρι την συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.

Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης τουλάχιστον 4.500 ημερών ασφάλισής τους από τις οποίες οι 3.600 είναι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.



17.α)Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τις παραγράφους 2 και 3 περ. α' του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα παιδιά, καθορίζεται:

από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.

Εάν οι μητέρες συμπληρώνουν το προβλεπόμενο από τις οικίες διατάξεις συντάξιμο χρόνο, δικαιούνται μειωμένη σύνταξη, με την συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας από 1.1.2011, του 53ου έτους από 1.1.2012 και του 60ού έτους από 1.1.2013.

β) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μέχρι 31.12.1992 μητέρων ανηλίκων τέκνων, καθορίζεται από 1.1.2011 στο 57ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 60ό έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.

Το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος.

γ) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την παρ. 3γ του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 και από την παρ. 8 του άρθρου 33 του ν. 3232/2004, για τη συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων τέκνων ασφαλισμένων στον τομέα σύνταξης εφημεριδοπωλών και υπαλλήλων Πρακτορείων Θεσσαλονίκης και στον τομέα ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών, καθώς και το όριο ηλικίας των ασφαλισμένων μητέρων ανηλίκων τέκνων στον Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου και στον Τομέα Ασφάλισης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, καθορίζεται από 1.1.2011 στο 57ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 60ό έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.

Το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος.

δ) Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μητέρων ανηλίκων τέκνων ασφαλισμένων σε κλάδους κύριας ασφάλισης- σύνταξης αυτοαπασχολούμενων καθορίζεται από 1.1.2011 στο 55ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 58ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος της ηλικίας.

Το όριο ηλικίας για τη λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 50ό έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 53ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος της ηλικίας.

ε) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 2084/1992 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα τέκνα, καθορίζεται από 1.1.2013 στο 65ο έτος της ηλικίας.

Το όριο ηλικίας για μειωμένη σύνταξη καθορίζεται από 1.1.2013 στο 60ό έτος.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις α', β', γ', δ', σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας η ασφαλισμένη μητέρα ακολουθεί το όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω και ισχύει κατά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, εφόσον συντρέχει και η ανηλικότητα του παιδιού.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους χήρους πατέρες ανηλίκων παιδιών.

Για τους χήρους πατέρες αναπήρων παιδιών έχουν εφαρμογή οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τις μητέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιών.

στ) Η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του ν. 2084/1992, όπως συμπληρώθηκε με την περίπτωση β' της παραγράφου 7 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, καταργείται.

ζ) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:



«Προκειμένου για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώνονται από 1.1.2011 απαιτείται η συμπλήρωση του 52ου έτους, από 1.1.2012 του 55ου και από 1.1.2013 του 65ου έτους της ηλικίας.»



18. Το άρθρο 40 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') αντικαθίσταται ως εξής:



«1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και το Δημόσιο λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης: α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, ο χρόνος επιδότησης τακτικής ανεργίας και μέχρι 300 ημέρες, δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο (2) έτη, ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και ο χρόνος σπουδών, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες επαγγελματικές σχολές, ο οποίος είναι ίσος με τα κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημα ακέραια χρόνια σπουδών της οικείας σχολής, στ) ο χρόνος ανεργίας, μετά την υπαγωγή στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, η) ο χρόνος απεργίας, θ) ο πλασματικός χρόνος του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές και ανεξάρτητα του χρόνου γέννησης των παιδιών και ι) ο χρόνος μαθητείας όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι ένα (1) έτος, ια) ο χρόνος αποδεδειγμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας πριν την εγγραφή στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Ε. και μέχρι πέντε (5) έτη εφόσον δεν είχαν πληρωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές.



2. Η αναγνώριση και εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1358/1983 (ΦΕΚ 60 Α') όπως ισχύουν κάθε φορά.

Στις περιπτώσεις που θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2014 με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, το ποσό για την εξαγορά του χρόνου της στρατιωτικής θητείας στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνεται κατά 30%. Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής το ανωτέρω ποσό μειώνεται κατά 50%. Το καταβαλλόμενο ποσό και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση υπολογισμού το 25πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.

Ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών αναγνωρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ 153 Α'), για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει για κάθε φορέα και του 25πλάσιου του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά τη χρονολογία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.

Οι ημέρες επιδότησης λόγω ασθενείας, λόγω τακτικής ανεργίας και ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.

χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

Ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας και ο χρόνος απεργίας αναγνωρίζονται, με αίτηση του ενδιαφερομένου, τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς εργοδότη και ασφαλισμένου του οικείου φορέα και των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, το ποσό δε της εξαγοράς βαρύνει τον ασφαλισμένο. Η αίτηση υποβάλλεται στον ασφαλιστικό οργανισμό που υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο χορήγησης της εκπαιδευτικής άδειας ή της απεργίας και συνοδεύεται από βεβαίωση του εργοδότη που εκδόθηκε κατά τον ίδιο χρόνο, από την οποία να προκύπτει ο λόγος χορήγησης και η διάρκεια της άδειας ή της απεργίας.

Ο χρόνος φοίτησης σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, ο χρόνος σπουδών σε μέσες επαγγελματικές σχολές, ο χρόνος μαθητείας, καθώς και ο χρόνος ανεργίας αναγνωρίζονται, μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, με την καταβολή για κάθε μήνα ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους φορείς κύριας ασφάλισης και έξι τοις εκατό (6%) για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης επί του 25πλασίου του ΗΑΕ που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

Οι ασφαλιστικές εισφορές για τις κατά τα παραπάνω αναγνωρίσεις καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης οπότε παρέχεται έκπτωση 15 % είτε σε μηνιαίες δόσεις, ίσες με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη.

Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης πριν το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση ποσό ίσο με το 1/2 του ποσού της σύνταξης.

Ο πλασματικός χρόνος ασφάλισης του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), συνυπολογίζεται και για τη συμπλήρωση του χρόνου συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού, καθώς και των 4.500 ημερών ή δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.

Οι χρόνοι των περιπτώσεων γ' και ζ' συνυπολογίζονται μόνο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος και όχι για τον προσδιορισμό του δικαιούμενου ποσού σύνταξης.

Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος.

Όσοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος μέχρι 31.12.2010, με προσμέτρηση χρόνων που προβλέπονται στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992, εφόσον η σχετική αίτηση αναγνώρισης υποβληθεί μέχρι 31.12.2013, ακολουθούν τις κατά περίπτωση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, που ισχύουν κατά το έτος 2010.



3. Οι αναγνωριζόμενοι χρόνοι συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή δώδεκα (12) έτη ασφάλισης.

Ο συνολικός χρόνος ο οποίος, με βάση τα ανωτέρω, συνυπολογίζεται ή αναγνωρίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη.

Ειδικότερα, ο χρόνος αυτός καθορίζεται κατ' ανώτατο όριο:

α) σε τέσσερα (4) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2011,

β) σε πέντε (5) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2012,

γ) σε έξι (6) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2013 και

δ) σε επτά (7) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2014 και εφεξής.»



Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2011.



19. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ 26 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:



«Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία (3) επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση κατ' ανώτατο όριο του 65ού έτους της ηλικίας.»



Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης η αίτηση γίνεται αποδεκτή εφόσον υποβληθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Δυνατότητα ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώματος έχουν και όσοι έχουν αυτοδικαίως απολυθεί από 1ης Ιουνίου 2010.



20. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α'), και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από τον εργοδότη. Η παραμονή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) ετών εκτός και εάν δεν θεμελιώνεται δικαίωμα για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη.



Άρθρο 11

Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας



1. α) Από 1.1.2014 οι συντάξεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων του Δημοσίου αναπροσαρμόζονται κατ' έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

β) Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται από 1.1.2014.



2. Από την 1.1.2011 και ανά διετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για τη βασική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.



3. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος νόμου και σε καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται κατά τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της, λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020. Από 1.1.2024 τα ανωτέρω όρια ανακαθορίζονται ανα τριετία. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Eurostat και αφορούν στην επόμενη περίοδο.



