Pages

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

ΝΟΜΟΣ 3875 2010 (Β΄μέρος)

Αρθρο 12

Ασφάλεια και έλεγχος εγγράφων

1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, στα πλαίσια των δυνατοτήτων
του:

(α) Για να διασφαλίσει ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα δελτία ταυτότητας
που εκδίδει είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μην μπορεί εύκολα να γίνει
παράνομη χρήση τους και να μην μπορούν εύκολα να πλαστογραφηθούν, νοθευτούν,
αναπαραχθούν ή εκδοθούν παράνομα, και

(β) Για να διασφαλίσει την ακεραιότητα και ασφάλεια των ταξιδιωτικών
εγγράφων και δελτίων ταυτότητας, που εκδίδονται από το Κράτος Μέρος ή για
λογαριασμό του και για να εμποδίσει την παράνομη δημιουργία, έκδοση και χρήση
τους.

Αρθρο 13

Νομιμότητα και εγκυρότητα των εγγράφων

Μετά από αίτημα άλλου Κράτους Μέρους, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με το
εσωτερικό του δίκαιο, επαληθεύει, μέσα σε εύλογο χρόνο, τη νομιμότητα και
εγκυρότητα των ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδόθηκαν ή
φέρονται ότι εκδόθηκαν στο όνομα του και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνται
για τη διακίνηση προσώπων.

IV. Τελικές διατάξεις

Αρθρο 14

Ρήτρα επιφύλαξης

1. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου τούτου δεν θίγει τα δικαιώματα, τις
υποχρεώσεις και ευθύνες των Κρατών και των ατόμων σύμφωνα με το διεθνές
δίκαιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το
διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα, όπου εφαρμόζονται, η
Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 σχετικά με το Καθεστώς των
Προσφύγων και την αρχή της μη επιστροφής, όπως περιέχεται σ’ αυτά.

2. Τα μέτρα που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο τούτο ερμηνεύονται και
εφαρμόζονται κατά τρόπον, ώστε να μη γίνονται διακρίσεις σε πρόσωπα, για το
λόγο ότι αποτελούν θύματα διακίνησης προσώπων. Η ερμηνεία και εφαρμογή των
μέτρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές της
μη διάκρισης.

Αρθρο 15

Επίλυση διαφορών

1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις διαφορές που αφορούν την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με
διαπραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από
αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία
υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνατούν να
συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να
παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με
το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης,
αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν
δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν
δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους
που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με την παράγραφο
3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς
το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Αρθρο 16

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κράτη για υπογραφή από 12
έως 15 Δεκεμβρίου 2000 στο Παλέρμο της Ιταλίας και, μετέπειτα, στην έδρα των
Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη έως 12 Δεκεμβρίου 2002.

2. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς
οργανισμούς οικονομικής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα
Κράτος μέλος του εν λόγω οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την
παράγραφο 1 του άρθρου τούτου.

3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των
Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να
καταθέσει το έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον τουλάχιστον ένα
από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής
ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητάς του
σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος
οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική
μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

4. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό για προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου τουλάχιστον ένα
Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγραφα προσχώρησης
κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της
προσχώρησής του ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να
δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από
το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον
θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

Αρθρο 17

Θέση σε ισχύ

1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία
κατάθεσης του τεσσαρακοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της
Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα
που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης που
επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση
του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε
ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος
ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο
τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποιαδήποτε από
αυτές είναι μεταγενέστερη.

Αρθρο 18

Τροποποίηση

1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε
Κράτος Μέρος του Πρωτοκόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την
καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα
διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη
των Μερών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα
Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν
κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν
όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως
έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο
τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν
στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που
εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου
τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι
Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα
ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την
ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτική για τα Κράτη Μέρη
που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη
εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από
όσες άλλες προηγούμενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.

Αρθρο 19

Καταγγελία

1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο με γραπτή
γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή
έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό
Γραμματέα.

2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης παύει να είναι Μέρος
του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

Αρθρο 20

Θεματοφύλακας και γλώσσες

1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζεται θεματοφύλακας του
Πρωτοκόλλου αυτού.

2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική,
Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου
αυθεντικά, θα κατα τεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως
εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν
το Πρωτόκολλο αυτό.

II

Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και
τον Αέρα, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος

Προοίμιο

Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου τούτου,

Δηλώνοντας ότι η αποτελεσματική δράση για την καταπολέμηση της λαθραίας
διακίνησης μεταναστών από γη, θάλασσα και αέρα απαιτεί συνολική διεθνή
προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα
κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικοοικονομικών μέτρων σε
εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο,

Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 54/212 από 22 Δεκεμβρίου
1999, με την οποία η Συνέλευση κάλεσε τα Κράτη Μέλη και το σύστημα των
Ηνωμένων Εθνών να ενδυναμώσουν τη διεθνή συνεργασία στον τομέα της διεθνούς
μετανάστευσης και ανάπτυξης για να αντιμετωπιστούν οι ριζικές αιτίες της
μετανάστευσης, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με τη φτώχεια, και να
μεγιστοποιηθούν τα οφέλη της διεθνούς μετανάστευσης στους ενδιαφερόμενους,
και ενθάρρυνε, όπου άρμοζε, τους διαπεριφερειακούς, περιφερειακούς και
υποπεριφερειακούς μηχανισμούς να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της
μετανάστευσης και ανάπτυξης.

Πεπεισμένα για την ανάγκη παροχής ανθρώπινης μεταχείρισης και πλήρους
προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών,

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, παρά το έργο που έχουν πραγματοποιήσει
άλλα διεθνή φόρα, δεν υπάρχει καμιά παγκόσμια νομική πράξη που ασχολείται με
όλες τις πτυχές της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και άλλα σχετικά ζητήματα,

Ανησυχώντας για τη σημαντική αύξηση των δραστηριοτήτων οργανωμένων
εγκληματικών ομάδων, για τη λαθραία διακίνηση μεταναστών και άλλες σχετικές
εγκληματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο τούτο, που
βλάπτουν σοβαρά τα ενδιαφερόμενα Κράτη,

Ανησυχώντας επίσης ότι η λαθραία διακίνηση μεταναστών μπορεί να θέσει σε
κίνδυνο τη ζωή ή την ασφάλεια των μεταναστών,

Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου
1998, με την οποία η Συνέλευση αποφάσισε να δημιουργήσει ανοικτή
διακυβερνητική ειδική επιτροπή για να επεξεργαστεί μια πλήρη διεθνή σύμβαση
κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και για να συζητήσει την
επεξεργασία, μεταξύ άλλων, μιας διεθνούς νομικής πράξης που θα ασχολείται με
την παράνομη διακίνηση και μεταφορά μεταναστών, και δια θαλάσσης,

Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος με μια παγκόσμια νομική πράξη κατά της λαθραίας
διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα θα είναι χρήσιμη για
την καταπολέμηση του εγκλήματος αυτού,

Συμφώνησαν τα εξής:

Ι. Γενικές διατάξεις

Αρθρο 1

Σχέση με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου
εγκλήματος.

1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ερμηνεύεται μαζί με τη Σύμβαση.

2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται mutatis mutandis στο Πρωτόκολλο,
αν δεν προβλέπεται διαφορετικά σ’ αυτό.

3. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου,
θεωρούνται ως αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση.

Αρθρο 2

Δήλωση σκοπού

Σκοπός του Πρωτοκόλλου τούτου είναι η πρόληψη και καταπολέμηση της λαθραίας
διακίνησης μεταναστών και η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών
για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, ενώ θα προστατεύονται και τα δικαιώματα
των λαθραία μεταφερόμενων μεταναστών.

Αρθρο 3

Χρήση όρων

1. Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου τούτου:

(α) “Λαθραία διακίνηση μεταναστών” σημαίνει την επίτευξη της παράνομης
εισόδου ενός προσώπου σε ένα Κράτος Μέρος, του οποίου το πρόσωπο αυτό δεν
είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος, με το σκοπό απόκτησης, αμέσως ή εμμέσως,
ενός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.

(β) “Παράνομη είσοδος” σημαίνει τη διέλευση των συνόρων χωρίς συμμόρφωση
προς
τις απαραίτητες προϋποθέσεις νόμιμης εισόδου στο Κράτος υποδοχής.

(γ) “Ψευδές ταξιδιωτικό έγγραφο ή δελτίο ταυτότητας” σημαίνει κάθε
ταξιδιωτικό έγγραφο ή δελτίο ταυτότητας:

(i) Που έχει καταρτισθεί πλαστό ή έχει νοθευτεί κατά υλικό τρόπο από
οποιονδήποτε άλλον, εκτός από το πρόσωπο ή την υπηρεσία που έχει αρμοδιότητα
να καταρτίζει ή να εκδίδει το ταξιδιωτικό έγγραφο ή το δελτίο ταυτότητας στο
όνομα του Κράτους.

(ii) Που έχει εκδοθεί αντικανονικά ή αποκτήθηκε με ψευδή δήλωση, δωροδοκία ή
εξαναγκασμό ή άλλο παράνομο τρόπο.

(iii) Που έχει χρησιμοποιηθεί από άλλο πρόσωπο εκτός από το νόμιμο κάτοχο.

(δ) “Πλοίο” σημαίνει κάθε τύπο θαλάσσιου σκάφους, στα οποία περιλαμβάνονται
και αυτά που δεν έχουν εκτόπισμα, καθώς και τα υδροπλάνα, που
χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα μεταφοράς στο νερό,
εκτός από τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού ή άλλα
πλοία που ανήκουν ή χρησιμοποιούνται από Κυβέρνηση, έστω και προσωρινά, μόνο
για μη εμπορική υπηρεσία.

Αρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτό, για την
πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με το
άρθρο 6 αυτού, εφόσον τα εν λόγω αδικήματα είναι διεθνικά ως προς τη φύση και
εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα, καθώς επίσης για την προστασία των
δικαιωμάτων των προσώπων που αποτέλεσαν αντικείμενο τέτοιων αδικημάτων.

Αρθρο 5

Ποινική ευθύνη των μεταναστών

Οι μετανάστες δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη δυνάμει του Πρωτοκόλλου
τούτου, για το γεγονός ότι αποτέλεσαν αντικείμενο των πράξεων που αναφέρονται
στο άρθρο 6.

Αρθρο 6

Ποινικοποίηση

1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι
αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση
και για να αποκτηθεί άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος:

(α) Η λαθραία διακίνηση μεταναστών.

(β) Όταν διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση της λαθραίας διακίνησης
μεταναστών:

(i) Η κατάρτιση ψευδούς ταξιδιωτικού εγγράφου ή δελτίου ταυτότητας,

(ii) Η προμήθεια, παροχή ή κατοχή τέτοιου εγγράφου.

(γ) Η διευκόλυνση προσώπου που δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος να
παραμείνει στο ενδιαφερόμενο Κράτος χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες
προϋποθέσεις για νόμιμη παραμονή στο Κράτος με τα μέσα που αναφέρονται στην
περίπτωση (β) της παραγράφου αυτής ή άλλα παράνομα μέσα.

2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που
είναι αναγκαία ώστε να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα:

(α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, η
απόπειρα διάπραξης εγκλήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του
άρθρου αυτού.

(β) Η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α),
(β) (ί) ή (γ) του άρθρου αυτού, και με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του
νομικού του συστήματος, η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την
παράγραφο 1 (β) (ii) του άρθρου αυτού.

(γ) Η οργάνωση ή καθοδήγηση άλλων προσώπων για τη διάπραξη εγκλήματος που
θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

3. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέτρα που είναι αναγκαία
για να θεσπίσει ως επιβαρυντικές περιστάσεις των αδικημάτων που θεσπίζονται
σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α) (β) (i) και (γ) του άρθρου αυτού και, με την
επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, των αδικημάτων που
θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 (β) και (γ) του άρθρου αυτού, εκείνες:

(α) που θέτουν σε κίνδυνο, ή μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο, τη ζωή ή την
ασφάλεια των μεταναστών, ή

(β) που συνεπάγονται απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση των μεταναστών,
στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή που έχει σκοπό την εκμετάλλευσή τους.

4. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου αυτού δεν εμποδίζει τα Κράτη Μέρη να λάβουν
μέτρα κατά προσώπου, η συμπεριφορά του οποίου αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με το
εσωτερικό τους δίκαιο.

II. Λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα

Αρθρο 7

Συνεργασία

Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό για την πρόληψη και
καταστολή της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη θάλασσα, τηρώντας το
διεθνές δίκαιο της θάλασσας.