Άρθρο 12

Γενικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου



1. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ή το Δημόσιο κατά περίπτωση, στις εξής περιπτώσεις:

Α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο τριών (3) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:

α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη.

β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.

γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.

Β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία β' και γ' αναφερόμενους λόγους.



2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο, καθώς και οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που προβλέπουν τη χορήγηση της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου, εξακολουθούν να ισχύουν.



Άρθρο 13

Ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων συζύγων



1. Το άρθρο 62 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«1.α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.

β. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.

γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.

δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή γίνεται σε μία από τις κύριες, καθώς και μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της περίπτωσης δ' της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως ισχύουν κάθε φορά.



2. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.

Ο κατά τα ανωτέρω επιμερισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη του επιζώντα, που καταβάλλεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναστέλλεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983 (ΦΕΚ 101 Α'), όπως κάθε φορά ισχύουν ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/ 1998 (ΦΕΚ 57 Α'), όπως ισχύουν.



3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α'), του ν.δ. 4575/ 1966 (ΦΕΚ 227 Α'), του ν.δ. 1390/1973 (ΦΕΚ 103 Α'), του ν. 1745/1987 (ΦΕΚ 234 Α') και του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις.»



2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους επιζώντες συζύγους, στους συνταξιούχους λόγω θανάτου του Δημοσίου, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο, ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α') και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α'), καθώς και για όσους υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α').



3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.



4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 έχουν εφαρμογή και στους Φορείς και τομείς επικουρικής ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου.



5. Διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό διαφορετικά καταργούνται.



Άρθρο 14

Συνταξιοδότηση θυγατέρων



1. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α') αντικαθίστανται ως εξής:



«4. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»



β. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:



«5. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»



γ. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ.167/2007 (ΦΕΚ 208 Α') και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α').

δ. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α'), της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α') καθώς και της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α'), καταργούνται και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.



2. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α') αντικαθίστανται ως εξής:



«5. Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 60πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»



β. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α') αντικαθίστανται ως εξής:



«6. Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 60πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»



γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις του π.δ.167/2007(ΦΕΚ 208 Α') και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α'), κατά περίπτωση.



3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται.



Άρθρο 15

Επικουρικές Συντάξεις



1. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έως το τέλος του 2011, εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες βιωσιμότητας των Επικουρικών Φορέων, Τομέων και Αυτοτελών Κλάδων. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή καλεί εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού τους Επικουρικούς Φορείς, Τομείς και Αυτοτελείς Κλάδους να αποστείλουν τα απαραίτητα στοιχεία για την εκπόνηση των αναλογιστικών μελετών. Τα Διοικητικά Συμβούλια των ανωτέρω φορέων εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση της μελέτης προτείνουν στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, σύμφωνα με τις προτάσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των Ταμείων και την αποτροπή της δημιουργίας ελλειμμάτων και η προσαρμογή γίνεται με νόμο.



2. Αν δεν αποσταλούν εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία που θα ζητηθούν τα απαραίτητα για την εκπόνηση της αναλογιστικής μελέτης στοιχεία η προσαρμογή γίνεται με τη διαδικασία της παραγράφου 1 χωρίς να απαιτείται η γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ταμείων, σύμφωνα με την πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.



3. Για τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α').



4. Οι διατάξεις των άρθρων 60 έως και 69 του ν. 3371/ 2005 (ΦΕΚ 178 Α') εξακολουθούν να ισχύουν.



Άρθρο 16

Απασχόληση συνταξιούχων



1. Το άρθρο 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α') αντικαθίσταται ως εξής:



«1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος φορέων κύριας ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων, που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, καταβάλλεται μειωμένο κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ο αριθμός των ανωτέρω ημερομισθίων προσαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων, η μείωση γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης και εφόσον αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο ποσό περικόπτεται από την αμέσως επόμενη ή επόμενες σε ύψος κύριες συντάξεις.

Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων, η σύνταξή τους περιορίζεται στο οργανικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα. Εάν το οργανικό ή τα οργανικά ποσά υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα κατά περίπτωση ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται ως ανωτέρω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'). Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.



2. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης παραγράφου, που ασκούν δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. Υποχρεούνται δε στην καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών. β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, υποχρεούνται να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις εισφορές προσαυξημένες κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Σε περίπτωση που το ποσό της κύριας ή των κύριων συντάξεων υπερβαίνει τα εξήντα (60) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, το ποσό που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο περικόπτεται.

Για τους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους εισφορές, εργοδότη και ασφαλισμένου. Από την καταβολή προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών εξαιρούνται οι ανωτέρω συνταξιούχοι, οι οποίοι λόγω απασχόλησης υπάγονταν σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς και οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους από έναν εκ των ανωτέρω φορέων, συνεχίζουν για την ίδια απασχόληση υποχρεωτικά την ασφάλισή τους στον οικείο Τομέα ασφάλισης.



3. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο ασφάλισης κατά το διάστημα της αναστολής, ή περικοπής της σύνταξης, ή της καταβολής προσαυξημένων ή μη ασφαλιστικών εισφορών, για την προσαύξηση της σύνταξης από τον φορέα που συνταξιοδοτείται, ή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος από άλλο φορέα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων. Σε περίπτωση αξιοποίησης του χρόνου στον φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, ο υπολογισμός για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται με ποσοστό 1,714% επί των συντάξιμων αποδοχών, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ή επί των ασφαλιστικών κατηγοριών, για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας. Ο Οργανισμός ή ο Τομέας στον οποίο ασφαλίστηκε ο συνταξιούχος, συμμετέχει στη δαπάνη συνταξιοδότησης και για το διακανονισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α').



4. Εάν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.



5. Οι συνταξιούχοι των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στον φορέα ή στους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται για κύρια σύνταξη. Στους φορείς επικουρικής ασφάλισης υποβάλλεται σχετική δήλωση από τους συνταξιούχους αναπηρίας, καθώς και από τους συνταξιούχους γήρατος, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Το καταλογιζόμενο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι μικρό­τερο από δύο (2) μηνιαίες συντάξεις ακόμη και αν το διάστημα εργασίας ή απασχόλησης είναι μικρότερο.



6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή:

α) στον επιζώντα των συζύγων,

β) στους συνταξιούχους του ΟΓΑ,

γ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία,

δ) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72, καθώς και των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας,

ε) στα πρόσωπα που συνταξιοδοτήθηκαν με το ν. 3185/2003 και μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.



7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται.



8. Με νόμο δύναται να τροποποιείται το ποσό της περιπτώσεως β' των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, καθώς και το ύψος του προστίμου της παραγράφου 5 του παρόντος.»



2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για όσους συνταξιούχους αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή διοριστούν σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εφεξής. Όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή έχουν διοριστεί σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'), και έως την ισχύ του παρόντος νόμου δεν καταλαμβάνονταν από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α'), όπως ίσχυαν έως την αντικατάσταση του με το παρόν άρθρο, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται από 1.1.2013. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α'), όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του με το παρόν, εξακολουθούν να ισχύουν έως 31.12.2012 για όσους συνταξιούχους είχαν ήδη υπαχθεί σε αυτές έως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Από 1.1.2013 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.



3. α. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α') ή αυτοαπασχολούνται.

Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α'), καθώς και των παραγράφων 1 έως 7 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007, εξακολουθούν να ισχύουν.

β. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης περίπτωσης, υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.



Άρθρο 17

Πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων



1. Ο πίνακας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων καταρτίζεται για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α'), Διαρκούς Επιτροπής Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.). Ο νέος πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων εφαρμόζεται από 1.7.2011, για όλους τους εργαζόμενους. Όσοι απασχολούνται σε εργασίες ή επαγγέλματα τα οποία εξαιρούνται από τον πίνακα των ΒΑΕ, εφόσον συμπληρώνουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης έως 31.12.2015, εξακολουθούν να υπάγονται στο καθεστώς συνταξιοδότησης των ΒΑΕ. Οι λοιποί εργαζόμενοι που εξαιρούνται από τον πίνακα ΒΑΕ, λαμβάνουν την προσαύξηση που προβλέπεται από το άρθρο 32 του ν.1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α') για τις ημέρες ασφάλισής τους στα ΒΑΕ.



2. Ο πίνακας αυτός μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται με την ίδια διαδικασία, σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της πρώτης παραγράφου.



Άρθρο 18

Παράλληλη ασφάλιση για τους ασφαλισμένους πριν την 1.1.1993



1. Στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι δημόσιοι, δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι που έχουν ασφαλισθεί σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό φορέα έως 31.12.1992, οι οποίοι απασχολούνται σε εργασία ασφαλιστέα κατά την κείμενη νομοθεσία στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που λογίζεται συντάξιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία του Δημοσίου.



2. Η διάταξη που προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α') στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1296/1982 (ΦΕΚ 128 Α') καταργείται, υπαγόμενων των προσώπων αυτών από την έναρξη ισχύος της παρούσας στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Τυχόν προγενέστερη της έναρξης ισχύος της παρούσας ασφάλιση των προσώπων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ θεωρείται ισχυρή.



3. Όσοι ασφαλίσθηκαν σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης πριν την 1.1.1993 και είναι σήμερα ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), εφόσον ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Οργανισμού και δεν είναι συναφής με την επαγγελματική ιδιότητα του μηχανικού. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από τον επόμενο μήνα της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.



Άρθρο 19

Ρυθμίσεις ΟΓΑ



1. Από 1.1.2011 η εισφορά του ασφαλισμένου για τον κλάδο Υγείας του ΟΓΑ ορίζεται σε ποσοστό 2,5% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν καταταγεί οι ασφαλισμένοι. Από την ίδια ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111 Α').



2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 67 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«3. Τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), όπως έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν σήμερα αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ».



3. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 8α του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του ΟΓΑ (ν. 4169/1961 ΦΕΚ 81 Α'), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α'), ορίζεται από 1ης Οκτωβρίου 2009 σε τριάντα (30) ευρώ.



4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4α του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«2. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση του Κλάδου υποχρεούνται να προσκομίζουν βεβαίωση του ΟΓΑ περί εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους από ασφαλιστικές εισφορές προς τον Κλάδο, προκειμένου να τύχουν αποζημιώσεως γεωργικής παραγωγής από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) ή δανειοδοτήσεως από τραπεζικά ιδρύματα ή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται στον Κλάδο.»



5. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4γ του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«5. Στις περιπτώσεις αποζημίωσης ή δανειοδότησης ή επιχορήγησης ή επιδότησης της παραγράφου 2 είναι δυνατή η μη προσκόμιση βεβαίωσης εξοφλήσεως των οφειλών του Κλάδου, εφόσον από τα αντίστοιχα ποσά παρακρατείται το σύνολο των οφειλών αυτών και αποδίδεται στον ΟΓΑ.»



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ



Άρθρο 20

Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολούμενων



1. Στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού υπάγονται υποχρεωτικά: α) Το κατ' οίκον απασχολούμενο προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, αμειβόμενο με την ώρα ή την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα, είτε προς έναν είτε προς περισσότερους του ενός εργοδότες, για την ίδια μισθολογική περίοδο, που καλύπτεται από την ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ενδεικτικά υπάγονται οι εξής εργασίες ή υπηρεσίες: Οι υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (οικιακή καθαριότητα, γενικό νοικοκυριό), οι κηπουρικές εργασίες, οι μεμονωμένες μικροεπισκευαστικές εργασίες που δεν συνιστούν οικοδομικές εργασίες, η παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, η φύλαξη και μεταφορά παιδιών νηπίων και βρεφών, η υποστήριξη με τη παροχή κάθε μορφής βοήθειας και φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα, καθώς και σε άτομα με ειδικές ανάγκες συμπεριλαμβανομένης και της διευκόλυνσης για συμμετοχή σε πολιτιστικές, θρησκευτικές, ψυχαγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες ή και σε συμμετέχοντες σε προγράμματα αποκατάστασης ατόμων σε ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρία, που χαρακτηρίζονται από νοητική στέρηση (Σ.Υ.Δ.), οι αισθητικές φροντίδες (κομμωτική, περιποίηση προσώπου και σώματος), η περιποίηση ή νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων ή κατάκοιτων ατόμων και η βοήθεια σε άτομα με προβλήματα κινητικότητας (φυσικοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, συνοδεία εκτός οικίας). β) Οι απασχολούμενοι ως εργάτες γης σε εργασίες καλυπτόμενες από την ασφάλιση του ΟΓΑ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α').



2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, επιλύεται κάθε ζήτημα περί υπαγωγής ή εξαίρεσης συγκεκριμένης μορφής απασχόλησης ή παροχής υπηρεσιών στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.



3. Για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων από κάθε φυσικό πρόσωπο που δέχεται ή χρησιμοποιεί τις εργασίες ή υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν, τηρείται υποχρεωτικά η εξής διαδικασία: Από τους κατά περίπτωση αρμόδιους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκδίδεται ειδικό εργόσημο, υπό τύπο πολύπτυχης επιταγής, συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία περιλαμβάνεται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου και το ποσό της εισφοράς υπέρ του οικείου Φ.Κ.Α.. Τα εργόσημα δύναται να διατίθενται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα των Φ.Κ.Α., από τις συνεργαζόμενες με τους Φ.Κ.Α. τράπεζες και υποκαταστήματα αυτών, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με καταβολή του οικείου ποσού. Τα εργόσημα μεταβιβάζονται ονομαστικώς από τον εργοδότη στους εργαζόμενους της παραγράφου 1 ως καταβολή για την αμοιβή της παρασχεθείσας εργασίας και στη συνέχεια εξοφλούνται από τους προαναφερόμενους φορείς διαθέσεως με καταβολή του αντίστοιχου ποσού, αφού προηγουμένως έχουν παρακρατηθεί οι αναλογούσες εισφορές. Οι παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές και το καθαρό ποσό αναγράφονται στην πολύπτυχη επιταγή εκ των οποίων το ένα τμήμα φυλάσσεται από τον φορέα που εξοφλεί, το άλλο φυλάσσεται από τον εργοδότη. Στο τέλος κάθε έτους ο Φ.Κ.Α. στέλνει ετήσια συγκεντρωτική κατάσταση σε εργοδότη και εργαζόμενο.



4. Ο τύπος του εργοσήμου, τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία εργοδότη και εργαζόμενου, το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή, οι ασφαλιστικές εισφορές, τα τεχνικά χαρακτηριστικά διασφάλισης της γνησιότητας του εργοσήμου, της διαδικασίας που θα τηρηθεί για την είσπραξη και απόδοση των εισφορών στους οικείους Φ.Κ.Α., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ή στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων Διοικητικών Συμβουλίων των φορέων.



5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) όπως ισχύει, μετά την τροποποίηση από το άρθρο 2, παρ.1 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α') προστίθεται περίπτωση υπό στοιχείο ια' ως εξής:



«ια. Οι ετήσιες καταβληθείσες εισφορές εκπίπτουν κατά τα 2/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργοδότη και κατά το 1/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργαζομένου. Ως δικαιολογητικό για την εφαρμογή του παρόντος συνυποβάλλεται με την φορολογική δήλωση η ετήσια απολογιστική κατάσταση του Φ.Κ.Α. που έχει σταλεί στον εργοδότη.»



Άρθρο 21

Ασφάλιση σε ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΕΤΕΑΜ, ΟΕΚ



1. Οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου υπολογίζονται σε ποσοστό 20% και εμπεριέχονται στην αναγραφόμενη τιμή του εργοσή-μου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από εισήγηση των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων και μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Οι ανωτέρω εργαζόμενοι ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τους Κλάδους Σύνταξης και Ασθένειας, καθώς και στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και στον Ο.Ε.Κ.. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.



2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου για τους οποίους έχουν καταβληθεί εισφορές με το εργόσημο, δικαιώνονται διπλάσιες ημέρες ασφάλισης από όσες προκύπτουν από τη διαίρεση του ποσού των εισφορών με το ανά ημέρα ή μήνα εργασίας ποσό εισφοράς που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και δεν μπορούν να υπερβούν τις 30 ημέρες ασφάλισης ανά μήνα ή τις 360 ημέρες ασφάλισης κατά έτος.



3. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου σε περίπτωση που ασφαλίζονται με αμοιβή που υπολείπεται κατά μήνα του 25πλασίου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθένειας σε είδος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 150 ημέρες εργασίας, είτε κατά το προηγούμενο της ημέρας της ασθένειας ή της πιθανής ημέρας τοκετού ημερολογιακό έτος, είτε κατά το τελευταίο πριν την εν λόγω αναγγελία 15μηνο, μη συνυπολογιζόμενων των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο.



4. Κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση α' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου στον Κανονισμό του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του Ε.Τ.Ε.Α.Μ και του ΟΕΚ ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων.



5. Το άρθρο 26 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α') παύει να ισχύει σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα έναρξης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.



6. Οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαγόμενους στο ανωτέρω καθεστώς.



Άρθρο 22

Ασφάλιση στον ΟΓΑ



1. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση β' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΓΑ ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος.



2. Οι παρακρατούμενες εισφορές ορίζονται σε ποσοστό 10% επί της αξίας των καταβαλλομένων αμοιβών και καλύπτουν τη σύνταξη, την ασθένεια και τον Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας (ΛΑΕ). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του ΟΓΑ, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΓΑ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.



3. Οι ημέρες εργασίας των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση β' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται ανά έτος με βάση τις αμοιβές τους και προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των καταβληθεισών εντός του έτους αμοιβών δια του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. θεωρούνται δε ως πραγματοποιηθείσες κατά το μήνα εξόφλησης των εργοσήμων. Προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να τύχουν των παροχών ασθενείας και ΛΑΕ του ΟΓΑ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει 150 τουλάχιστον ημέρες εργασίας το τρέχον ημερολογιακό έτος ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο.



4. Ημέρες εργασίας άνω των 300 κατά έτος, που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα διάταξη, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν μεταφέρονται σε άλλο έτος.



5. Τα ανωτέρω πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει 150 ημέρες εργασίας και άνω κατ' έτος, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ για ολόκληρο το έτος. Για τους εργαζόμενους που έχουν πραγματοποιήσει ημέρες εργασίας λιγότερες των 150 κατ' έτος, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες, όπως αυτοί προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των ημερών εργασίας δια του 25. Υπόλοιπο ημερών εργασίας άνω των 12, ανά έτος, λογίζεται ως μήνας. Τα πρόσωπα αυτά κατατάσσονται για κάθε έτος απασχόλησής τους στην μεγαλύτερη δυνατή ασφαλιστική κατηγορία της παραγράφου1 του άρθρου 4 του ν. 2458/ 1997 (ΦΕΚ 15 Α'), της οποίας οι αναλογούσες εισφορές καλύπτονται από το σύνολο των καταβληθεισών εντός του έτους εισφορών.



6. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α') δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των προσώπων της παραγράφου1 περίπτωση β' του άρθρου 20 του παρόντος νόμου.



7. Η έναρξη πληρωμής των ανωτέρω προσώπων με εργόσημο, καθώς και κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των ανωτέρω προσώπων στον Κανονισμό του ΟΓΑ, ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ.



Άρθρο 23

Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων σε επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος-ακροάματος



Η διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και στους περιστασιακά απασχολουμένους στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος-ακροάματος. Οι παρακρατούμενες, στην περίπτωση αυτή, εισφορές εργοδότη και εργαζομένου, είναι εκείνες που αναλογούν κάθε φορά στην αμοιβή του προσωπικού αυτού, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις ή τις γενικές ή τις ειδικές ή τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι ασφαλιστικές διατάξεις που ισχύουν για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού διατηρούν την ισχύ τους.

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθορίζονται οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στην ρύθμιση αυτή.



Άρθρο 24

Κυρώσεις



Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και η μη πληρωμή με εργόσημο συνεπάγεται πρόστιμο ίσο με το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και επιβάλλεται από τον αντίστοιχο Φ.Κ.Α..

Οι διαδικασίες, που αφορούν τον έλεγχο από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και τους αρμόδιους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κατά περίπτωση.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΚΙΝΗΤΡΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ



Άρθρο 25

Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών



1. H παράγραφος 1 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«1. Το ποσό της σύνταξης, όσων συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον συμπληρώνουν άνω των 10.500 ημερών ασφάλισης και το 60ό έτος της ηλικίας τους, προσαυξάνεται για κάθε 300 ημέρες ασφάλισης, άνω των 10.500 και μέχρι 900 κατ' ανώτατο όριο, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο γινόμενο του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης κατάταξης, επί το ποσοστό που προκύπτει από τη διαφορά του πο­σοστού του πίνακα β' του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α'), όπως ισχύει, της ίδιας κλάσης και του ποσοστού 3,5%.

Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος δικαιούται και την πριμοδότηση που προβλέπεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 32 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α'), για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του ανωτέρω πίνακα β' της κλάσης κατάταξης και του 3,5%, δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό πριμοδότησης της ανωτέρω διάταξης.»



2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 51 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α'), τροποποιείται ως εξής:



«2. Το ποσό της σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 2,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους έως και του 37ου και κατά 3,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 37ου έτους μέχρι και του 40ού. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται και πέραν 80% των συνταξίμων αποδοχών της προηγούμενης παραγράφου. Από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εξαιρείται το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για το οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της νομοθεσίας του.»



3. Οι προσαυξήσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και η προσαύξηση που προβλέπεται από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2α του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), δεν ισχύουν για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 και εφεξής.



Άρθρο 26

Προγράμματα εθελουσίας εξόδου



1. Ο πλασματικός χρόνος που προβλέπεται σε προγράμματα επιχειρήσεων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α'), για εθελούσια αποχώρηση του προσωπικού τους, τα οποία καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δεν αναγνωρίζεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης.



2. Η εκ μέρους του εργοδότη παροχή οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως σε εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση, γνωστοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτής της παροχής στην αρμόδια ΔΟΥ του εργαζόμενου. Στην περίπτωση αυτή το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στο άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α').



3. Τροποποίηση του άρθρου αυτού προϋποθέτει προηγούμενη εκπόνηση σχετικής αναλογιστικής μελέτης από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης της Βουλής, στο βαθμό που ο Κανονισμός της Βουλής της απονέμει την αρμοδιότητα αυτή και γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ



Άρθρο 27

Εντάξεις στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ



1. Από 1.1.2013 ο κλάδος κύριας σύνταξης Ναυτικών του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) εντάσσεται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Για την ένταξή του συντάσσεται, έως 31.7.2011, ειδική οικονομική μελέτη που καταρτίζεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή (Ε.Α.Α.). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης των ήδη ασφαλισμένων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, καθώς και θέματα κάλυψης των ελλειμμάτων. Από της εντάξεως, οι νέοι εργαζόμενοι ασφαλίζονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. Με ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα περιουσίας, καθώς και η κατανομή μεταξύ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΝΑΤ του συνόλου των οργανικών θέσεων και του υπηρετούντος με οποιαδήποτε σχέση εργασίας προσωπικού.



2. Οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι, λειτουργοί και στρατιωτικοί, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας, και οι ιερείς και υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Οι ανωτέρω ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς, στους οποίους υπάγονται όσοι προσλαμβάνονται στις ανωτέρω υπηρεσίες και ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την 1.1.1993. Σε περίπτωση που για τα ανωτέρω πρόσωπα προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις των τομέων αυτού. Ειδικά για όσους από τους ανωτέρω έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.