Αρθρο 8

Μέτρα κατά της λαθραίας διακίνησης μεταναστών από τη θάλασσα

1. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υποπτεύεται ότι ένα πλοίο που
υψώνει τη δική του σημαία ή που ισχυρίζεται ότι είναι καταχωρισμένο στα
νηολόγια του, που είναι χωρίς εθνικότητα ή που, αν και υψώνει ξένη σημαία ή
αρνείται να επιδείξει σημαία, έχει πράγματι την εθνικότητα του ενδιαφερόμενου
Κράτους Μέρους, εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα,
μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή άλλων Κρατών Μερών προκειμένου να εμποδίσει τη
χρήση του πλοίου για το σκοπό αυτό. Τα Κράτη Μέρη, εφόσον τους ζητηθεί,
χορηγούν τη συνδρομή αυτή στο μεγαλύτερο βαθμό, στα πλαίσια των δυνατοτήτων
τους.

2. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υποπτεύεται ότι ένα πλοίο που
ασκεί ελεύθερη ναυσιπλοΐα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και υψώνει σημαία ή
επιδεικνύει τα σημεία νηολογίου άλλου Κράτους Μέρους εμπλέκεται σε λαθραία
διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα μπορεί, αφού ενημερώσει το Κράτος της
σημαίας, να ζητήσει επιβεβαίωση νηολογίου και, αν επιβεβαιωθεί, να ζητήσει
την άδεια από το Κράτος της σημαίας για να λάβει τα προσήκοντα μέτρα σε σχέση
με το πλοίο αυτό. Το Κράτος της σημαίας μπορεί να επιτρέψει στο Κράτος που
υπέβαλε την αίτηση, μεταξύ άλλων:

α. Την επιβίβαση στο πλοίο,

β. Την έρευνα του πλοίου, και

γ. Αν βρεθούν αποδείξεις ότι το πλοίο εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση
μεταναστών από τη θάλασσα, να λάβει τα μέτρα που αρμόζουν σε σχέση με το
πλοίο και τα πρόσωπα και το φορτίο επί του πλοίου, όπως έχει επιτρέψει το
Κράτος της σημαίας.

3. Κράτος Μέρος που έλαβε οποιαδήποτε μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του
άρθρου αυτού, ενημερώνει αμέσως το ενδιαφερόμενο Κράτος της σημαίας για τα
αποτελέσματα των μέτρων τούτων.

4. Κάθε Κράτος Μέρος ανταποκρίνεται αμέσως στο αίτημα που υποβάλλεται από
άλλο Κράτος Μέρος για να προσδιορίσει αν ένα πλοίο που ισχυρίζεται ότι είναι
καταχωρισμένο στα νηολόγια του ή υψώνει τη σημαία του δικαιούται να το κάνει,
καθώς και σε αίτημα για παροχή άδειας που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2
του άρθρου αυτού.

5. Το Κράτος της σημαίας μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου
τούτου, να εξαρτήσει τη χορήγηση της άδειας από όρους που θα συμφωνηθούν
μεταξύ αυτού και του αιτούντος Κράτους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι
όροι που αφορούν στην ευθύνη και την έκταση των αποτελεσματικών μέτρων που
πρόκειται να ληφθούν. Ένα Κράτος Μέρος δεν επιτρέπεται να λάβει πρόσθετα
μέτρα χωρίς τη ρητή άδεια του Κράτους της σημαίας, πέραν εκείνων που είναι
αναγκαία προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου για τη ζωή προσώπων ή εκείνων που
απορρέουν από σχετικές διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες.

6. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει μία αρχή ή, όπου είναι απαραίτητο, αρχές για να
δέχονται και ανταποκρίνονται σε αιτήσεις συνδρομής, επιβεβαίωσης νηολογίου ή
του δικαιώματος ενός πλοίου να υψώνει τη σημαία του, καθώς και για την παροχή
άδειας προς λήψη των κατάλληλων μέτρων. Εντός μηνός, ο ορισμός αυτός
γνωστοποιείται, μέσω του Γενικού Γραμματέως, σε όλα τα άλλα Κράτη Μέρη.

7. Κράτος Μέρος που έχει σοβαρούς λόγους να υποπτεύεται ότι ένα πλοίο
εμπλέκεται σε λαθραία διακίνηση μεταναστών από τη θάλασσα και είναι χωρίς
εθνικότητα ή ενδέχεται να ομοιάζει με ένα πλοίο χωρίς εθνικότητα, μπορεί να
διενεργήσει επιβίβαση και έρευνα αυτού. Εάν βρεθούν αποδείξεις που
επιβεβαιώνουν την υποψία, το εν λόγω Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που
αρμόζουν, σύμφωνα με το οικείο εσωτερικό και το διεθνές δίκαιο.

Αρθρο 9

Ρήτρες Προστασίας

1. Όταν ένα Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα κατά πλοίου σύμφωνα με το άρθρο 8
του Πρωτοκόλλου αυτού:

(α) Μεριμνά για την ασφάλεια και την ανθρώπινη μεταχείριση των προσώπων που
βρίσκονται στο πλοίο.

(β) Λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη να μη διακινδυνεύσει η ασφάλεια του
πλοίου ή του φορτίου του

(γ) Λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη να μη θιγούν τα εμπορικά ή νόμιμα
συμφέροντα του Κράτους σημαίας ή άλλου ενδιαφερόμενου Κράτους.

(δ) Μεριμνά, στο πλαίσιο των μέσων που διαθέτει, ότι κάθε μέτρο που λαμβάνει
σε σχέση με το πλοίο είναι ασφαλές για το περιβάλλον.

2. Όταν αποδεικνύονται αβάσιμοι οι λόγοι για τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα
με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού, το πλοίο αποζημιώνεται για κάθε απώλεια
ή ζημία που μπορεί να υπέστη, με την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν τέλεσε πράξη
που να δικαιολογεί τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

3. Κάθε μέτρο που ελήφθη, υιοθετήθηκε ή εφαρμόστηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο
αυτό, λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ανάγκη μη παρέμβασης ή προσβολής:

(α) Των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και της άσκησης δικαιοδοσίας παράκτιων
Κρατών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ή

(β) Της εξουσίας του Κράτους της σημαίας να ασκεί δικαιοδοσία και έλεγχο σε
διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά ζητήματα που αφορούν το πλοίο.

4. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται στη θάλασσα, σύμφωνα με το κεφάλαιο αυτό,
εκτελείται μόνο από πολεμικά πλοία ή στρατιωτικά αεροσκάφη, ή από άλλα πλοία
ή αεροσκάφη με σαφείς ενδείξεις ότι βρίσκονται σε κυβερνητική υπηρεσία και
είναι εξουσιοδοτημένα προς τούτο.

III. Πρόληψη, συνεργασία και άλλα μέτρα

Αρθρο 10

Πληροφόρηση

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη και
ιδιαίτερα εκείνα που έχουν κοινά σύνορα ή βρίσκονται σε διαδρομές, κατά μήκος
των οποίων διακινούνται λαθραία μετανάστες, για την επίτευξη των σκοπών του
Πρωτοκόλλου τούτου, ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοιχα
εσωτερικά νομικά και διοικητικά τους συστήματα, πληροφορίες σχετικές με
ζητήματα, όπως:

(α) Τα σημεία επιβίβασης, ή προορισμού, τις διαδρομές, τους μεταφορείς και
τα μεταφορικά μέσα, όταν είναι γνωστό ή υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιούνται
από οργανωμένη εγκληματική ομάδα που εμπλέκεται σε συμπεριφορά που
περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

(β) Η ταυτότητα και η μέθοδος των οργανώσεων ή των οργανωμένων εγκληματικών
ομάδων που είναι γνωστό ή υπάρχουν υποψίες ότι εμπλέκονται σε συμπεριφορά που
περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

(γ) Η γνησιότητα και ο κατάλληλος τύπος των ταξιδιωτικών εγγράφων που
εκδίδονται από ένα Κράτος Μέρος και η κλοπή ή η σχετική παράνομη χρήση
ασυμπλήρωτων ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτότητας.

(δ) Τα μέσα και οι μέθοδοι απόκρυψης και μεταφοράς προσώπων, παράνομης
μεταβολής, αναπαραγωγής ή κτήσης ή άλλης κατάχρησης ταξιδιωτικών εγγράφων ή
δελτίων ταυτότητας που χρησιμοποιούνται σε συμπεριφορά που περιγράφεται στο
άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου και τρόπους εντοπισμού αυτών.

(ε) Οι νομοθετικές εμπειρίες και πρακτικές και τα μέτρα πρόληψης και
καταπολέμησης συμπεριφοράς που περιγράφεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου
τούτου. Και

(στ) Οι επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες που είναι χρήσιμες για την
επιβολή του νόμου, ώστε να βελτιώνεται αμοιβαίως η ικανότητα τους στην
πρόληψη, εντοπισμό και διερεύνηση της συμπεριφοράς που περιγράφεται στο άρθρο
6 του Πρωτοκόλλου τούτου και τη δίωξη αυτών που εμπλέκονται.

2. Το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες οφείλει να συμμορφώνεται
σε κάθε αίτηση του Κράτους Μέρους που διαβίβασε τις πληροφορίες, η οποία
θέτει περιορισμούς στη χρήση τους.

Αρθρο 11

Συνοριακά μέτρα

1. Με την επιφύλαξη των διεθνών δεσμεύσεων αναφορικά με την ελεύθερη
μετακίνηση προσώπων, τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό,
τους συνοριακούς ελέγχους που είναι αναγκαίοι για την πρόληψη και τον
εντοπισμό της λαθραίας διακίνησης μεταναστών.

2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα πρόσφορα μέτρα για να
εμποδίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τη χρήση μεταφορικών μέσων, τα οποία
χρησιμοποιούνται από εμπορικούς μεταφορείς, για την διάπραξη του αδικήματος
που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 (α) του Πρωτοκόλλου αυτού.

3. Όπου αρμόζει, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής διεθνών συμβάσεων, τα
μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη θέσπιση της υποχρέωσης των εμπορικών μεταφορέων,
στους οποίους συμπεριλαμβάνεται κάθε μεταφορική εταιρεία ή ιδιοκτήτης ή το
πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, να εξακριβώνουν ότι
όλοι οι επιβάτες κατέχουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που απαιτούνται για την
είσοδο στο Κράτος υποδοχής.

4. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό
του δίκαιο, για να προβλέψει κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβίασης της
υποχρέωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

5. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη λήψη μέτρων που επιτρέπουν, σύμφωνα με το
εσωτερικό του δίκαιο, την άρνηση εισόδου ή την ανάκληση των θεωρήσεων των
διαβατηρίων σε πρόσωπα που εμπλέκονται στην διάπραξη αδικημάτων, που
θεσπίζονται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό.

6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν την
ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ υπηρεσιών συνοριακού ελέγχου, εκτός των
άλλων, με τη δημιουργία και διατήρηση απ’ ευθείας διαύλων επικοινωνίας.

Αρθρο 12

Ασφάλεια και έλεγχος εγγράφων

Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα στα πλαίσια των δυνατοτήτων
του:

(α) Για να διασφαλίσει ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα δελτία ταυτότητας
που εκδίδει είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μην μπορεί εύκολα να γίνει
παράνομη χρήση τους και να μην μπορούν ευχερώς να πλαστογραφηθούν, νοθευτούν,
αναπαραχθούν ή εκδοθούν παρανόμως και

(β) Για να διασφαλίσει την ακεραιότητα και ασφάλεια των ταξιδιωτικών
εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδίδονται από το Κράτος Μέρος ή για
λογαριασμό του και να εμποδίσει την παράνομη δημιουργία, έκδοση και χρήση
τους.

Αρθρο 13

Νομιμότητα και εγκυρότητα εγγράφων

Με αίτημα άλλου Κράτους Μέρους, κάθε Κράτος Μέρος, σύμφωνα με το εσωτερικό
του δίκαιο, επαληθεύει μέσα σε εύλογο χρόνο τη νομιμότητα και εγκυρότητα των
ταξιδιωτικών εγγράφων και δελτίων ταυτότητας που εκδόθηκαν ή φέρονται ότι
εκδόθηκαν στο όνομα του και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνται για την
τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού.

Αρθρο 14

Εκπαίδευση και τεχνική συνεργασία

1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν ή ενισχύουν εξειδικευμένη εκπαίδευση για
υπαλλήλους υπηρεσιών μετανάστευσης ή άλλων σχετικών, στην πρόληψη της
συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου και στην
ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών που υπήρξαν αντικείμενο τέτοιας
συμπεριφοράς, πέραν του σεβασμού των δικαιωμάτων τους που αναφέρονται στο
Πρωτόκολλο αυτό.

2. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με αρμόδιους διεθνείς
οργανισμούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλους ανάλογους οργανισμούς και
κοινωνικούς φορείς, όπως αρμόζει, προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκής
εκπαίδευση προσωπικού στην επικράτειά τους για την πρόληψη, καταπολέμηση και
εκρίζωση της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου
και για την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών, που υπήρξαν αντικείμενο
τέτοιας συμπεριφοράς. Η εν λόγω εκπαίδευση περιλαμβάνει:

α) Τη βελτίωση της ασφάλειας και της ποιότητας των ταξιδιωτικών εγγράφων.

β) Την αναγνώριση και την επισήμανση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων
ταυτότητας.

γ) Τη συλλογή εγκληματολογικών πληροφοριών που αφορούν συγκεκριμένα τον
προσδιορισμό οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, για τις οποίες είναι γνωστό ή
πιθανολογείται ότι εμπλέκονται σε συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 6 του
Πρωτοκόλλου αυτού, τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά
λαθρομεταναστών, την παράνομη χρήση ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων
ταυτότητας για την τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 και τα μέσα
απόκρυψης που χρησιμοποιούνται για τη λαθραία διακίνηση μεταναστών.

δ) Τη βελτίωση των διαδικασιών επισήμανσης λαθρομεταναστών στα
προκαθορισμένα και μη προκαθορισμένα σημεία εισόδου και εξόδου, και

ε) την ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών και την προστασία των
δικαιωμάτων τους, όπως αναφέρεται στο Πρωτόκολλο αυτό.

3. Τα Κράτη Μέρη με σχετική εμπειρία εξετάζουν τη δυνατότητα παροχής
τεχνικής βοήθειας σε Κράτη που είναι συχνά χώρες προέλευσης ή διαμετακόμισης
για πρόσωπα, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο
άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα Κράτη Μέρη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για
να χορηγήσουν τους αναγκαίους πόρους, όπως οχήματα, συστήματα ηλεκτρονικών
υπολογιστών και αναγνώστες εγγράφων, για την καταπολέμηση της συμπεριφοράς
που αναφέρεται στο άρθρο 6.

Αρθρο 15

Αλλα μέτρα πρόληψης

1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει ότι παρέχει ή
ενισχύει προγράμματα πληροφόρησης προκειμένου να διευρύνει την ενημέρωση του
κοινού σχετικά με το γεγονός ότι η συμπεριφορά που αναφέρεται στο άρθρο 6 του
Πρωτοκόλλου αυτού αποτελεί εγκληματική δραστηριότητα η οποία διαπράττεται
συχνά από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για πορισμό κέρδους και ότι
δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους εμπλεκόμενους μετανάστες.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 31 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στον
τομέα ενημέρωσης του κοινού, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανούς μετανάστες
από του να πέσουν θύματα οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.

3. Κάθε Κράτος Μέρος προάγει ή ενισχύει, κατά τις περιστάσεις, προγράμματα
ανάπτυξης και συνεργασίας σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο,
λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες της μετανάστευσης και
δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις οικονομικά και κοινωνικά καταπιεσμένες
περιοχές, προκειμένου να καταπολεμηθούν τα ριζικά κοινωνικο- οικονομικά αίτια
της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, όπως η φτώχεια και η υπανάπτυξη.

Αρθρο 16

Μέτρα προστασίας και συνδρομής

1. Κατά την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου τούτου, κάθε Κράτος Μέρος,
ανταποκρινόμενο στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο,
λαμβάνει όλα τα πρόσφορα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών εάν
παραστεί ανάγκη, για να διατηρήσει και προστατεύσει τα δικαιώματα προσώπων,
τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του
Πρωτοκόλλου αυτού, όπως επιβάλλει το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, ιδιαίτερα το
δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα να μην υποβάλλονται σε βασανιστήρια ή άλλη
σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία.

2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει πρόσφορα μέτρα προκειμένου να παράσχει στους
μετανάστες την προσήκουσα προστασία εναντίον της βίας που μπορεί να τους
ασκηθεί, από άτομα ή ομάδες, εξ αιτίας του ότι αποτελούν αντικείμενο της
συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου.

3. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει την προσήκουσα συνδρομή στους μετανάστες των
οποίων η ζωή ή η ασφάλεια βρίσκεται σε κίνδυνο εξ αιτίας του ότι αποτελούν
αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου
τούτου.

4. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, τα Κράτη Μέρη θα
λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των γυναικών και παιδιών.

5. Σε περίπτωση κράτησης προσώπου το οποίο υπήρξε αντικείμενο της
συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου τούτου, κάθε Κράτος
Μέρος συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του από τη Σύμβαση της Βιέννης για
τις Προξενικές Σχέσεις, όπου αυτή έχει εφαρμογή, στις οποίες περιλαμβάνεται
και εκείνη της χωρίς καθυστέρηση ενημέρωσης του ενδιαφερομένου προσώπου
σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τη γνωστοποίηση προς και την επικοινωνία
με προξενικούς υπαλλήλους.

Αρθρο 17

Συμφωνίες και διακανονισμοί

Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα για τη σύναψη διμερών ή περιφερειακών
συμφωνιών ή λειτουργικών διακανονισμών ή συνεννοήσεων, με σκοπό:

α. Τη θέσπιση των πλέον πρόσφορων και αποτελεσματικών μέτρων για την πρόληψη
και την καταπολέμηση της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του
Πρωτοκόλλου αυτού, ή

β. τη βελτίωση των διατάξεων του Πρωτοκόλλου τούτου στις μεταξύ τους
σχέσεις.

Αρθρο 18

Επιστροφή λαθρομεταναστών

1. Κάθε Κράτος Μέρος συμφωνεί να διευκολύνει και να δέχεται, χωρίς
αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη καθυστέρηση, την επιστροφή προσώπου που αποτέλεσε
αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού
και το οποίο είναι υπήκοος ή έχει δικαίωμα να κατοικεί μονίμως στην
επικράτειά του κατά το χρόνο της επιστροφής.

2. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να διευκολύνει και να δέχεται
την επιστροφή προσώπου που απετέλεσε αντικείμενο της συμπεριφοράς που
εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού και το οποίο είχε το δικαίωμα να
κατοικεί μονίμως στην επικράτειά του κατά το χρόνο εισόδου στο Κράτος
υποδοχής, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού.

3. Μετά από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδοχής, το Κράτος Μέρος στο οποίο
απευθύνεται το αίτημα, επαληθεύει χωρίς αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη
καθυστέρηση, αν πρόσωπο το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της συμπεριφοράς που
εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού είναι υπήκοος του ή έχει δικαίωμα
μόνιμης κατοικίας στην επικράτειά του.

4. Για να διευκολυνθεί η επιστροφή προσώπου το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο
της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού και δεν
διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα, το Κράτος Μέρος του οποίου το πρόσωπο αυτό
είναι υπήκοος ή στο οποίο έχει δικαίωμα μόνιμης κατοικίας οφείλει να
συγκατατεθεί, ύστερα από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδοχής, στην έκδοση των
ταξιδιωτικών εγγράφων ή κάθε άλλης άδειας που είναι απαραίτητη για να
μπορέσει το πρόσωπο να ταξιδέψει και να εισέλθει πάλι στην επικράτειά του.

5. Κάθε Κράτος Μέρος που εμπλέκεται στην επιστροφή προσώπου το οποίο υπήρξε
αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού,
λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να πραγματοποιήσει την επιστροφή με
μεθοδικό τρόπο και με τη δέουσα προσοχή για την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια
του προσώπου.

6. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνεργάζονται με αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς
για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

7. Το άρθρο αυτό δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα που παρέχονται από το
εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους υποδοχής, σε πρόσωπα τα οποία υπήρξαν
αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου.

8. Το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί από άλλες
ισχύουσες συμβάσεις, διμερείς ή πολυμερείς, ή άλλη ισχύουσα λειτουργική
συμφωνία ή διακανονισμό που διέπει, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, την επιστροφή
προσώπων τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της συμπεριφοράς που εκτίθεται στο
άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου.

IV. Τελικές διατάξεις
Αρθρο 19

Ρήτρα Επιφύλαξης

1. Καμία διάταξη του Πρωτοκόλλου αυτού δεν θίγει άλλα δικαιώματα,
υποχρεώσεις και ευθύνες των Κρατών και των ατόμων σύμφωνα με το διεθνές
δίκαιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το
διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, ειδικότερα, όπου εφαρμόζονται, η
Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 19672 σχετικά με το Καθεστώς των
Προσφύγων και την αρχή της μη επιστροφής, όπως περιέχεται σ’ αυτά. ? United
Nations, Treaty Series, vol. 189, Νο. 2545. ²Ibid, vol. 606,Νο.8791

2. Τα μέτρα που αναφέρονται στο Πρωτόκολλο αυτό ερμηνεύονται και
εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να μην γίνονται διακρίσεις σε πρόσωπα, για το
λόγο ότι αποτελούν το αντικείμενο της συμπεριφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6
του Πρωτοκόλλου αυτού. Η ερμηνεία και εφαρμογή των μέτρων αυτών πρέπει να
είναι σύμφωνη με τις διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές της μη διάκρισης.

Αρθρο 20

Επίλυση διαφορών

1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις διαφορές που αφορούν την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με
διαπραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από
αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία
υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνατούν να
συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να
παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με
το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης,
αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν
δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν
δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους
που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με την παράγραφο
3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς
το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Αρθρο 21

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κράτη για υπογραφή από 12 έως
15 Δεκεμβρίου 2000 στο Παλέρμο Ιταλίας και μετέπειτα στην έδρα των Ηνωμένων
Εθνών στη Νέα Υόρκη μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.

2. Το Πρωτόκολλο είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς
οργανισμούς οικονομικής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα
Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την παράγραφο 1
του άρθρου τούτου.

3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των
Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να
καταθέσει το έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον ένα τουλάχιστον
από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής
ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας
του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος
οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική
μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

4. Το Πρωτόκολλο είναι ανοικτό σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον
Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγραφα προσχώρησης
κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της
προσχώρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να
δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από
το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον
θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

Αρθρο 22

Θέση σε ισχύ

1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία
κατάθεσης του τεσσαρακοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της
Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα
που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης που
επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση
του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε
ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος
ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο
τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποιαδήποτε από
αυτές είναι μεταγενέστερη.

Αρθρο 23

Τροποποίηση

1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε
Κράτος Μέρος του Πρωτοκόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την
καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα
διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη
των Μερών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα
Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν
κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν
όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως
έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο
τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν
στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που
εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου
τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι
Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα
ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την
ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτική για τα Κράτη Μέρη
που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη
εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από
όσες άλλες προηγούμενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.

Αρθρο 24

Καταγγελία

1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο αυτό με γραπτή
γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή
έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό
Γραμματέα.

2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης παύει να είναι Μέρος
του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

Αρθρο 25

Θεματοφύλακας και γλώσσες

1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζεται θεματοφύλακας του
Πρωτοκόλλου αυτού.

2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική,
Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου
αυθεντικά, θα κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως
εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν
το Πρωτόκολλο αυτό.

ΙΙΙ

Πρωτόκολλο κατά της Παράνομης Κατασκευής και Διακίνησης Πυροβόλων Όπλων,
Τμημάτων και Συστατικών τους και Πυρομαχικών, συμπληρωματικό της Συμβάσεως
των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.

Προοίμιο

Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού, Αναγνωρίζοντας την επείγουσα ανάγκη της
πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης της παράνομης κατασκευής και διακίνησης
πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, λόγω των
επικίνδυνων συνεπειών των δραστηριοτήτων αυτών για την ασφάλεια κάθε Κράτους,
περιοχής και του κόσμου συνολικά, και της θέσης σε κίνδυνο της ευημερίας των
λαών, της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξής τους και του δικαιώματός τους
να ζουν με ειρήνη,

Πεπεισμένα, συνεπώς, για την ανάγκη λήψης όλων των ενδεδειγμένων προς τούτο
μέτρων από όλα τα Κράτη, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς συνεργασίας και
άλλων μέτρων σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο,

Ενθυμούμενα την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου 1998,
με την οποία η Συνέλευση αποφάσισε την σύσταση ανοικτής διακυβερνητικής
ειδικής επιτροπής με σκοπό την εκπόνηση ενιαίας διεθνούς σύμβασης κατά του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και τη συζήτηση σχετικά με την εκπόνηση,
μεταξύ άλλων, ενός διεθνούς οργάνου για την καταπολέμηση της παράνομης
κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών,

Εχοντας υπόψη την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών,
όπως διακηρύσσεται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την
Διακήρυξη των Αρχών Διεθνούς Δικαίου σχετικά με Φιλικές Σχέσεις και
Συνεργασία μεταξύ Κρατών σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών

Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του
Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος με ένα διεθνές όργανο κατά της παράνομης
κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών, θα είναι χρήσιμη για την πρόληψη και καταπολέμηση των εγκλημάτων
αυτών,

Συμφώνησαν τα εξής:

Ι. Γενικές διατάξεις

Αρθρο 1

Σχέση με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου
Εγκλήματος

1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του
Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος. Ερμηνεύεται από κοινού με τη Σύμβαση.

2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες μεταβολές, στο
Πρωτόκολλο, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτό.

3. Τα εγκλήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού
θεωρούνται ως εγκλήματα που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με την Σύμβαση.

Αρθρο 2

Δήλωση σκοπού

Σκοπός του Πρωτοκόλλου είναι η προώθηση, διευκόλυνση και ενίσχυση της
συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών προκειμένου να προληφθεί, καταπολεμηθεί
και εξαλειφθεί η παράνομη κατασκευή και διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων
και συστατικών τους και πυρομαχικών.

Αρθρο 3

Χρήση όρων

Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου αυτού: (α) «Πυροβόλο όπλο» νοείται κάθε
φορητό όπλο με κάννη που εκτοξεύει, είναι σχεδιασμένο να εκτοξεύει ή μπορεί
εύκολα να μετατραπεί ώστε να εκτοξεύει σφαίρα ή βλήμα με την δράση ενός
εκρηκτικού, εξαιρουμένων των πυροβόλων-αντικών ή των αντιγράφων τους. Οι
αντίκες και τα αντίγραφα τους ορίζονται από το τοπικό δίκαιο.

Σε καμία περίπτωση, πάντως, τα πυροβόλα-αντίκες δεν θα περιλαμβάνουν
πυροβόλα που κατασκευάσθηκαν μετά το 1899.

(β) «Τμήματα και συστατικά» νοούνται κάθε στοιχείο ή ανταλλακτικό που έχει
σχεδιασθεί ειδικά για πυροβόλο όπλο και είναι απαραίτητο για την λειτουργία
του, στα οποία περιλαμβάνονται η κάννη, το πλαίσιο ή ο υποδοχέας, τα
ολισθαίνοντα μέρη ή ο κύλινδρος, το κλείστρο και οποιαδήποτε διάταξη
σχεδιάσθηκε ή προσαρμόσθηκε για να ελαττώνει τον θόρυβο που προκαλείται απ’
την εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου.

(γ) «Πυρομαχικά» νοούνται η πλήρης ποσότητα για μία βολή ή συστατικά της,
στα οποία περιλαμβάνονται κάλυκες, εμπυρεύματα, σκόνη προώθησης, σφαίρες ή
βλήματα, που χρησιμοποιούνται σε πυροβόλο όπλο, εφ’ όσον για τα συστατικά
αυτά πρέπει να ληφθεί άδεια στο αντίστοιχο Κράτος Μέρος.

(δ) «Παράνομη κατασκευή» νοείται η κατασκευή ή συναρμολόγηση πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους ή πυρομαχικών:

(ι) Από τμήματα και συστατικά που διακινούνται παρανόμως,

(ιι) Χωρίς άδεια ή έγκριση από αρμόδια αρχή του Κράτους Μέρους όπου λαμβάνει
χώρα η κατασκευή ή συναρμολόγηση, ή

(ιιι) Χωρίς σήμανση των πυροβόλων όπλων κατά τον χρόνο κατασκευής, σύμφωνα
με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου τούτου.

Η χορήγηση άδειας ή έγκρισης για την κατασκευή τμημάτων και συστατικών
πρέπει να είναι σύμφωνη με το εσωτερικό δίκαιο.

(ε) «Παράνομη διακίνηση»: η εισαγωγή, εξαγωγή, απόκτηση, πώληση, παράδοση,
μετακίνηση ή μεταφορά πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών από ή δια μέσου της επικράτειας ενός Κράτους Μέρους σε εκείνη
ενός άλλου Κράτους Μέρους, αν οποιοδήποτε από τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεν
παρέχει σχετική άδεια σύμφωνα με τους όρους του Πρωτοκόλλου αυτού ή εάν τα
πυροβόλα όπλα δεν έχουν σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου.

(στ) «Εντοπισμός» νοείται η συστηματική παρακολούθηση πυροβόλων όπλων και,
όπου είναι δυνατόν, των τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών από τον
κατασκευαστή ως τον αγοραστή με σκοπό την παροχή συνδρομής προς τις αρμόδιες
αρχές των Κρατών Μερών στην ανακάλυψη, διερεύνηση και ανάλυση της παράνομης
κατασκευής και παράνομης διακίνησης.

Αρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

1. Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτό, στην
πρόληψη της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και
συστατικών τους και πυρομαχικών και για τη διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων
που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού εφόσον τα εν λόγω
εγκλήματα είναι διεθνικής φύσης και εμπλέκεται σε αυτά οργανωμένη εγκληματική
ομάδα.

2. Το Πρωτόκολλο δεν εφαρμόζεται σε διακρατικές συναλλαγές ούτε σε
κρατικές μετακινήσεις εφόσον η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου θα μπορούσε να βλάψει
το δικαίωμα Κράτους Μέρους να αναλάβει δράση προς το συμφέρον της εθνικής
ασφάλειας σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Αρθρο 5

Ποινικοποίηση

1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται
για να θεσπισθούν ως εγκλήματα οι ακόλουθες συμπεριφορές, όταν γίνονται με
πρόθεση:

(α) Η παράνομη κατασκευή πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών.

(β) Η παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών.

(γ) Η παραποίηση ή η παράνομη διαγραφή, αφαίρεση ή αλλαγή των ενδείξεων επί
των πυροβόλων όπλων που απαιτείται βάσει του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου αυτού.

2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που
απαιτούνται ώστε να θεσπισθούν ως εγκλήματα οι ακόλουθες συμπεριφορές:

(α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, η
απόπειρα διάπραξης ή η συμμετοχή σε έγκλημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την
παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, και

(β) Η οργάνωση, διεύθυνση, συνεργεία, ηθική αυτουργία ή καθοδήγηση στην
διάπραξη εγκλήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου
αυτού.

Αρθρο 6

Δήμευση, κατάσχεση και διάθεση

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη υιοθετούν,
στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, στα πλαίσια του εσωτερικού νομικού τους
συστήματος, τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να επιτραπεί η δήμευση πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών που έχουν παράνομα
κατασκευασθεί ή διακινηθεί.

2. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν, στα πλαίσια του εσωτερικού νομικού τους
συστήματος, τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να προληφθεί το ενδεχόμενο πυροβόλα
όπλα, τμήματα και συστατικά τους και πυρομαχικά, που έχουν κατασκευασθεί και
διακινηθεί παρανόμως, να περιέλθουν σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με την
κατάσχεση και καταστροφή των εν λόγω πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών
τους και πυρομαχικών, εκτός εάν άλλη διάθεση έχει επισήμως εγκριθεί, με την
προϋπόθεση ότι τα πυροβόλα όπλα έχουν σημανθεί και οι μέθοδοι διάθεσης τους
έχουν καταγραφεί.

II. Πρόληψη

Αρθρο 7

Τήρηση αρχείου

Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει τη διατήρηση, για χρονικό διάστημα όχι
μικρότερο των δέκα ετών, των πληροφοριών που έχουν σχέση με πυροβόλα όπλα
και, όπου ενδείκνυται και είναι εφικτό, με τμήματα όπλων, συστατικά τους και
πυρομαχικά, οι οποίες είναι απαραίτητες για τον εντοπισμό και αναγνώριση των
εν λόγω πυροβόλων όπλων και, όπου ενδείκνυται και είναι εφικτό, των τμημάτων
και συστατικών τους και πυρομαχικών που έχουν παρανόμως κατασκευασθεί ή
διακινηθεί και για την πρόληψη και διαπίστωση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

(α) Τις ενδείξεις που απαιτούνται από το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού,

(β) Σε περιπτώσεις διεθνών συναλλαγών που έχουν ως αντικείμενο πυροβόλα
όπλα, τμήματα και συστατικά τους και πυρομαχικά, τις ημερομηνίες έκδοσης και
λήξης των απαιτούμενων αδειών ή εγκρίσεων, τη χώρα εξαγωγής, τη χώρα
εισαγωγής, τις τυχόν χώρες διαμετακόμισης, και τον τελικό αποδέκτη και την
περιγραφή και ποσότητα των ειδών.

Αρθρο 8

Σήμανση πυροβόλων όπλων

1. Προς τον σκοπό αναγνώρισης και εντοπισμού πυροβόλων όπλων, τα Κράτη
Μέρη οφείλουν:

(α) Κατά τον χρόνο κατασκευής κάθε πυροβόλου όπλου, είτε να απαιτούν
μοναδική σήμανση με το όνομα του κατασκευαστή, την χώρα ή τον τόπο κατασκευής
και τον αύξοντα αριθμό, είτε να διατηρούν εναλλακτική, μοναδική, φιλική προς
τον χρήστη σήμανση με απλά γεωμετρικά σύμβολα σε συνδυασμό με αριθμητικό
ή/και αλφαριθμητικό κώδικα, που επιτρέπει εύκολη αναγνώριση της χώρας
κατασκευής από όλα τα Κράτη.

(β) Να απαιτούν κατάλληλη απλή σήμανση επάνω σε κάθε εισαγόμενο πυροβόλο
όπλο, που επιτρέπει την αναγνώριση της χώρας εισαγωγής και, όπου είναι
δυνατόν, του έτους εισαγωγής και δίνει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές της
χώρας αυτής να εντοπίσουν το πυροβόλο όπλο, και μοναδική σήμανση εάν το
πυροβόλο όπλο δεν φέρει παρόμοια σήμανση. Οι απαιτήσεις του εδαφίου αυτού δεν
εφαρμόζονται κατ’ ανάγκη στις προσωρινές εισαγωγές πυροβόλων όπλων για
επαληθεύσιμους νόμιμους σκοπούς.

(γ) Να διασφαλίζουν, κατά τον χρόνο μεταφοράς πυροβόλου όπλου από
κυβερνητικά αποθέματα σε μόνιμη ιδιωτική χρήση, την κατάλληλη μοναδική
σήμανση που επιτρέπει την αναγνώριση από όλα τα Κράτη Μέρη της χώρας που
ενεργεί τη μεταφορά.

2. Τα Κράτη Μέρη ενθαρρύνουν την βιομηχανία κατασκευής πυροβόλων όπλων να
αναπτύξει μέτρα κατά της αφαίρεσης ή αλλοίωσης των ενδείξεων.

Αρθρο 9

Απενεργοποίηση πυροβόλων όπλων

Το Κράτος Μέρος που δεν αναγνωρίζει απενεργοποιημένο πυροβόλο όπλο ως
πυροβόλο όπλο σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο οφείλει να λάβει τα
απαραίτητα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνεται, εφόσον απαιτείται, η θέσπιση
ειδικών εγκλημάτων, για την πρόληψη της παράνομης επανενεργοποίησης πυροβόλων
όπλων που έχουν απενεργοποιηθεί, σύμφωνα με τις ακόλουθες γενικές αρχές:

(α) Όλα τα ουσιώδη μέρη απενεργοποιημένου πυροβόλου όπλου πρέπει να
καθίστανται μονίμως μη λειτουργικά και να μην επιδέχονται αφαίρεση,
αντικατάσταση ή μετατροπή με τρόπο που θα επέτρεπε οπωσδήποτε την
επανενεργοποΐηση του πυροβόλου όπλου.

(β) Πρέπει να γίνονται ρυθμίσεις προς επαλήθευση των μέτρων απενεργοποίησης
από αρμόδια αρχή ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μετατροπές που έγιναν σε
πυροβόλο όπλο το καθιστούν μονίμως μη λειτουργικό.

(γ) Η επαλήθευση από αρμόδια αρχή περιλαμβάνει μία πιστοποίηση ή καταχώρηση
που βεβαιώνει την απενεργοποίηση του πυροβόλου όπλου ή την τοποθέτηση σαφώς
ορατού σχετικού σήματος επάνω στο πυροβόλο όπλο.

Αρθρο 10

Γενικές απαιτήσεις για τα συστήματα παροχής άδειας ή έγκρισης εξαγωγής,
εισαγωγής και διαμετακόμισης

1. Κάθε Κράτος Μέρος συνιστά ή διατηρεί αποτελεσματικό σύστημα παροχής
άδειας ή έγκρισης εξαγωγής και εισαγωγής, καθώς και μέτρων για τη διεθνή
διαμετακόμιση και τη μεταφορά πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους
και πυρομαχικών.