Άρθρο 28

Οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια του Κλάδου Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ



Ο κλάδος Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που χορηγεί παροχές ασθένειας σε είδος και χρήμα, από 1.1.2011 λειτουργεί με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Οι πόροι, τα ασφαλιστέα πρόσωπα, ο τρόπος λειτουργίας, τα είδη παροχών και οι αρμοδιότητες των Υπηρεσιών του κλάδου εξακολουθούν να διέπονται από την κείμενη νομοθεσία που ισχύει για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ο τρόπος και τα ποσοστά διαχωρισμού της περιουσίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά κλάδο, τα ποσοστά στις δαπάνες διοίκησης και λειτουργίας του, ο τρόπος είσπραξης των εσόδων κατά κλάδο, καθώς και κάθε άλλο θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Οι έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου οικονομικές υποχρεώσεις του ΟΑΕΕ προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ περιέρχονται στον Κλάδο Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ο κλάδος Υγείας καταρτίζει ξεχωριστό ετήσιο Προϋπολογισμό και συντάσσει μέσα στις νόμιμες προθεσμίες αυτοτελή Ισολογισμό, ο οποίος υποβάλλεται με τους ισολογισμούς των άλλων κλάδων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για έγκριση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έως την 30η Ιουνίου κάθε έτους.



Άρθρο 29

Διάκριση των Κεντρικών Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ



1. Για τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών ασφάλισης και υγείας, οι Κεντρικές Υπηρεσίες του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εκσυγχρονίζονται, αναδιαρθρώνονται και διακρίνονται σε Υπηρεσίες Ασφάλισης και Υπηρεσίες Υγείας.



2. Οι Υπηρεσίες Ασφάλισης είναι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ.1 περ. α', β', γ', ε', στ', ζ' και θ' του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 - ΦΕΚ 127 Α'), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.



3. Οι Υπηρεσίες Υγείας είναι αυτές που συστήνονται με το άρθρο 30 του παρόντος νόμου και οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 περίπτωση η' του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 - ΦΕΚ 127 Α'), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.



4. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομοτεχνικών Υπηρεσιών, η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Ενημέρωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών, η Διεύθυνση Γραμματείας, η Νομική Υπηρεσία, το Τμήμα Τύπου και το Τμήμα Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων είναι υπηρεσίες κοινές και για τις Υπηρεσίες Ασφάλισης και για τις Υπηρεσίες Υγείας.



Άρθρο 30

Οργανωτική διάρθρωση των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας



1. Στις Κεντρικές Υπηρεσίες Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συστήνονται: α) Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας και β) Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, καταργούμενης της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσιών Υγείας του Ιδρύματος του άρθρου 2 παρ. 1 περ. δ' του π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 363/1992 (ΦΕΚ 184 Α').

Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας τους ορίζεται η 1.1.2011.



2. Η Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:

α) Διεύθυνση Οργάνωσης, Αξιολόγησης, Μελετών και Εφαρμογών, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Οργάνωσης

Τμήμα Μελετών και Παρακολούθησης Ποιότητας Υπηρεσιών

Τμήμα Αξιολόγησης και Παρακολούθησης Εφαρμογών

β) Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:

Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Ιατρικού Προσωπικού

Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Νοσηλευτικού και Λοιπού Υγειονομικού Προσωπικού

Τμήμα Μητρώου

Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων

Τμήμα Πειθαρχικών Υποθέσεων

γ) Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:

Τμήμα Προγραμματισμού και Εφαρμογών

Τμήμα Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού

Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων

δ) Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Αναπηρίας

Τμήμα Α' Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος

Τμήμα Β' Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας Τμήμα Αποκατάστασης

Το Τμήμα Β' Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος εδρεύει στη πόλη της Θεσσαλονίκης και λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία της Διεύθυνσης.

Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας καταργούνται οι προβλεπόμενες από το π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 363/1992 (ΦΕΚ 184 Α'), περιφερειακές υπηρεσίες: α) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Αθήνας και β) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Θεσσαλονίκης.



3. Η Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:

α) Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, με αρμοδιότητες την ανάλυση, αξιολόγηση και κοστολόγηση κάθε νέας παροχής υγείας που υιοθετείται από το Ίδρυμα καθώς και την παρακολούθηση και τον έλεγχο όλων των δαπανών υγείας στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Παρακολούθησης Δαπανών Υγείας Τμήμα Ελέγχου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Περίθαλψης Τμήμα Ελέγχου Φαρμακευτικής και Πρόσθετης Περίθαλψης

β) Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ- ΕΤΑΜ

Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Τμήμα Ιατρικής Φυσικής

γ) Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ-

ΕΤΑΜ Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας

δ) Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:

Τμήμα Προληπτικής Ιατρικής

Τμήμα Δευτερογενούς Πρόληψης

Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και Λοιπών Μορφών Φροντίδας

ε) Διεύθυνση Οδοντιατρικής

Τμήμα Οδοντιατρικής Περίθαλψης

Τμήμα Προληπτικής Οδοντιατρικής

στ) Διεύθυνση Φαρμακευτικής, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:

Τμήμα Φαρμακευτικής Αντίληψης

Τμήμα Συνταγογραφίας και Φαρμακευτικής Ενημέρωσης

Τμήμα Κεντρικού Φαρμακείου

Τμήμα Κεντρικής Μονάδας Επεξεργασίας Συνταγών (Κ.Μ.Ε.Σ.)

Τμήμα Γραμματείας:

Οι αρμοδιότητες των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας που συστήνονται με το παρόν άρθρο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την οργάνωση και λειτουργία τους, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.



4. Στη Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού με ειδίκευση στη Διαχείριση Υπηρεσιών Υγείας. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:

α) Στη Διεύθυνση Οργάνωσης, Αξιολόγησης, Μελετών και Εφαρμογών, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού.

Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

β) Στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.

Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

γ) Στη Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών με εξειδίκευση στο αντικείμενο.

Στα Τμήματα Προγραμματισμού και Εφαρμογών και Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Μηχανικών.

Στο Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με εξειδίκευση στη Βιοϊατρική Τεχνολογία ή ΤΕ Μηχανικών, ειδικότητας ιατρικών εφαρμογών.

δ) Στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών.

Στο Τμήμα Αναπηρίας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

Στα Τμήματα Α' Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος, Β' Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος και στο Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Ιατρών. Ειδικότερα για το Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας απαιτείται ο ιατρός να κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας.

Στο Τμήμα Αποκατάστασης, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού, ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.



5. Στη Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή Οδοντιάτρων. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:

α) Στη Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού με ειδικότητα Οικονομολόγου.

Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού.

β) Στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.

Στα Τμήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

Στο Τμήμα Ιατρικής Φυσικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Φυσικών Ιατρικής - Ακτινοφυσικών.

γ) Στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.

Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

δ) Στη Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών.

Στα Τμήματα Προληπτικής Ιατρικής και Δευτερογενούς Πρόληψης, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Ιατρών.

Στο Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και λοιπών Μορφών Φροντίδας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων και Κοινωνικής Εργασίας ειδικότητας Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΤΕ Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.

ε) Στη Διεύθυνση Οδοντιατρικής και στα Τμήματά της υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων.

στ) Στη Διεύθυνση Φαρμακευτικής και στα Τμήματά της, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών, εκτός του Τμήματος Γραμματείας, στο οποίο προΐσταται υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.



6. Οι διατάξεις του άρθρου 29 και του παρόντος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 - ΦΕΚ 127 Α'), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και τροποποιούνται εφεξής με τη διαδικασία που ισχύει για την τροποποίηση του Οργανισμού του Ιδρύματος.



Άρθρο 31

Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας



1. Για τη διαμόρφωση ενιαίου πλαισίου παροχής υπηρεσιών υγείας στον πληθυσμό της χώρας οι μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας του ΕΣΥ, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Οίκου Ναύτη, εντάσσονται και λειτουργούν σε ενιαίο πλαίσιο.



2. Α. Για την ομαλή μετάβαση στο Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας συστήνεται στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Συμβούλιο Συντονισμού, το οποίο αποτελείται από:

α) Τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο

β) Τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης

γ) Τον Γενικό Γραμματέα Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

δ) Τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

ε) Τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης

στ) Τον Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αναπληρωτή του, τον Υποδιοικητή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σε θέματα υγείας

ζ) Έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από τη Γ.Σ.Ε.Ε.

η) Έναν (1) εκπρόσωπο των υπαλλήλων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από την ΑΔΕΔΥ

θ) Έναν (1) εκπρόσωπο του ΚΕΣΥ με τον αναπληρωτή του

Β. Τα μέλη του Συμβουλίου με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, ο εισηγητής και οι γραμματείς υποστήριξης του Συμβουλίου διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.