2. Πριν από την έκδοση αδειών εξαγωγής ή εγκρίσεων για αποστολές πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, κάθε Κράτος Μέρος
επαληθεύει:

(α) Ότι τα Κράτη εισαγωγής έχουν εκδόσει άδειες ή εγκρίσεις εισαγωγής, και

(β) Ότι, με την επιφύλαξη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών που
ευνοούν ηπειρωτικά Κράτη, τα Κράτη διαμετακόμισης έχουν, τουλάχιστον, δώσει
γραπτή ειδοποίηση, πριν την φόρτωση, ότι δεν έχουν αντίρρηση για την
διαμετακόμιση.

3. Η άδεια ή έγκριση εξαγωγής και εισαγωγής, καθώς και η συνοδευτική
τεκμηρίωση περιέχουν πληροφορίες που, κατ’ ελάχιστον, περιλαμβάνουν τον τόπο
και την ημερομηνία έκδοσης, την ημερομηνία λήξης, τη χώρα εξαγωγής, τη χώρα
εισαγωγής, τον τελικό αποδέκτη, την περιγραφή και την ποσότητα των πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και, όποτε υπάρχει
διαμετακόμιση, τις χώρες διαμετακόμισης. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην
άδεια εισαγωγής πρέπει να παρέχονται εκ των προτέρων στα Κράτη
διαμετακόμισης.

4. Το Κράτος Μέρος εισαγωγής ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Κράτος Μέρος
εξαγωγής σχετικά με τη λήψη του αποσταλέντος φορτίου πυροβόλων όπλων,
τμημάτων και συστατικών τους ή πυρομαχικών.

5. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, στα πλαίσια των μέσων που διαθέτει, τα μέτρα
που απαιτούνται προκειμένου να καταστεί βέβαιο ότι οι διαδικασίες παροχής
άδειας ή έγκρισης είναι ασφαλείς και ότι η γνησιότητα των εγγράφων της άδειας
ή έγκρισης μπορεί να επαληθευτεί ή επικυρωθεί.

6. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να υιοθετούν απλουστευμένες διαδικασίες για την
προσωρινή εισαγωγή, εξαγωγή και διαμετακόμιση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και
συστατικών τους και πυρομαχικών για επαληθεύσιμους νόμιμους σκοπούς, όπως
κυνήγι, σκοποβολή, αξιολόγηση, εκθέσεις ή επισκευές.

Αρθρο 11

Ασφάλεια και προληπτικά μέτρα

Σε μία προσπάθεια διαπίστωσης, πρόληψης και εξάλειψης της κλοπής, απώλειας ή
μετατροπής, καθώς και της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, κάθε Κράτος Μέρος
λαμβάνει πρόσφορα μέτρα, ώστε:

(α) Να απαιτεί την ασφάλεια πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους
και πυρομαχικών κατά τον χρόνο κατασκευής, εισαγωγής, εξαγωγής και
διαμετακόμισης δια μέσου της επικράτειάς του, και

(β) Να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των ελέγχων εισαγωγής, εξαγωγής και
διαμετακόμισης, συμπεριλαμβανομένων, κατά τις περιστάσεις, των συνοριακών
ελέγχων και της αστυνομικής και τελωνειακής διασυνοριακής συνεργασίας.

Αρθρο 12

Πληροφορίες

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη
ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοιχα εσωτερικά νομικά και
διοικητικά τους συστήματα, σχετικές συγκεκριμένες πληροφορίες για θέματα όπως
εξουσιοδοτημένοι παραγωγοί, έμποροι, εισαγωγείς, εξαγωγείς και, εφόσον είναι
δυνατόν, μεταφορείς πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και
πυρομαχικών.

2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 27 και 28 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη
ανταλλάσσουν μεταξύ τους, σύμφωνα με τα αντίστοιχα εσωτερικά νομικά και
διοικητικά τους συστήματα, σχετικές πληροφορίες επάνω σε θέματα όπως:

(α) Οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για τις οποίες είναι γνωστό ή
πιθανολογείται ότι συμμετέχουν στην παράνομη κατασκευή ή διακίνηση πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

(β) Τα μέσα απόκρυψης που χρησιμοποιούνται στην παράνομη κατασκευή ή
διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών και
τους τρόπους ανίχνευσης τους.

(γ) Μέθοδοι και μέσα, σημεία αποστολής και προορισμού και δρομολόγια που
συνήθως χρησιμοποιούνται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για την παράνομη
διακίνηση πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, και

(δ) Νομοθετικές εμπειρίες και πρακτικές και μέτρα πρόληψης, καταπολέμησης
και εξάλειψης της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων,
τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

3. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν αμοιβαίως ή μοιράζονται, καταλλήλως, σχετικές
επιστημονικές και τεχνολογικές πληροφορίες χρήσιμες στις αρχές επιβολής του
νόμου προκειμένου να αυξήσουν την ικανότητα τους στην πρόληψη, ανίχνευση και
διερεύνηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων
και συστατικών τους και πυρομαχικών και στην δίωξη των προσώπων που
εμπλέκονται σε αυτές τις παράνομες δραστηριότητες.

4. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται για τον εντοπισμό πυροβόλων όπλων, τμημάτων
και συστατικών τους και πυρομαχικών που ενδεχομένως έχουν παρανόμως
κατασκευασθεί ή διακινηθεί. Στη συνεργασία αυτή περιλαμβάνεται η ταχεία
ανταπόκριση σε αιτήματα συνδρομής για τον εντοπισμό των εν λόγω πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, στα πλαίσια των μέσων
που διατίθενται.

5. Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος ή των
διεθνών συμφωνιών, κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται την εμπιστευτικότητα και
συμμορφώνεται με τυχόν περιορισμούς στη χρήση πληροφοριών που λαμβάνει από
άλλο Κράτος Μέρος σύμφωνα με το άρθρο αυτό, στις οποίες περιλαμβάνονται οι
αποκλειστικές πληροφορίες που σχετίζονται με εμπορικές συναλλαγές, εάν αυτό
απαιτηθεί από το Κράτος Μέρος που παρέχει τις πληροφορίες. Εάν η
εμπιστευτικότητα αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, το Κράτος Μέρος που έδωσε τις
πληροφορίες ειδοποιείται πριν από την αποκάλυψη τους.

Αρθρο 13

Συνεργασία

1. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται σε διμερές, περιφερειακό και διεθνές
επίπεδο για την πρόληψη, καταπολέμηση και εξάλειψη της παράνομης κατασκευής
και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 13 της Σύμβασης, κάθε Κράτος
Μέρος ορίζει έναν εθνικό συλλογικό ή ατομικό φορέα που θα είναι σημείο επαφής
που θα ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ αυτού και άλλων Κρατών Μερών επάνω σε
θέματα που σχετίζονται με το Πρωτόκολλο.

3. Τα Κράτη Μέρη επιδιώκουν την υποστήριξη και συνεργασία κατασκευαστών,
εμπόρων, εισαγωγέων, εξαγωγέων, μεσιτών και εμπορικών μεταφορέων πυροβόλων
όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών για την πρόληψη και
ανίχνευση παράνομων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του
άρθρου αυτού.

Αρθρο 14

Εκπαίδευση και τεχνική συνδρομή

Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με σχετικές διεθνείς οργανώσεις,
κατά τις περιστάσεις, έτσι ώστε τα Κράτη Μέρη να μπορούν να λάβουν, ύστερα
από αίτηση τους, την εκπαίδευση και την τεχνική συνδρομή που απαιτείται για
την επαύξηση της ικανότητας τους στην πρόληψη, καταπολέμηση και εξάλειψη της
παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών
τους και πυρομαχικών, στην οποία περιλαμβάνεται τεχνική, οικονομική και υλική
συνδρομή για τα θέματα που προσδιορίζονται στα άρθρα 29 και 30 της Σύμβασης.

Αρθρο 15 Μεσίτες και μεσιτεία

1. Με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και
διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, τα
Κράτη Μέρη που δεν το έχουν ήδη κάνει, εξετάζουν το ενδεχόμενο να καθιερώσουν
σύστημα για την ρύθμιση των δραστηριοτήτων αυτών που ασχολούνται με τη
μεσιτεία. Το σύστημα αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα μέτρα
όπως:

(α) Υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο των μεσιτών που δραστηριοποιούνται μέσα
στην επικράτειά τους,

(β) Υποχρέωση λήψης άδειας ή έγκρισης για εργασίες μεσιτείας, ή

(γ) Υποχρέωση αποκάλυψης, προκειμένου για άδειες ή εγκρίσεις εισαγωγής και
εξαγωγής, ή για συνοδευτικά έγγραφα, του ονόματος και του τόπου εγκατάστασης
των μεσιτών που σχετίζονται με τη συναλλαγή.

2. Τα Κράτη Μέρη που έχουν καθιερώσει σύστημα εγκρίσεων που αφορά στη
μεσιτεία, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενθαρρύνονται να συμπεριλαμβάνουν
πληροφορίες σχετικά με μεσίτες και μεσιτείες κατά την ανταλλαγή πληροφοριών
με βάση το άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου αυτού και να τηρούν αρχεία μεσιτών και
μεσιτειών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου.

III. Τελικές διατάξεις

Αρθρο 16

Επίλυση διαφορών

1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις διαφορές που αφορούν την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου αυτού με διαπραγματεύσεις.

2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την
ερμηνεία ή την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, η οποία δεν μπορεί να λυθεί με
διαπραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από
αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία
υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνατούν να
συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να
παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με
το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης,
αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στο Πρωτόκολλο, να δηλώσει ότι δεν
δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν
δεσμεύονται από την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους
που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με την παράγραφο
3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς
το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Αρθρο 17

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

1. Το Πρωτόκολλο αυτό είναι ανοικτό σε όλα τα Κράτη για υπογραφή στην έδρα
των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη από την τριακοστή ημέρα μετά την υιοθέτηση
του από τη Γενική Συνέλευση μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.

2. Το Πρωτόκολλο είναι επίσης ανοικτό για υπογραφή από περιφερειακούς
οργανισμούς οικονομικής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα
Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού το έχει υπογράψει σύμφωνα με την παράγραφο 1
του άρθρου αυτού.

3. Το Πρωτόκολλο υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των
Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να
καταθέσει το έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, εφόσον ένα τουλάχιστον
από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής
ή έγκρισης, ο εν λόγω οργανισμός οφείλει να δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητάς

του. σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος
οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον θεματοφύλακα για κάθε σχετική
μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

4. Το Πρωτόκολλο είναι ανοικτό σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον
Κράτος μέλος είναι Μέρος του Πρωτοκόλλου αυτού. Τα έγγραφα προσχώρησης
κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της
προσχώρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να
δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από
το Πρωτόκολλο αυτό. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον
θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού αρμοδιότητάς του.

Αρθρο 18

Θέση σε ισχύ

1. Το Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία
κατάθεσης του τεσσαρακοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησης, αλλά δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της
Σύμβασης. Για το σκοπό της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται από
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε εκείνα
που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.

2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης που
επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στο Πρωτόκολλο μετά την κατάθεση
του τεσσαρακοστού εγγράφου μιας τέτοιας πράξης, το Πρωτόκολλο αυτό τίθεται σε
ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος
ή οργανισμό του σχετικού εγγράφου ή κατά την ημερομηνία που το Πρωτόκολλο
τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οποιαδήποτε από
αυτές είναι μεταγενέστερη.

Αρθρο 19

Τροποποίηση

1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο αυτό, κάθε
Κράτος Μέρος του Πρωτοκόλλου μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την
καταθέσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα
διαβιβάζει την τροποποίηση που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη
των Μερών της Σύμβασης για να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Τα
Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου, συνερχόμενα στη Διάσκεψη των Μερών, καταβάλουν
κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχουν συναίνεση για κάθε τροποποίηση. Εάν
όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν επιτευχθεί συμφωνία, ως
έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης απαιτείται πλειοψηφία των δύο
τρίτων των Κρατών Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού που παρίστανται και ψηφίζουν
στη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.

2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που
εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου
τούτου, με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους, που είναι
Μέρη του Πρωτοκόλλου αυτού. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα
ψήφου εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.

3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.

4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την
ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.

5. Όταν μία τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτική για τα Κράτη Μέρη
που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη
εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου τούτου και από
όσες άλλες προηγούμενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει,

Αρθρο 20

Καταγγελία

1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει το Πρωτόκολλο με γραπτή
γνωστοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή
έχει αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό
Γραμματέα.

2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης παύει να είναι Μέρος
του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν όλα τα Κράτη μέλη του το καταγγείλουν.

Αρθρο 21 Θεματοφύλακας και γλώσσες

1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζεται θεματοφύλακας του
Πρωτοκόλλου αυτού.

2. Το πρωτότυπο του Πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στην Αραβική,
Κινέζικη, Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου
αυθεντικά, θα κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως
εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν
το Πρωτόκολλο αυτό.

Αρθρο δεύτερο

Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα

1. Το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 1 η φράση «και επιδιώκει» αντικαθίσταται με τη φράση «που
επιδιώκει».

β) Στην παράγραφο 1 η φράση «παράβαση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του
άρθρου 87 …. για διαρκή δράση προς τούτο», αντικαθίσταται ως εξής: «στο
τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 87 και στο άρθρο 88 του ν.
3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’), όταν οι πράξεις αυτές (διευκόλυνση της παράνομης
εισόδου ή εξόδου ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών) τελούνται
από κερδοσκοπία,».

γ) Προστίθενται νέες παράγραφοι με αριθμούς 2, 3 και 8, ενώ οι υπάρχουσες
παράγραφοι 2-5 αναριθμούνται σε 4-7. Οι νέες παράγραφοι 2, 3 και 8 έχουν ως
εξής:

«2. Όποιος παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες ή υλικά μέσα, με σκοπό να
διευκολύνει ή να υποβοηθήσει οργάνωση της προηγούμενης παραγράφου για τη
διάπραξη των επιδιωκόμενων από αυτή κακουργημάτων, τιμωρείται με κάθειρξη
μέχρι δέκα ετών.».
«3. Όποιος διευθύνει την οργάνωση της πρώτης παραγράφου τιμωρείται με
κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».

«8. Η διάταξη του άρθρου 238 εφαρμόζεται αντίστοιχα και στα εγκλήματα των
παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος.».

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, η φράση «με
εξαίρεση
των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8,» διαγράφεται.

3. Οι παράγραφοι 3 έως και 9 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίστανται ως εξής:

«3. Όποιος απειλεί σοβαρά με την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος
και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η
απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.

4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως
μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα
που δρουν από κοινού και επιδιώκουν την τέλεση του εγκλήματος της παραγράφου
1 (τρομοκρατική οργάνωση). Με ποινή μειωμένη (άρθρο 83) τιμωρείται η πράξη
του προηγούμενου εδαφίου, όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί για την
τέλεση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1. Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή
όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν
επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της
τρομοκρατικής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την
τρομοκρατική οργάνωση οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που
περιλαμβάνονται στα στοιχεία α’ έως κβ’ της παραγράφου 1 συνιστά ελαφρυντική
περίσταση.

5. Όποιος διευθύνει την κατά το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου
τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Με την
ποινή του προηγούμενου εδαφίου μειωμένη (άρθρο 83) τιμωρείται όποιος
διευθύνει την κατά το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου τρομοκρατική
οργάνωση.

6. Όποιος παρέχει κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή
ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης
τους, σε τρομοκρατική οργάνωση ή σε μεμονωμένο τρομοκράτη ή για τη συγκρότηση
τρομοκρατικής οργάνωσης ή για να καταστεί κάποιος τρομοκράτης ή τα
εισπράττει, συλλέγει ή διαχειρίζεται χάριν των ανωτέρω, ανεξάρτητα από τη
διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1,
τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, εν γνώσει της μελλοντικής
αξιοποίησης τους, παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες για να διευκολύνει ή να
υποβοηθήσει την τέλεση από τρομοκρατική οργάνωση ή από μεμονωμένο τρομοκράτη
οποιουδήποτε από τα κακουργήματα της παραγράφου 1.

7. Όποιος διαπράττει διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1
και 3 του άρθρου 380), πλαστογραφία (άρθρο 216) που αφορά δημόσιο έγγραφο ή
εκβίαση (άρθρο 385) με σκοπό την τέλεση του εγκλήματος της παραγράφου 1
τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν
η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον τριών ετών.

8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 187 ισχύει και για τα εγκλήματα των
προηγούμενων παραγράφων.».

4. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την
επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός
της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε
άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό την αφαίρεση ιστών ή οργάνων
του σώματος του ή για να εκμεταλλευτεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία ή την
επαιτεία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή
δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ.».

«3. Όποιος εν γνώσει δέχεται την εργασία προσώπου, το οποίο τελεί υπό τις
συνθήκες που περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2, ή τα έσοδα από την
επαιτεία του προσώπου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.».

5. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίσταται ως εξής:

«α) στρέφεται κατά ανηλίκου ή ατόμου σωματικώς ή διανοητικώς ανάπηρου,».

Αρθρο τρίτο

Τροποποιήσεις στον ν. 3064/2002 (ΦΕΚ 248 Α) και στο π.δ. 233/2003 (ΦΕΚ 204
Α)

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3064/2002
αντικαθίσταται ως εξής:

«Στα θύματα των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α,
349, 351 και 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5
και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α) παρέχεται προστασία, η οποία αφορά
ιδίως την προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικής
και γενετήσιας ελευθερίας τους, αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τα αγαθά
αυτά.».

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του ν. 3064/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Κατά τη διάρκεια της προστασίας ή αρωγής, οι αλλοδαποί θύματα κατά την
έννοια του παρόντος δεν απελαύνονται. Απόφαση απέλασης που έχει εκδοθεί, αλλά
δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, αναστέλλεται.».

3. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 13 του ν. 3064/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι αλλοδαποί που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και είναι θύματα των
εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και
351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88
του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’) επαναπατρίζονται χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπεια
τους με ασφαλή τρόπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του προηγούμενου
άρθρου.».

4. Ο τίτλος του π.δ. 233/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Προστασία και αρωγή κατά το άρθρο 12 του ν. 3064/ 2002 (ΦΕΚ 248 Α’) στα
θύματα των εγκλημάτων των άρθρων 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του
Ποινικού Κώδικα, και των άρθρων 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν.
3386/2005.».

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του π.δ. 233/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στα θύματα των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β,
348Α, 349, 351 και 351Α Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και
88 του ν. 3386/2005 (εφεξής αποκαλούμενα «θύματα»), παρέχεται προστασία και
αρωγή, κατά το άρθρο 12 του ν. 3064/2002, καθώς και κατά τα οριζόμενα στο
παρόν διάταγμα, ανεξάρτητα αν το θύμα συνεργάζεται ή όχι με τις διωκτικές
Αρχές.».

6. Στο άρθρο 5 του π.δ. 233/2003 προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως
εξής:

«Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το αν το θύμα είναι
ανήλικο, αλλά αυτό μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ότι είναι νεότερο των 18 ετών,
θεωρείται ότι είναι ανήλικο και του παρέχονται ειδικά μέτρα προστασίας μέχρις
ότου εξακριβωθεί η πραγματική του ηλικία.».

Αρθρο τέταρτο

Τροποποιήσεις του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α)

1. Το άρθρο 1 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1 Ορισμοί

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού:

α. Αλλοδαπός είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια ή
που δεν έχει ιθαγένεια.

β. Υπήκοος τρίτης χώρας είναι το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την ελληνική
ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης
κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας.

γ. Ανιθαγενής είναι το φυσικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις της
Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1954 περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία
έχει κυρωθεί με το ν. 139/1975 (ΦΕΚ 176 Α’).

δ. Αδεια διαμονής είναι κάθε είδους πιστοποίηση που παρέχεται από τις
ελληνικές αρχές και με βάση την οποία επιτρέπεται σε υπήκοο τρίτης χώρας να
διαμένει νόμιμα στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
1 παράγραφος 2 περίπτωση α’ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1030/2002 του
Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 «Για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου
τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών» (ΕΕ L 157/15.6.2002).

ε. Οικογενειακή επανένωση είναι η είσοδος και η διαμονή στη Χώρα των μελών
της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα,
προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειας του, ασχέτως εάν οι
οικογενειακοί δεσμοί δημιουργήθηκαν πριν ή μετά από την είσοδο του στη Χώρα.

στ. Συντηρών είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα
και υποβάλλει αίτηση οικογενειακής επανένωσης, προκειμένου να επιτραπεί η
είσοδος και η διαμονή στα μέλη της οικογένειας του στην Ελλάδα, όπως αυτά
προσδιορίζονται στον παρόντα νόμο.

ζ. Επί μακρόν διαμένων είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που αποκτά την ανωτέρω
ιδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος.

η. Σπουδαστής είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας που έγινε δεκτός σε ένα από τα
εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως αυτά ορίζονται στον παρόντα νόμο, και στον οποίο
έχει επιτραπεί η είσοδος και διαμονή στο έδαφος της Χώρας, προκειμένου να
έχει ως κύρια δραστηριότητα του την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών.

θ. Ασυνόδευτος ανήλικος είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που δεν
έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και ο οποίος είτε εισέρχεται
στην Ελληνική Επικράτεια χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά το νόμο ή το έθιμο
υπεύθυνο για την επιμέλεια του ενήλικο και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η
ανωτέρω κατάσταση είτε βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσοδο του στη Χώρα.

ι. Θύμα εμπορίας ανθρώπων είναι τόσο το φυσικό πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν
βάσιμοι λόγοι, ώστε να θεωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα εγκλήματα που
προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του ΓΙ.Κ.,
πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη γι’ αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του οποίου
τελέστηκε κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποινική
δίωξη, ανεξάρτητα από το εάν αυτό έχει εισέλθει στη χώρα νόμιμα ή παράνομα.

ια. Θύμα παράνομης διακίνησης μεταναστών είναι τόσο το φυσικό πρόσωπο, για
το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα
εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88, όταν
τελούνται από εγκληματικές οργανώσεις κατά το άρθρο 187 παρ. 1 του ΓΙ.Κ.,
πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη γι’ αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του οποίου
τελέστηκε κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποινική
δίωξη, εφόσον αυτό έχει εισέλθει στη χώρα παράνομα.

2.α. Ο χαρακτηρισμός «θύμα εμπορίας ανθρώπων», όπως ορίζεται στην περίπτωση
ι’ της προηγούμενης παραγράφου, αποδίδεται με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα
Πρωτοδικών, τόσο αμέσως μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης για έγκλημα που
προβλέπεται στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., όσο
και πριν ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από αυτά τα αδικήματα. Στην
τελευταία περίπτωση, για την έκδοση της εν λόγω Πράξης απαιτείται έγγραφη
γνωμοδότηση, που συντάσσεται από δύο επιστήμονες με ειδικότητα ψυχιάτρου,
ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού, οι οποίοι υπηρετούν σε Υπηρεσία ή σε
Μονάδα Προστασίας και Αρωγής των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003, όπως
αυτό ισχύει, ή σε ΜΚΟ ή στο ΔΟΜ ή σε Διεθνείς Οργανώσεις ή σε άλλους
εξειδικευμένους και αναγνωρισμένους από το Κράτος φορείς προστασίας και
αρωγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003. Η
Πράξη χαρακτηρισμού εκδίδεται και όταν το θύμα δεν συνεργάζεται με τις
διωκτικές Αρχές, σε όσες περιπτώσεις ο ανωτέρω Εισαγγελέας κρίνει, κατόπιν
σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1
παρ. 2 του π.δ. 233/2003 ή ότι το θύμα δεν συνεργάζεται εξαιτίας απειλών που
στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη
χώρα της προέλευσης του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτό δεν προστατευθεί
ή εάν απελαθεί, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα.

β. Η παραπάνω ρύθμιση ισχύει και για το χαρακτηρισμό προσώπου ως «θύματος
παράνομης διακίνησης μεταναστών, όπως ορίζεται στην περίπτωση ια’ της
προηγούμενης παραγράφου.».».

2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3386/2005
προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Έργο της Επιτροπής αποτελεί, επίσης, η λήψη πρωτοβουλιών για την εκπαίδευση
των υπαλλήλων των αρμόδιων υπηρεσιών σε μεθόδους πρόληψης της παράνομης
διακίνησης μεταναστών από εγκληματικές οργανώσεις και στην ανθρωπιστική
αντιμετώπιση και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μεταναστών που υπήρξαν
θύματα παράνομης διακίνησης από εγκληματικές οργανώσεις, για την παροχή
υλικοτεχνικής βοήθειας σε κράτη που είναι συχνά χώρες προέλευσης ή
διαμετακόμισης μεταναστών και για την ανάπτυξη προγραμμάτων ενημέρωσης του
κοινού για το φαινόμενο της παράνομης διακίνησης μεταναστών, καθώς και
προγραμμάτων συνεργασίας αρμόδιων φορέων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές
επίπεδο.».

3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν. 3386/2005 προστίθεται εδάφιο στ’
ως εξής:

«στ. Εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο σε παράνομη διακίνηση μεταναστών από
οργανωμένη εγκληματική ομάδα, οπότε ανακαλείται η θεώρηση εισόδου που έχει
χορηγηθεί, ενώ ενημερώνεται και ο κατάλογος ανεπιθύμητων αλλοδαπών του άρθρου
82 παρ. 1.».