Γ. Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για:

α) τον καθορισμό των όρων λειτουργίας και συνεργασίας των συμμετεχόντων με τις δομές τους μονάδων ΕΣΥ και Φ.Κ.Α.

β) τον καθορισμό του είδους και της κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών από αυτούς

γ) τον επιμερισμό των λειτουργικών εξόδων και των δαπανών περίθαλψης μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων

δ) τα θέματα μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των ως άνω μονάδων και

ε) τα θέματα διοίκησης, μεταφοράς προσωπικού και μισθολογικής και βαθμολογικής τακτοποίησης αυτού.

Δ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου που αφορούν τα θέματα των περιπτώσεων α', β' και γ' υλοποιούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδονται εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από της σύστασής του. Τα λοιπά θέματα ρυθμίζονται νομοθετικά.



3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, επιλέγονται διοικητικές περιφέρειες της χώρας για την έναρξη της πιλοτικής εφαρμογής των ανωτέρω.



4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται μετά από γνώμη των διοικήσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΟΠΑΔ, εναρμονίζονται μεταξύ τους οι κανόνες που καθορίζουν το καθεστώς παροχών υγειονομικής περίθαλψης των ατόμων που πάσχουν από διαβήτη.



Άρθρο 32

Σύμπραξη Φ.Κ.Α. για παροχές υγείας



1. Το δεύτερο κλιμάκιο του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας (Σ.Κ.Α.), το οποίο συστάθηκε με την περίπτωση Β της παραγράφου 7 του άρθρου 23 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α') και λειτουργεί στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετονομάζεται σε Συντονιστικό Συμβούλιο Παροχών Υγείας (ΣΥ.Σ.Π.Υ.).

Το Συμβούλιο αποτελείται από:

α) το Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του,

β) τους Διοικητές ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, ΟΓΑ και Ο.Α.Ε.Ε. και τους Προέδρους Ο.Π.Α.Δ., Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., με αναπληρωτές τους, τους αρμόδιους Γενικούς Διευθυντές των παραπάνω Φορέων,

γ) το Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ, με αναπληρωτή του ένα Διευθυντή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ,

δ) το Νομικό Σύμβουλο της Γ.Γ.Κ.Α., με αναπληρωτή του τον αρχαιότερο Πάρεδρο της Γ.Γ.Κ.Α.,

ε) έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από τη Γ.Σ.Ε.Ε. και

στ) έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών, με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από το Σ.Ε.Β., τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. και την Ε.Σ.Ε.Ε..

Ως εισηγητής ορίζεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α, με αναπληρωτή του Τμηματάρχη της ίδιας Διεύθυνσης.

Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της παραπάνω Διεύθυνσης, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση διορισμού των μελών.



2. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Παροχών Υγείας αποφασίζει για:

α) Το σχεδιασμό ενιαίων κανόνων αγοράς υπηρεσιών υγείας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για λογαριασμό των ασφαλιστικών οργανισμών και του ΟΠΑΔ.

β) Τον καθορισμό των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και ΟΠΑΔ με όλους τους παρόχους υγείας.

γ) Την αναθεώρηση και τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όποτε αυτό απαιτείται.

δ) Το ύψος της αποζημίωσης από τους ΦΚΑ και τον ΟΠΑΔ των υλικών, των πρόσθετων ειδών και των υλικών για χειρουργικές επεμβάσεις.

ε) Τη μέτρηση ποιότητας και κόστους των υπηρεσιών υγείας από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου κοινοποιούνται από τον Πρόεδρο αυτού σε όλους τους συμμετέχοντες Φορείς και είναι δεσμευτικές για αυτούς.



3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών.

Το Συμβούλιο συνεδριάζει όσες φορές παρίσταται ανάγκη προς τούτο.

Για τον τρόπο λειτουργίας του εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.



4. Οι αρμοδιότητες του υφιστάμενου, έως τη δημοσίευση του παρόντος δευτέρου κλιμακίου του Σ.Κ.Α. ασκούνται από το πρώτο κλιμάκιο, το οποίο μετονομάζεται σε Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας (Σ.Κ.Α.).

Μετά την κατάργηση του δευτέρου κλιμακίου του Σ.Κ.Α., οι υπάλληλοι της Γ.Γ.Κ.Α. διορίζονται ως μέλη στα Διοικητικά Συμβούλια των ασφαλιστικών οργανισμών χωρίς διαδικασία επιλογής. Για τους ίδιους υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας και για τη συμμετοχή τους ως μελών στα Δ.Σ. και τις Διοικούσες των ΦΚΑ απαιτείται η προϋπόθεση πενταετούς υπηρεσίας στη Γ.Γ.Κ.Α. καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.



5. Το στοιχείο ε' της περίπτωσης Α της παραγράφου 7 του άρθρου 23 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α') αντικαθίσταται ως εξής: «Τον αρμόδιο για κάθε θέμα Γενικό Διευθυντή της Γ.Γ.Κ.Α., που αναπληρώνεται από Διευθυντή της Γ.Γ.Κ.Α.»



6. Α. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γ.Γ.Κ.Α.) συστήνεται Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια να γνωματεύει επί θεμάτων νοσηλείας στο εξωτερικό ασθενών ασφαλισμένων ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α..

Η Ειδική αυτή Επιτροπή είναι τριμελής και απαρτίζεται από:

α) τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως Πρόεδρο με αναπληρωτή του τον Γενικό Διευθυντή Κοινωνικής Ασφάλισης,

β) ένα (1) Μέλος Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού Ιατρικής Σχολής ενός εκ των Πανεπιστημίων της Χώρας, με τον αναπληρωτή του και

γ) έναν (1) ιατρό - Πρόεδρο της Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής Αθήνας (τρία κλιμάκια), με τον αναπληρωτή του.

Εφόσον η επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, δύναται να συμμετέχει ιατρός της ειδικότητας της πάθησης του εξεταζόμενου ασφαλισμένου.

Β. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Δευτεροβάθμιας Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.

Τα θέματα που εισάγονται στην επιτροπή εισηγούνται εκπρόσωποι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ως εισηγητές.

Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Διεύθυνσης Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α., που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον πρόεδρο της Επιτροπής.

Γ. Η Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή είναι αρμόδια για την:

α) γνωμοδότηση ύστερα από ένσταση κατά απορριπτικών αποφάσεων των ειδικών υγειονομικών επιτροπών, που έχουν συσταθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 217 Α') για τη νοσηλεία στο εξωτερικό των ασφαλισμένων όλων των κλάδων ασθένειας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α.,

β) παροχή προτάσεων συμβουλευτικού χαρακτήρα προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επί θεμάτων νοσηλείας στο εξωτερικό σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τον κοινοτικό κανονισμό (1408/1971 και 574/1972).

Δ. Δικαίωμα ένστασης στην Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή έχει αφενός ο ασφαλισμένος μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης σε αυτόν της απόφασης της ειδικής υγειονομικής επιτροπής (ΕΥΕΕ) από τον ασφαλιστικό του φορέα και αφετέρου ο αρμόδιος Διευθυντής του φορέα εντός της ίδιας προθεσμίας.

Αποφάσεις ειδικών υγειονομικών επιτροπών για τις οποίες έχουν υποβληθεί ενστάσεις και μέχρι τη γνωμοδότηση της Δευτεροβάθμιας Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής δεν εξετάζονται από τα αρμόδια όργανα του φορέα.

Ο τρόπος λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής, ο αριθμός των συνεδριάσεων κατά μήνα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.



Άρθρο 33

Μικτά κλιμάκια για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής



1. Στην περίπτωση γ' του άρθρου 9 του π.δ. 213/1992 (ΦΕΚ 102 Α'), στο Τμήμα Εποπτείας και Καταγγελιών Διαχείρισης της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προστίθενται αρμοδιότητες ως εξής:

α) Ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός και η συγκρότηση των μικτών κλιμακίων ελέγχου επιχειρήσεων για έσοδα και ανασφάλιστη εργασία στις επιχειρήσεις γενικά.