4. Η περίπτωση Δ3 του άρθρου 9 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

«Δ3. Θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών.».

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, επιτρέπεται να
χορηγείται άδεια διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε υπηκόους τρίτων
χωρών:

α. Θύματα εργατικών ατυχημάτων και λοιπών ατυχημάτων, για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η θεραπεία ή συνταξιοδοτούνται για την ίδια αιτία.

β. Θύματα εμπορίας ανθρώπων που δεν συνεργάζονται με τις διωκτικές Αρχές
εφόσον υφίσταται σχετική πράξη χαρακτηρισμού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα
Πρωτοδικών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 περίπτωση α’ του άρθρου 1.

γ. Θύματα εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 1 έως 3 του
ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α’), εφόσον έχει ασκηθεί γι’ αυτές ποινική δίωξη και
μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Εάν τα ανωτέρω πρόσωπα υποβάλλονται σε
θεραπευτική αγωγή, η άδεια διαμονής εξακολουθεί να χορηγείται για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η θεραπεία τους.

δ. Πρόσωπα τα οποία φιλοξενούνται σε ιδρύματα και σε νομικά πρόσωπα
κοινωφελούς σκοπού.

ε. Ανήλικα, την επιμέλεια των οποίων έχουν ελληνικές οικογένειες ή
οικογένειες υπηκόων τρίτων χωρών με νόμιμη διαμονή στη Χώρα ή για τα οποία
είναι εκκρεμής διαδικασία υιοθεσίας.

στ. Πρόσωπα που πάσχουν από σοβαρά προβλήματα υγείας. Η συνδρομή σοβαρών
προβλημάτων υγείας, καθώς και η διάρκεια της θεραπείας διαπιστώνονται με
πρόσφατο πιστοποιητικό κρατικού νοσοκομείου ή νοσοκομείου του Ιδρύματος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αν το πρόβλημα υγείας αναφέρεται σε λοιμώδες νόσημα,
για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Υπουργού
Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ότι δεν συντρέχει κίνδυνος για τη δημόσια
υγεία. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας στις περιπτώσεις α’ και
στ’ είναι η προηγούμενη κατοχή από τον αιτούντα άδειας διαμονής. Η διάρκεια
της άδειας είναι μέχρι ένα έτος και μπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά για
ισόχρονο διάστημα.».

6. Ο τίτλος του κεφαλαίου Θ’ του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΣΕ ΘΥΜΑΤΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Ή
ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ».

7. Το άρθρο 48 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρθρο 46 και
αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 46 Προθεσμία περίσκεψης

1. Σε υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν χαρακτηρισθεί θύματα εμπορίας ανθρώπων
ή παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τις διατάξεις των περιπτώσεων ι’ και
ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, εφόσον δεν υπάγονται στη διάταξη του
άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003, παρέχεται με πράξη της αρμόδιας
Εισαγγελικής Αρχής προθεσμία περίσκεψης τριών μηνών, ώστε να διαφύγουν από
την επιρροή των δραστών των σε βάρος τους εγκλημάτων και να αποκατασταθούν
ψυχικά για να μπορέσουν να λάβουν συνειδητά ανεπηρέαστη απόφαση σχετικά με τη
συνεργασία τους με τις διωκτικές Αρχές.

2. Ειδικά για τους ανηλίκους – θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης
διακίνησης μεταναστών, η ίδια προθεσμία μπορεί να παρατείνεται για δύο ακόμη
μήνες με απόφαση της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής και με κριτήριο την
εξυπηρέτηση του συμφέροντος του ανηλίκου.

3. Κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας περίσκεψης τα πρόσωπα των
προηγούμενων παραγράφων δεν απελαύνονται. Απόφαση απέλασης, που έχει εκδοθεί,
αλλά δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, αναστέλλεται.

4. Με απόφαση της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, η προθεσμία περίσκεψης μπορεί
να περατώνεται πριν από τη λήξη της, σε περίπτωση κατά την οποία:

α. Διαπιστώνεται από την οικεία Εισαγγελική Αρχή, ότι το ανωτέρω πρόσωπο
επανασυνέδεσε ενεργώς, εκουσίως και με δική του πρωτοβουλία τις σχέσεις του
με τους δράστες των εγκλημάτων του άρθρου 1 παράγραφος 1 περιπτώσεις ι’ και
ια’ του παρόντος νόμου ή ότι δε συντρέχουν στο πρόσωπο του τα στοιχεία που
λήφθηκαν υπόψη για το χαρακτηρισμό του ως θύματος εμπορίας ανθρώπων ή
παράνομης διακίνησης μεταναστών, τα οποία απαιτούνται, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις περιπτώσεις ι’ και ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ή β.
συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.».

8. Το άρθρο 46 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρθρο 47 και
αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 47

1. Σε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει χαρακτηρισθεί θύμα εμπορίας ανθρώπων ή
παράνομης διακίνησης μεταναστών με Πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών,
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2, χορηγείται, μετά από σχετική αίτηση του, που
υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, άδεια διαμονής ή
ανανεώνεται η χορηγηθείσα, χωρίς να απαιτείται η καταβολή παραβόλου, με τις
προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων άρθρων.».

9. Το άρθρο 47 του ν. 3386/2005 αναριθμείται ως άρθρο 48 και
αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 48 Ενημέρωση θυμάτων και ειδική μέριμνα για ανηλίκους

1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή η αρμόδια αστυνομική Αρχή ή οι
αρμόδιοι φορείς κοινωνικής στήριξης, που προβλέπονται στο π.δ. 233/2003, όπως
αυτό ισχύει, αλλά και οποιοσδήποτε από τους φορείς που αναφέρονται στην παρ.
2 του άρθρου 1, γνωστοποιούν στον υπήκοο τρίτης χώρας – θύμα εμπορίας
ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης μεταναστών ότι δικαιούται να υποβάλει αίτημα
για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, παρέχοντας
σε αυτόν την αναγκαία προς τούτο ενημέρωση.

2. Στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας θύματος εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης
διακίνησης μεταναστών που είναι ασυνόδευτος ανήλικος, η αρμόδια Εισαγγελική
Αρχή προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να προσδιορίσει την ταυτότητα
και την ιθαγένεια του και για να θεμελιώσει το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται
καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τον ταχύτερο δυνατό εντοπισμό της οικογένειας
του και λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη νομική του
εκπροσώπηση και, εφόσον χρειάζεται, την εκπροσώπηση του στο πλαίσιο της
ποινικής διαδικασίας. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Ανηλίκων ή, όπου δεν υφίσταται
Εισαγγελέας Ανηλίκων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, εάν δεν βρεθεί η
οικογένεια του ανηλίκου ή εάν κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο
επαναπατρισμός του δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του, μπορεί να διατάσσει κάθε
πρόσφορο μέτρο για την προστασία του μέχρι την έκδοση απόφασης από το
Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών, για το
διορισμό Επιτρόπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1532, 1534 και 1592
Α.Κ.».

10. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 49 του ν. 3386/ 2005 αντικαθίστανται
ως εξής:

«1. Κατά τη διάρκεια της περιόδου περίσκεψης, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή
παράνομης διακίνησης μεταναστών έχουν δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης
και πρόσβασης στις Υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης που παρέχονται από το
Ε.Σ.Υ., από τις Μονάδες Προστασίας και Αρωγής, αλλά και από φορείς που
συνεργάζονται με τους ανωτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4
του π.δ. 233/2003, όπως ισχύει.».

«3. Οι αρμόδιες εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές φροντίζουν,
κατά προτεραιότητα, για την προστασία και την ασφάλεια των προαναφερόμενων
θυμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, για την παροχή σε
αυτά υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας όταν αγνοούν την ελληνική γλώσσα,
για την ενημέρωση τους σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματα τους και με τις
υπηρεσίες που τους παρέχονται, καθώς και για την παροχή κάθε αναγκαίας
νομικής βοήθειας.».

11. Η περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ν. 3386/2005
αντικαθίσταται ως εξής:

«γ. Εάν το ίδιο πρόσωπο έχει διακόψει κάθε σχέση με τους φερόμενους ως
δράστες των αδικημάτων του άρθρου 1 παράγραφος 1 περιπτώσεις ι’ και ια’.».

12. Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η ανωτέρω άδεια διαμονής διασφαλίζει δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά
εργασίας, το οποίο ισχύει μόνο κατά τη διάρκεια της, στις παροχές και την
περίθαλψη του άρθρου 49, καθώς και στις προϋποθέσεις επαγγελματικής
κατάρτισης και εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις των άρθρων
5 και 6 του π.δ. 233/2003, όπως ισχύει.».

13. Το άρθρο 51 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 51

Ειδικοί λόγοι μη ανανέωσης και ανάκλησης της άδειας διαμονής

Η άδεια διαμονής δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται εφόσον συντρέχει μία από τις
ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Εάν ο δικαιούχος επανασυνδέσει τις σχέσεις του ενεργώς και εκουσίως με
τους εικαζόμενους δράστες των πράξεων που έχει καταγγείλει.

β. Εάν η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η συνεργασία ή η καταγγελία του θύματος
είναι δόλια ή καταχρηστική ή ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και
ασφάλειας.

γ. Όταν η ποινική διαδικασία για τα εγκλήματα των περιπτώσεων ι’ και ια’ της
παραγράφου 1 του άρθρου 1 έχει περατωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις
διατάξεις των άρθρων 43 ή 47 Κ.Π.Δ. ή έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική
απόφαση, με την οποία περατώνεται η σχετική διαδικασία. Η διάταξη αυτή δεν
ισχύει για τα θύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003.».

14. Στο άρθρο 52 του ν. 3386/2005 μετά τη φράση «με την ιδιότητα του θύματος
εμπορίας ανθρώπων» προστίθεται η φράση «ή παράνομης διακίνησης μεταναστών».
Στο τέλος του ίδιου άρθρου προστίθεται η εξής φράση «Κατά τη διαδικασία
χορήγησης της άδειας διαμονής λαμβάνεται ειδικά υπόψη ότι ο/η αιτών/ούσα
είναι ή υπήρξε κάτοχος άδειας διαμονής ως θύμα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης
διακίνησης μεταναστών.».

15. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 66 του ν.
3386/2005, μετά τη φράση «ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης», στη θέση της
συντομογραφίας «κ.λπ.» τίθεται η εξής φράση: «,καθώς και ενημέρωσης του
κοινού, ότι η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης αποτελεί εγκληματική
δραστηριότητα, η οποία διαπράττεται συχνά από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες
για πορισμό κέρδους και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους εμπλεκόμενους
μετανάστες.».

16. Στο άρθρο 82 του ν. 3386/2005 προστίθεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής:

«6. Διαγράφεται από τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών ο αλλοδαπός που έχει
χαρακτηρισθεί θύμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις ι’ και ια’ της
παραγράφου 1 του άρθρου 1 ή εκείνος για τον οποίο προκύπτει από αμετάκλητη
δικαστική απόφαση ότι υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων ή παράνομης διακίνησης
μεταναστών πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, εφόσον καταχωρήθηκε σε αυτόν
εξαιτίας της καταδίκης του για οποιαδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της
παράνομης εισόδου στη Χώρα, της κατοχής και της χρήσης πλαστών ταξιδιωτικών
εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλλων, ομοίου περιεχομένου,
γνήσιων εγγράφων άλλων προσώπων, της παράνομης εργασίας και της πορνείας που
τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα της παράνομης διακίνησης του και για τις
οποίες, αιτιολογημένα, προκύπτει ότι συνδέονται με κάποιο από τα εγκλήματα
του άρθρου 1 παράγραφος 1 περιπτώσεις Γ και ια’, του οποίου υπήρξε θύμα.».

17. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 83 του ν. 3386/2005 η
φράση «μπορεί να απόσχει από την ποινική δίωξη για την πράξη αυτήν»
αντικαθίσταται ως εξής: «μπορεί, αν δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 59
παρ. 4 του Κ.Π.Δ., να απόσχει από την ποινική δίωξη για την πράξη αυτήν.».

Αρθρο πέμπτο Τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Στο άρθρο 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως
εξής:

«4. Στις περιπτώσεις οποιασδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης
εισόδου στη χώρα και εξόδου από αυτή, της κατοχής και της χρήσης ταξιδιωτικών
εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλλων εγγράφων πλαστών ή
γνησίων, που εκδόθηκαν για άλλο πρόσωπο, της παράνομης εργασίας και της
πορνείας που φέρεται ότι διαπράχθηκε από θύμα εγκλήματος των άρθρων 323,
323Α, 323Β, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., καθώς και των άρθρων 87
παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005, εξαιτίας της σε βάρος του
συμπεριφοράς του δράστη των ανωτέρω πράξεων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών,
μετά την προκαταρκτική εξέταση ή την αυτεπάγγελτη προανάκριση, αναβάλλει με
πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια κατά του θύματος έως το τέλος της ποινικής
δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του
εισαγγελέα εφετών. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση οποιουδήποτε από τα παραπάνω
εγκλήματα που τελέσθηκαν σε βάρος του θύματος, εάν η απόφαση είναι
καταδικαστική, δεν ασκείται ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για τις
προαναφερόμενες πράξεις του.».