β) Η εποπτεία και ο συντονισμός των ενεργειών των εν λόγω κλιμακίων.

γ) Η διαμόρφωση των επί μέρους επιχειρησιακών προγραμμάτων για την υλοποίηση των γενικών και ειδικών σχεδίων δράσης που καθορίζονται από τις Διοικήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.



2. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α. έχει την αρμοδιότητα για τη συγκρότηση των μικτών κλιμακίων, αποτελουμένων από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α. και από υπαλλήλους των ΦΚΑ, πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υπηρετούν στις Διευθύνσεις Επιθεώρησης και στα Τμήματα Εσόδων αυτών, σε συνεργασία με τους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων Επιθεώρησης των ΦΚΑ. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δύναται να συμμετέχουν και στα μικτά κλιμάκια της παραγράφου 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο εν λόγω άρθρο.



3. Τα μικτά κλιμάκια διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στις κάθε είδους επιχειρήσεις που λειτουργούν σε όλη την επικράτεια για τη διαπίστωση των απασχολουμένων και μη ασφαλισμένων στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τον εντοπισμό της εισφοροδιαφυγής γενικότερα, είτε μετά από προγραμματισμένη εντολή, είτε μετά από υπηρεσιακή αναφορά, είτε μετά από καταγγελία. Ένας υπάλληλος της Διεύθυνσης Επιθεώρησης, από τα μέλη κάθε μικτού κλιμακίου ορίζεται με την εντολή ελέγχου ως υπεύθυνος κλιμακίου.



4. Οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενεργούν και ως ανακριτικοί υπάλληλοι, έχουν πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης και λαμβάνουν γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε είδους σχετικού με το διενεργούμενο έλεγχο στοιχείου της επιχείρησης χρήσιμου για την άσκηση του έργου τους. Η δαπάνη για τη μετακίνηση των υπαλλήλων των ΦΚΑ θα βαρύνει την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν.



5. Τα προγράμματα εργασίας των μικτών κλιμακίων διαμορφώνονται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης με χρονική διάρκεια ενός μηνός και κοινοποιούνται στους υπαλλήλους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου.



6. Στον εμποδίζοντα την είσοδο των υπαλλήλων των μικτών κλιμακίων στους τόπους εργασίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως και στον υπόχρεο προς παροχή στοιχείων ή πληροφοριών εργοδότη, διευθυντή της επιχείρησης ή εκπρόσωπο ή υπάλληλο, που αρνείται την παροχή των στοιχείων και πληροφοριών ή παρέχει ψευδείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ έως 15.000 ευρώ που εκδίδεται με σχετικό παραστατικό από τους αρμόδιους ΦΚΑ κατόπιν εγγράφου εντολής των ελεγκτών των μικτών κλιμακίων και μετά από πρόσκλησή τους για παροχή εξηγήσεων.

Για τους εργοδότες που με οποιονδήποτε τρόπο παραβαίνουν τις διατάξεις της περ. γ' της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 επιβάλλονται, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου οργάνου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, εκτός των άλλων διοικητικών κυρώσεων, και τα παραπάνω προβλεπόμενα αυτοτελή διοικητικά πρόστιμα.

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προσδιορίζονται τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται το ύψος του προστίμου.



7. Τα μικτά κλιμάκια κατά τη διάρκεια του ελέγχου συντάσσουν ειδικό Έντυπο Ελέγχου, το οποίο υπογράφεται από τον υπεύθυνο του μικτού κλιμακίου και τον ελεγχόμενο. Τα σχετικά Έντυπα Ελέγχου σχεδιάζονται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α.. Αντίγραφο του Εντύπου Ελέγχου διαβιβάζεται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης στις αρμόδιες υπηρεσίες των ΦΚΑ, οι οποίες εντός μηνός πρέπει να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη λήψη μέτρων, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, με άμεση κοινοποίησή τους στη Διεύθυνση Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α..



8. Η Διεύθυνση Επιθεώρησης και οι αρμόδιες υπηρεσίες των ΦΚΑ ασκούν ελέγχους παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτούς που διενεργούν τα μικτά κλιμάκια.



9. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66 Α'), έχουν ανάλογη εφαρμογή για τους συμμετέχοντες στα μικτά κλιμάκια του παρόντος άρθρου.



10. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 19 Α'), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου δέκατου του ν. 3607/2007 (ΦΕΚ 245 Α'), αντικαθίσταται ως εξής:



«Σε περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή στα μικτά κλιμάκια ιατρών ή φαρμακοποιών, αυτή θα είναι υποχρεωτική με ευθύνη της Διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα στον οποίο υπηρετούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατό να διεξάγονται με απόφαση της Διοίκησης του φορέα συμπληρωματικοί έλεγχοι και από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.»



Άρθρο 34

Σύσταση Κέντρου Πληροφόρησης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.)



1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συστήνεται Κέντρο

Πληροφόρησης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.) σε επίπεδο Αυτοτελούς Τμήματος, το οποίο υπάγεται απευθείας στην Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του καθορίζεται η 1.1.2011.



2. Έργο του Κ.Π.Α.Σ. είναι:

α. Η παροχή πληροφοριών και η σωστή ενημέρωση των ασφαλισμένων σχετικά με τα δικαιώματα και τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους σε θέματα αρμοδιότητας της Γ.Γ.Κ.Α..

β. Η κατεύθυνση των ασφαλισμένων στις αρμόδιες για την υπόθεσή τους υπηρεσίες.

γ. Η διερεύνηση των παραπόνων των συναλλασσόμενων με τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Κ.Α. και των Φ.Κ.Α., η υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της λειτουργίας τους και την απλούστευση διαδικασιών.

δ. Η διασύνδεση και η συνεργασία με τις οργανικές μονάδες των Φ.Κ.Α. που έχουν ως αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του πολίτη.

ε. Η διασύνδεση και η συνεργασία με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) σε θέματα ασφάλισης και παροχών.

στ. Η ηλεκτρονική διασύνδεση με τα υφιστάμενα και μελλοντικά Πληροφοριακά Συστήματα των Φ.Κ.Α. και των Κ.Ε.Π. για την άντληση των απαραίτητων πληροφοριών και την υποστήριξη του έργου του.

ζ. Η συνεχής παρακολούθηση των αλλαγών που επέρχονται σε θέματα ασφάλισης, παροχών και υγείας, αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α..

η. Η παραλαβή αιτήσεων ασφαλισμένων για την έκδοση προσωρινών συνταξιοδοτικών πράξεων.

Οι παραπάνω διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Οργανισμού της Γ.Γ.Κ.Α. (π.δ.213/1992, ΦΕΚ 102 Α'), όπως ισχύει.



3. Το Κ.Π.Α.Σ. στελεχώνεται με διοικητικό προσωπικό της Γ.Γ.Κ.Α. και των Φ.Κ.Α., το οποίο αποσπάται από τους φορείς με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς χρονικό περιορισμό κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Οι εν λόγω υπάλληλοι προέρχονται από διάφορες κατηγορίες και κλάδους με γνωστικό αντικείμενο σχετικό με το έργο του Κ.Π.Α.Σ. και μοριοδοτούνται με 5 μόρια επιπλέον, όπως αυτά καθορίζονται στο ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 510 Α'), για κάθε έτος υπηρεσίας τους στο Κ.Π.Α.Σ. και έως 300 μόρια, για την επιλογή τους ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων. Του Κ.Π.Α.Σ. προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης.

Το Κ.Π.Α.Σ. στεγάζεται σε χώρο προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία.



4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δυνατή η τροποποίηση ή συμπλήρωση των ως άνω περιγραφόμενων αρμοδιοτήτων.



Άρθρο 35

Ενιαίο σύστημα ελέγχου συντάξεων



1. Δημιουργείται, έως 31.10.2010, ενιαίο σύστημα ελέγχου καταβολής των συντάξεων. Αρμόδιος φορέας για τη λειτουργία του συστήματος αυτού ορίζεται η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ ΑΕ.). Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εποπτείας Υπουργείων Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εθνικής Άμυνας και το Δημόσιο, υποχρεούνται να αποστέλλουν στην ΗΔΙΚΑ ΑΕ, σε ηλεκτρονική μορφή, αρχείο πληρωμών συντάξεων, στο οποίο περιέχονται αναλυτικά και ανά συνταξιούχο τα ποσά των συντάξεων που καταβάλλει ο κάθε φορέας.