2. Το άρθρο 108Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτό αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3727/2008 (ΦΕΚ 257 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο ανήλικος-θύμα των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Απαρ. 4, 323Β
εδάφιο α’, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346,
347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5
και 6 και 88 του ν. 3386/2005 έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα
άρθρα 101, 104 και 105 και αν ακόμη δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων.

Επίσης, έχει το δικαίωμα ενημέρωσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα εκτέλεσης
ποινών για την προσωρινή ή οριστική απόλυση του υπαιτίου, καθώς και για τις
άδειες εξόδου από το κατάστημα κράτησης.».

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που
αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α’, 324, 336, 337 παράγραφοι 3
και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351Α του Π.Κ.,
καθώς και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 διορίζεται
και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχία-τρος και σε
περίπτωση έλλειψης τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα
λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204-208.».

Αρθρο έκτο Τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Η παράγραφος 5 του άρθρου 173 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται
ως εξής:

«5. Στις υποθέσεις που αφορούν σε ενήλικο θύμα των εγκλημάτων που ορίζονται
στα άρθρα 323, 323Α και 351 του Π.Κ. ή σε ανήλικο θύμα των πράξεων που
αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 323Β εδάφιο α’, 324, 336, 338, 339, 342,
343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351 και 351Α του Π.Κ., ο εναγόμενος
προκαταβάλλει τα κατά την κρίση του δικαστή έξοδα και τέλη του ενάγοντος
(θύματος) έως το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.».

Αρθρο έβδομο Τροποποιήσεις του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α)

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές
αξιώσεις τους είναι και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται
στα άρθρα 323, 323Α, 323Β, εδάφιο α’, 324, 339, 342, 348Α, 351 και 351Α του
Π.Κ. και στα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005, καθώς και
τα ανήλικα θύματα των πράξεων που προβλέπονται ατα άρθρα 336, 338, 343, 345,
346, 347, 348 και 349 του Π.Κ.».

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Εφόσον ο διάδικος ανήκει στους δικαιούχους νομικής βοήθειας που
αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής με
διάταξη, το συμβούλιο και το δικαστήριο με απόφαση, μπορούν κατά περίπτωση
και αν κριθεί αναγκαίο, να του διορίσουν συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τον
ειδικό πίνακα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.».

Αρθρο όγδοο

Τροποποιήσεις – Προσθήκες στο ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α)

1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 μετά τις λέξεις «η
μεταβολή των στοιχείων της ταυτότητας» προστίθενται οι λέξεις «η
μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες,».

2. Στο άρθρο 9 του ν. 2928/2001 οι παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται σε 4 και
5 και προστίθεται νέα παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής:

«3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και
Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των
μέτρων προστασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παράγραφο.».

3. Η αναριθμημένη παράγραφος 4 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001
αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας του οποίου δεν
αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην
έκθεση εξέτασης του. Αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο η
αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του, το δικαστήριο αποφαίνεται
αιτιολογημένα για την αποκάλυψη ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το
δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.».

4. Στο άρθρο 9 του ν. 2928/2001 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων
κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες
πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και
6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α’ ), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα
με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελεσματική προστασία
από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό
χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι’ και ια’ της
παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος ή των
ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες
αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος
σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ.».

Αρθρο ένατο Τροποποιήσεις του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α)

1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 η φράση «, όπως αυτή
αντικαθίσταται με την παρ. 1 του άρθρου 53 του παρόντος νόμου» διαγράφεται.

2. Το άρθρο 51 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 51 Ευθύνη νομικών προσώπων
1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από
εγκληματικές δραστηριότητες τελείται προς όφελος νομικού προσώπου από φυσικό
πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου
και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού με βάση εξουσία εκπροσώπησης του ή
εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση
ελέγχου εντός αυτού, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή
διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

α) Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά
εταιρεία, με απόφαση της αρμόδιας κατά το άρθρο 6 του παρόντος αρχής
επιβάλλονται:

ί) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πέντε
εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,

ιι) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη
ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της
επιχειρηματικής δραστηριότητας,

iii) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή
εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο
χρονικό διάστημα,

ίν) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από
δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών,
προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων
του δημόσιου τομέα.

Το διοικητικό πρόστιμο του στοιχείου i επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της
επιβολής άλλων κυρώσεων.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρμόδια αρχή για την επιβολή των ως άνω
κυρώσεων σε εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εταιρείες που δεν εποπτεύονται από
άλλες αρμόδιες αρχές του άρθρου 6.

β) Αν πρόκειται για άλλο μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο, με κοινή απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού επιβάλλονται:

ί) διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια
(2.000.000) ευρώ,

ιι) οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν του εδαφίου α’ κυρώσεις.

Ως αρμόδιος κατά περίπτωση Υπουργός θεωρείται αυτός που προΐσταται
Υπουργείου που έχει τις εξής, κατά σειρά προτεραιότητας, αρμοδιότητες:

- εποπτεύει την ορθή και νόμιμη λειτουργία του νομικού προσώπου και δύναται
να επιβάλει κυρώσεις,

- χορηγεί άδεια λειτουργίας,

- τηρεί μητρώα, στα οποία εγγράφεται η πράξη σύστασης,

- τηρεί επαγγελματικό μητρώο, στο οποίο εγγράφεται το νομικό πρόσωπο,

- χρηματοδοτεί, επιδοτεί ή παρέχει οικονομική ενίσχυση.

Οι ανωτέρω αρμοδιότητες μπορεί να ασκούνται από υπηρεσίες ή άλλους φορείς
που υπάγονται ή ελέγχονται από το οικείο Υπουργείο.

2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται
στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατέστησε δυνατή την τέλεση από
ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος της πράξης νομιμοποίησης εσό δων από εγκληματικές
δραστηριότητες προς όφελος νομικού προσώπου, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο,
σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

α) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο α’ της παραγράφου 1 περίπτωση:

- διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο
(1.000.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν, για χρονικό διάστημα έως έξι
μήνες.

β) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο β’ της παραγράφου 1 περίπτωση:

- διοικητικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως πεντακόσιες
χιλιάδες (500.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και ίν, για χρονικό διάστημα έως έξι
μήνες.

3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις
προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών
λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας,
η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου, το ύψος των παράνομων εσόδων ή
του τυχόν προκύψαντος οφέλους και η τυχόν υποτροπή του νομικού προσώπου.

Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων
εκπροσώπων του νομικού προσώπου προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται
στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα
της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2
του άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) (ΦΕΚ 45 Α).

4. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από
την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών
προσώπων.

5. Οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού
Εγκλήματος και η Επιτροπή ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές και τον Υπουργό
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για υποθέσεις, στις οποίες
υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου, υπό την έννοια των παραγράφων 1 έως 3, στην
τέλεση πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς
και για τις εκδιδόμενες σχετικές δικαστικές αποφάσεις.

6. Η ευθύνη των νομικών προσώπων για τα κακουργήματα της παραγράφου 6 του
άρθρου 187Α του Π.Κ. καθορίζεται στο άρθρο 41 του ν. 3251/2004.».

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 52 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Οι κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι ανεξάρτητες από εκείνες
του
άρθρου 51 του παρόντος νόμου και του άρθρου 41 του ν. 3251/2004. Οι κυρώσεις
αυτές αιτιολογούνται και δημοσιοποιούνται εφόσον η δημοσιοποίηση τους δεν
είναι πιθανό να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στο νομικό πρόσωπο στο οποίο
επιβάλλεται η κύρωση.».

Αρθρο δέκατο Τροποποίηση του ν. 3251/2004 (ΦΕΚ 127 Α)

Το άρθρο 41 του ν. 3251/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 41 Ευθύνη νομικών προσώπων

1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ.
τελέσθηκε μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου από φυσικό
πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου
και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού με βάση εξουσία εκπροσώπησης του ή
εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση
ελέγχου εντός αυτού, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο με κοινή απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού
Προστασίας του Πολίτη, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

ί) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πέντε
εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,

ιι) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη
ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της
επιχειρηματικής δραστηριότητας,

iii) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή
εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο
χρονικό διάστημα,

iv) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από
δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών,
προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων
του δημόσιου τομέα.

Το διοικητικό πρόστιμο του στοιχείου i επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της
επιβολής άλλων κυρώσεων.

2. Οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται και όταν κάποιο από τα κακουργήματα που
αναφέρονται στο άρθρο 187 παράγραφος 1 του Π.Κ. έχει διαπραχθεί από
εγκληματική οργάνωση για λογαριασμό νομικού προσώπου, με υπαιτιότητα
οποιουδήποτε από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο φυσικά πρόσωπα.

3. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην
παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος
κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2
μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου, επιβάλλονται στο νομικό
πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

- διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο
(1.000.000) ευρώ,

- οι προβλεπόμενες στα στοιχεία ii, iii και iv, για χρονικό διάστημα έως έξι
μήνες.

4. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις
προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών
λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας,
η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου και η τυχόν υποτροπή του. Καμιά
κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του
νομικού προσώπου προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον
ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της
ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) (ΦΕΚ 45 Α’).

5. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από
την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών
προσώπων.

6. Οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές ενημερώνουν τον Υπουργό
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για υποθέσεις, στις οποίες
υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου, υπό την έννοια των παραγράφων 1 έως 3, στην
τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ., καθώς και για τις
εκδιδόμενες σχετικές δικαστικές αποφάσεις.».

Αρθρο ενδέκατο

Η Ελληνική Αστυνομία συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση σχετικά με την
κατάσταση και τις τάσεις του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, σε
συνεργασία με δύο ειδικούς επιστήμονες, κατά προτίμηση μέλη ΔΕΠ του
πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, και με τον υπεύθυνο για τη
δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος εισαγγελέα. Με απόφαση του Υπουργού
Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται η αρμόδια υπηρεσία για τη σύνταξη της
έκθεσης και οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία και τις υποχρεώσεις της.

Αρθρο δωδέκατο

Η Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, το Πρωτόκολλο για την
Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών
και Παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού
Οργανωμένου Εγκλήματος και το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας Διακίνησης
Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, κυρώνονται με επιφυλάξεις.

Ειδικότερα:

Το άρθρο 16 της Σύμβασης στο σύνολο του κυρώνεται με την επιφύλαξη του
άρθρου 5 του Συντάγματος και του άρθρου 438 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Το άρθρο 18 της Σύμβασης κυρώνεται με την επιφύλαξη του άρθρου 458 παρ. 3
του Κ.Π.Δ. και τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’) για την προστασία
του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ισχύει.

Η Ελληνική Πολιτεία κάνει χρήση της παραγράφου 3 του άρθρου 35 και δηλώνει
ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

Η Ελληνική Πολιτεία κυρώνει το άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου για την Πρόληψη,
Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών
και το άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από
τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, με την επιφύλαξη των άρθρων 9Α Σ., 19 παρ. 3
Σ., 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 436-457 Κ.Π.Δ. και 352Β Π.Κ., όπως αυτό προστέθηκε με το
άρθρο δεύτερο παρ. 12 του ν. 3625/2007 (ΦΕΚ 290 Α’), του ν. 2472/1997, όπως
τροποποιήθηκε με τα άρθρα 8 του ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α’), 10 του ν. 3090/2002
(ΦΕΚ 329 Α) και όγδοο του ν. 3625/2007, του ν. 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α’) και του
π.δ. 47/2005 (ΦΕΚ 64 Α’).

Η Ελληνική Πολιτεία κάνει χρήση της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του
Πρωτοκόλλου κατά της Λαθραίας Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και
τον Αέρα και δηλώνει ότι δεν δεσμεύεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

Αρθρο δέκατο τρίτο

1. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημο-σίευσή του στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως.

2. Η ισχύς της Σύμβασης και των τριών Πρωτοκόλλων αυτής που τη συμπληρώνουν
αρχίζει με την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 38 της Σύμβασης και των
άρθρων 17, 22 και 18 αντίστοιχα των Πρωτοκόλλων, πρώτου, δεύτερου και τρίτου
αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και
την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 2010