2. Η ΗΔΙΚΑ ΑΕ υποχρεούται στην ανάπτυξη διοικητικού και πληροφοριακού συστήματος, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έλεγχος διασταύρωσης καταβολής των συντάξεων στους δικαιούχους. Ο έλεγχος περιλαμβάνει διασταυρώσεις στοιχείων με βάση τον ΑΜΚΑ ή με χρήση κάθε άλλου πρόσφορου αριθμού ταυτοποίησης, χρήση αρχείων από άλλες υπηρεσίες, καθώς και κατά περίπτωση συνεργασία με τις διευθύνσεις πληροφορικής των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης για θέματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο. Η διενέργεια του ελέγχου γίνεται από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, στο χώρο της ΗΔΙΚΑ ΑΕ, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.



3. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο προκύπτει για ασφαλισμένο ή συνταξιούχο η μη τήρηση του νομοθετικού πλαισίου και του συνόλου των κριτηρίων που έχουν τεθεί για τους σχετικούς ελέγχους, η ΗΔΙΚΑ Α.Ε. ενημερώνει σχετικά τους αρμόδιους φορείς για περαιτέρω ενέργειες.



Άρθρο 36

Παρακολούθηση αναγκαστικής είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης



1. Ο χειρισμός των θεμάτων που αφορούν στην παρακολούθηση της αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων από καθυστερούμενες εισφορές και τη λήψη κάθε αναγκαστικού μέτρου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Φ.Κ.Α. σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία αυτών. Εξαιρείται το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., στις υπηρεσίες του οποίου εφαρμόζεται ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο οφειλετών.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σχετικές υπηρεσίες στους Φ.Κ.Α. ή οι υφιστάμενες αδυνατούν ή καθυστερούν υπέρμετρα την παρακολούθηση της αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων από καθυστερούμενες εισφορές και τη λήψη κάθε αναγκαστικού μέτρου, δύνανται μετά από απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων τους να αναθέτουν τη διεκπεραίωση των εν λόγω υποθέσεων σε άλλους Φ.Κ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ..



2. Για τη διαδικασία ανάθεσης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α').



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ



Άρθρο 37

Χρηματοδότηση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης



Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010).

Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΝΑΤ, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενημερώνει τη Βουλή των Ελλήνων, ανά εξάμηνο για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και γενικότερα του ασφαλιστικού συστήματος.



Άρθρο 38

Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων



1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α').

Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α..



2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, ΝΑΤ και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής:

α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3%

β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4%

γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5%

δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6%

ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7%

στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8%

ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9%

η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%



3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €).

β. Στο ποσό της σύνταξης συμπεριλαμβάνεται η ειδική προσαύξηση που καταβάλλεται από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, καθώς και η χορηγούμενη προσαύξηση από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ) στους μονοσυνταξιούχους του Τομέα.

γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α'), όπως ισχύει.

δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων της μίας κύριας σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Το Κέντρο Ελέγχου της Η.Δ.ΙΚΑ Α.Ε. ενημερώνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο για το ποσό της παρακράτησης. Η παρακράτηση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.

ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου 2 λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα.



4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του ΝΑΤ και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα.



5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος.



6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α..

Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης.



7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών.



Άρθρο 39

Λογιστικός διαχωρισμός προνοιακών - ασφαλιστικών παροχών



1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα.



2. Για την τήρησή τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού- Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ' ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων.



3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α') όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό - Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς.



Άρθρο 40

Συναλλαγές μέσω τραπεζικού συστήματος



1. Από 1.1.2011 η καταβολή των συντάξεων του συνόλου των παροχών, των αποδοχών των υπαλλήλων και των λοιπών πληρωμών των Ασφαλιστικών Φορέων διενεργείται υποχρεωτικά με πίστωση λογαριασμών πληρωμών τράπεζας ή ΕΛ.ΤΑ., με δικαίωμα επιλογής από τον δικαιούχο. Επίσης, από 1.1.2011 η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών διενεργείται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικού συστήματος ή ΕΛ.ΤΑ..



2. Από 1.7.2011 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται από τους εργοδότες ταυτόχρονα και συνολικά με τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών σε τράπεζα και μεταφέρονται και αποδίδονται από αυτή στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο, αντίστοιχα. Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεη επιχείρηση υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Οι συμβαλλόμενες τράπεζες δεν θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται μόνο για τυχόν λάθη από δική τους υπαιτιότητα.

Η όλη διαδικασία, τα χρονικά πλαίσια, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.



Άρθρο 41

Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης



1. Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του ν.1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α') υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α'), καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων.



2. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις πτωχευτικές διανομές που διενεργούνται κατά τις διατάξεις του ν.3588/ 2007 (ΦΕΚ 153 Α').



3. Η διάταξη της παραγράφου 6 στοιχείο γ' του άρθρου 4 του ν. 3808/2009 (ΦΕΚ 237 Α') εφαρμόζεται αναλόγως και στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και καταλαμβάνει τις πτωχεύσεις που κηρύχθηκαν ή κηρύσσονται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ 153 Α').



4. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α') εφαρμόζεται αναλόγως σε όλους τους πίνακες που συντάσσουν οι σύνδικοι πτωχεύσεως κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ 153 Α') και αφορούν όλους τους οργανισμούς και φορείς κοινωνικής ασφάλισης οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α').



5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου.



Άρθρο 42

Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας



Από 1.1.2011 πόρο του κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. αποτελεί ποσοστό των συνεισπραττόμενων εισφορών κλάδων και λογαριασμών του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας - Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Το ύψος του ποσοστού ανέρχεται στο 10% των συ-νεισπραττόμενων εισφορών για το έτος 2011, 20% για το έτος 2012 και 30% για τα επόμενα έτη και για κάθε Οργανισμό. Τα ποσά των συνεισπραττόμενων αποδίδονται απο το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. στους παραπάνω Οργανισμούς μειωμένα κατά τα ανωτέρω ποσοστά.



Άρθρο 43

Οικοδομοτεχνικά έργα



Τα εδάφια β', γ' και δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α') που είχαν προστεθεί με το άρθρο 23 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α') αντικαθίστανται ως εξής:



«...Για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες οι εισφορές που καταβάλλονται κατ' ελάχιστον, υπολογίζονται με βάση τις ημέρες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, όπως οι ημέρες αυτές προσδιορίζονται από τον Κανονισμό που προβλέπει η περίοδος α' του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 21 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α').

Κατά την εκκαθάριση του λογαριασμού εισφορών ιδιωτικών οικοδομικών έργων, που διενεργείται σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις, εφόσον δεν προκύψει λόγος μείωσης των ημερών εργασίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω, τότε αυτές λογίζονται ότι έχουν σε κάθε περίπτωση πραγματοποιηθεί, έστω και εάν δεν συναρτώνται με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων και οι εισφορές που αναλογούν σε αυτές καθίστανται απαιτητές και καταλογίζονται από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ..

Η διαφορά μεταξύ των δηλωθεισών από τον υπόχρεο εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών και αυτών που καταλογίσθηκαν σε βάρος τούτου ως κατ' ελάχιστον οφειλόμενες, σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμψηφίζεται με εισφορές για ασφαλιστική τακτοποίηση συγκεκριμένου προσώπου, εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι αυτό απασχολήθηκε στις εργασίες για τις οποίες εχώρησε ο κατά τα άνω καταλογισμός ελαχίστων εισφορών, χωρίς να έχει ασφαλισθεί στον υπόχρεο εργοδότη.

Για κάθε υπολογισμό ελαχίστων καταβλητέων εισφορών που έγινε από 1.1.1993 όπως για οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες που εκτελέστηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία έως και την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν δηλώθηκε απασχόληση ισχύουν οι παρούσες διατάξεις.»